in ,

Χρειαζόμαστε μέρες σε μεθυσμένα σταυροδρόμια

Γράφει ο Αντώνης Φάρας

Ένα μικρό οδοιπορικό στους δρόμους της Αθήνας και της εφηβείας, κάτω από τη λεκτική σημαία των Διάφανων Κρίνων. Εκείνων που για μία γενιά ανθρώπων απέδειξαν ότι υπάρχουν τρόποι να είσαι κάθε τι που ανασαίνει.


Πρώτη Λυκείου, “περίπατος” στο κέντρο.

Ο σταθμός της Αττικής γεμίζει με δεκάδες έφηβους που ανυπομονούν να φωνάξουν μες τα βαγόνια του τραίνου. Πριν προλάβουν καλά καλά να το χαρούν, οι στάσεις πέρναγαν σαν σταματημένες και  το μεγάφωνο φώναζε “Μοναστηράκι- προσοχή στο κενό…”. Κι ύστερα συνέχιζαν οι αγχωμένες φωνές των δασκάλων: “Προσεχτέ,να μετρηθούμε, είστε όλοι εδώ; Κατεβαίνουμε, Δεν Παίζουμε”.

Μοναστηράκι δεν ήταν μονάχα οι τουρίστες, οι καφετέριες και τα μαγαζιά με τις χάντρες των 0,99, που για κάποιο λόγο είχαν και κάμερες να τις φυλάνε. Μοναστηράκι ήταν η μυρωδιά του “κάτι συμβαίνει εδώ”, του μάλλον εδώ βλέπω την ζωή να συμβαίνει- δεν ήταν ένας περίπατος στο πάρκο για να παίξουμε ποδόσφαιρο ή στην εκκλησία για να τσακωθούμε πάνω στο τραπέζι του πινγκ-πονγκ. Ήταν μία ένδειξή ότι ίσως μεγαλώσαμε και ότι ίσως η ζωή θα σταμάταγε πλέον απλά να συμβαίνει. Ίσως μάλιστα να μας αφορούσε και περισσότερο, τώρα που οι γειτονιές άνοιγαν μπροστά μας και λιγόστευαν οι παιδικές κρυψώνες. 

Εσύ με ένα βλέμμα σβηστό,
-μια παλιά σου συνήθεια-
προσπαθείς το χαμό να μη δεις
Δεν είναι το ψέμα μα η αλήθεια
ένα μέρος που μπορείς να κρυφτείς

 


Οι κουρασμένες φωνές των πωλητών έπαιζαν με τις πιθανότητες : 50 δεν θα αγοράσει κανείς 50 θα αγοράσει ένας/μία. Σε αυτό το σημείο των εκατομμυρίων ανθρώπων ο ένας στους εκατό θα πρέπει να θεωρείται ίσος με τον μεγαλύτερο θρίαμβο. Και αν αυτός ο ένας ή η μία, περνούσε μπροστά τους όταν σταματούσαν να φωνάζουν; Σίγουρα λοιπόν είχαν καλύτερα πράγματα να κάνουν, μεγαλύτερα ψάρια να πιάσουν από το να ασχοληθούν με εσένα, που φαινόσουν να βιάζεσαι και είχες αυτά τα αστεία και οπωσδήποτε ενοχλητικά χνούδια πάνω από τα χείλη σου. Θα κάνανε φυσικά τη προσπάθεια τους, χωρίς να το πολυπιστεύουν και οι ίδιοι.

Αυτή η αδύναμη προσπάθεια επιβεβαίωνε μία αμοιβαία αντιπάθεια. Οι φίλοι σου δεν συμπάθουσαν τους κράχτες των καταστημάτων -τα αθλητικά και οι μπλούζες τους όταν ήταν ακριβά ήταν κλεψιά και όταν ήταν φθηνά ήταν ψευτικά. Πιο πολύ από όλους όμως  δεν τους μπορούσε ο φίλος σου ο Γιάννης. Ιδίως εκείνο το γωνιακό μαγαζί με τα παπούτσια για 40αρήδες, το οποίο δεν είχες κανέναν λόγο να θες να δεις – και όμως κάθε φορά, παρά τις αντιρρήσεις του Γιάννη, κάποιος από τη παρέα θα σας έπειθε να πάτε.

Ο θείος του Γιάννη, που ήταν πίσω από την ταμειακή, τον φίλαγε,  χαιρετάγε εσένα και τους άλλους, του έλεγε σε περιμένω το Σάββατο να δουλέψουμε, και ύστερα λίγο πριν φύγουν,σαν να τον πείραζε, τον ρώταγε που είναι η φίλη σου;

Κοκκίνιζε γιατί ήξερε για ποια μίλαγε. Πως ήταν εκείνη στην οποία τελικά ο Γιάννης πότε δεν μίλησε αλλά που ύστερα από χρόνια κατάφερε να βρει τι θα μπορούσε ή τι θα έπρεπε να της είχε πει:

Δεν αντέχουν τα πόδια μου να τρέξουν κοντά σου
σαν κισσός να τυλίξω το κορμί σου που θέλει,
που δε θέλει όμως φίδι να γίνει, φαντάσου
να σταλάξει αρμύρα από άγριο μέλι.


Ο δρόμος στενεύε και η στροφή αριστερά έμοιαζε σαν φυγή από τη μάχη. Βρισκόσουν, μακριά από τα μαγαζιά με τους δίσκους και τις κάσετες. Πλέον ήσουν σε εκείνον το δρόμο που σου άρεσε να διασχίζεις μέσα από το τραίνο. Εκεί που δεν ήταν μονάχα δρόμος, αλλά ένας αυθόρμητος και χαρούμενος αναστεναγμός. Μοναστηράκι- Θησείο, σκοτάδι- φως. Μία στάση – ένα μεγάλο ουφ. Όμως όσο περπάταγες τον ίδιο αυτό το δρόμο, το ουφ άλλαζε ήχο. Ένα χαρτόνι κοντά στο μεγάλο δέντρο κι ένας πάγκος με τραπουλόχαρτα που ανακατεύονται κι ύστερα “ Λίγα βάζετε, πολλά παίρνετε” μα όταν σηκώνονταν το λάθος χαρτί “πολλά βάζετε, τίποτα δεν παίρνετε”. Ουφ. Και ξανά ουφ από τους σερβιτόρους που έτρεχαν, και από τους ταξιδιώτες που είχαν κουραστεί και είχαν φτάσει μπροστά στα δεκαπέντε παρόμοια “traditional greek taverns” με τα ίδια δεκαπέντε παρόμοια σκηνικά και τους διαφορετικούς μα ίδιους στη κούραση τριάντα σερβιτόρους.

Και σίγουρα, βιαζόσουν άλλωστε να ζήσεις, σου έμοιαζαν κοντά στιγμές που θα ήσουν και εσύ, για κάποιον λόγο, ένας από τους ανθρώπους με τα σταυρωμένα χέρια και τη στάση αναμονής που τόσο εύκολα πάρκαραν σε αυτό το δρόμο. Ίσως μάλιστα το μαγαζί με τους δίσκους να έπαιζε κάτι σχετικό:

Ποιος να σε βάφτισε στης Στύγας τα νερά
κι έτσι αμίλητη στον κόσμο υποφέρεις
δυσεύρετο αίνιγμα γεμάτο μυστικά
κατάγομαι απ’ τη λύπη σου, το ξέρεις. 


Οι πάγκοι των πλανόδιων τότε σου ήταν αδιάφοροι. Δεν σου φώναζαν και ούτε είχαν κάποια κλεψιά ή κάποιο ψέμα να σου πουλήσουν.  πέρναγες δίπλα τους και τους άφηνες πίσω σου, τόσο απλά, τόσο αφηρημένα. Και όμως από όλες τις σχολικές εκδρομές αυτούς έβρισκες πάντα μπροστά σου. Με τα χρόνια συναντηθήκατε στο Βερολίνο, στη Πράγα και είσαι σίγουρος πως όταν επιτέλους βρεθείς στην Αβάνα θα είναι και εκεί.

Σίγουρα δεν είναι παντού οι ίδιοι ούτε είναι οι ίδιοι με τότε, τα υλικά όμως μοιάζουν. Χαλκός, λευκόσυρμα, ξύλο, καρικατούρες του Μπραντ Πιτ και πρόσωπα λίγο πιο καλοσυνάτα από ότι πίστευες ότι θα είναι στην κανονική τους ζωή. Πρόσωπα που πίνουν τις μπύρες τους στην γέφυρα του Καρόλου, που έχουν ένα πάγκο στο τέλος της έκθεσης βιβλίου στο Θησείο και χαζεύουν τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, που γελάνε με τους μπάτσους όταν τους κοιτάνε υπεροπτικά και τους φωνάζουν τρέχοντας “Χακούνα Ματάτα”. Όλοι τους είναι δεμένοι σαν γάτες με τις γωνιές που ξαπλώνουν και με τα πραγματάκια που κουβουλούν. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι κι ούτε καν οι περισσότεροι.

Δεν πειράζει όμως, μοιάζουν να καταλαβαίνουν πως χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον τουλάχιστον για να μικρύνουμε την απόσταση. Γιατί αλλιώς:

Με ένα ζευγάρι μάτια φοβισμένα
και με μια αστροφώτιστη αγκαλιά,
πες μου τι θα `μαι αλήθεια εγώ χωρίς εσένα
και σε ποια κόλαση θα ξοδευτώ ξανά;


Δεν υπάρχουν υποσχέσεις και λουκέτα που κλειδώνουν σε πόλεις χωρίς ποτάμια. Με κάποιο τρόπο όμως καταφέρνουν και υπάρχουν ιστορίες αγάπης. Τα Διάφανα Κρίνα ήταν μία από αυτές, ένας εφηβικός περίπατος σε μία πόλη που μοιάζει στάσιμη μα κινείται, που μοιάζει διαρκώς απαισιόδοξη και διαρκώς γεννάει. Μία πόλη που κουβαλιέται μέσα σου σχεδόν ακάλεστη. Που είναι ταυτόχρονα ενοχλητική, θορυβώδης, βρώμικη.

Που μπροστά της έχει μία χαλασμένη κιθάρα, μία κακή φωνή και ένα άδειο πιάτο. Που της ρίχνεις ένα κέρμα και της λες “παίξε, κάτι που δεν ξέρω”.. Και εκείνη μεταμορφώνεται, τραγουδά και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι σημαίνει: 

Σε λένε πίστη, σε λένε ζήλια
σε λένε αφή και καταιγίδα
Με λένε αλήθεια, μεταμέλεια και βροχή
“Δις Τζούλια οι πρώτοι έσονται έσχατοι”


Ήταν τα Διάφανα Κρίνα όμως μόνο ένας (μετ)εφηβικός περίπατος;  Ήταν μονάχα στίχοι δυσκολονόητοι και εντυπωσιακοί; “οι πρώτοι έσονται έσχατοι, είμαι ο υπηρέτης σας ο πιο κακός θεός” και άλλα ηχηρά παρόμοια.

Ή ήταν μία ματιά σε μία ζωή που για να είναι ολόκληρη πρέπει να μπορεί να προχωρήσει ως τέτοια. Με την απαισιοδοξία της και με την βούληση της, με την μελαγχολία και την χαρά της.

“Ολάκερη καθώς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων
Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς.”

Τα Διάφανα Κρίνα ήταν Ουράνης, Καρυωτάκης, ήταν Ανεστόπουλος και Ροδοστόγλου. Σχισμένοι χαρταετοί: 

Κοντά σου δεν μπορώ, μακριά σου τρέμω
κάτι με τρώει και δεν μπορώ να κοιμηθώ
περνάω τις μέρες μου σαν δαίμονας κλεισμένος
σ’ ένα κουφάρι φαγωμένο απ’ τον καιρό


Δεν ξέρω γιατί τα είπα και τα έγραψα όλα αυτά, μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι είναι που πριν  από πέντε χρόνια χάθηκε ο Θάνος. Ξέρω όμως ότι δεν είναι αυτό. Ότι σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι μόνο αυτό.

Όσο περνούν τα χρόνια, και ιδιαίτερα τα δισέκτα της κλείσουρας, ξέρω ότι χρειάζομαστε μέρες. Μέρες σε ανοιχτούς δρόμους, μέρες σε περιπάτους, μέρες σε ένα Θησείο που δεν μας είναι γνωστό και το ανακαλύπτουμε. Μέρες σε μεθυσμενα σταυροδρόμια.

Χρειάζομαι μέρες που να κρίνονται στις νύχτες σου
χίλια φίλια να με γεμίσουν μ’ αιθάλη
άγριους άνεμους να γυρίσουνε τους δείκτες μου
και μια αγκαλιά να γείρω μέσα το κεφάλι


(ΣτΣ: Αν κάπως/κάτι κρατήσετε από αυτό το κείμενο, θα βρείτε πολύ περισσότερα σε αυτά:

Διάφανα Χρόνια, Θ. Ανεστόπουλος, Εκδόσεις Ναυτίλος

Και τα σκυλιά κοιτούσαν λυσσασμένα, Π. Ροδόστογλου, Εκδόσεις Κυψέλη)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο νέος χώρος του To Pikap “Κato” ανοίγει στις 9 Σεπτεμβρίου

Διαλευκάνθηκε η υπόθεση: Θύμα της Πανδημίας της Αμέλειας και ο Ιάσονας…