Υπάρχει ένας σωρός επιχειρημάτων με τα οποία μπορεί κανείς να τεκμηριώσει ότι κατά την τρέχουσα διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, το ελληνικό κράτος μετασχηματίζεται ραγδαία σε ένα αστυνομικό καθεστώς. Ενάμισης χρόνος διακυβέρνησης σφραγίζεται από νέους νόμους που επεκτείνουν την αστυνόμευση σε κοινωνικούς και φυσικούς χώρους, που ήταν προστατευμένοι μέχρι σήμερα από τη βαναυσότητα αυτού του μηχανισμού καταστολής.
Άρθρο του Δικηγόρου και μέλους της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας στην Εφημερίδα των Συντακτών
Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα στον πρώτο μήνα της διακυβέρνησής της η Νέα Δημοκρατία ψήφισε το νόμο της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, και λίγο μετά ανασχημάτισε την, πλέον διαβόητη για αυθαιρεσίες, ομάδα ΔΕΛΤΑ της αστυνομίας.
Σε ολόκληρο αυτό το χρονικό διάστημα μετατοπίστηκε το δόγμα αντιμετώπισης κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας προς την κατεύθυνση στην χωρίς καμία φειδώ χρήση ακραίας βίας φυσικής καταστολής, χτυπημάτων και χημικών, καθώς και στη χρήση της αναγεννημένης «αύρας».
Ταυτόχρονα, μετατοπίστηκε και η νομική αντιμετώπιση από την ΕΛΑΣ των κοινωνικών διαμαρτυριών. Πλέον, με παντελώς αυθαίρετο τρόπο, σε κάθε κοινωνική διαμαρτυρία, οποιασδήποτε μορφής, η αστυνομία, είτε προληπτικά είτε μετά τη φυσική καταστολή, προχωρά σε δεκάδες προσαγωγών και συλλήψεων, που σπάνια σχετίζονται με τυχόν έκνομα γεγονότα αλλά προκύπτουν είτε απλώς και μόνον από τυχαιότητα (και άρα) αυθαιρεσία των οργάνων είτε μετά από (επικίνδυνες) επιθέσεις των ομάδων ΔΕΛΤΑ καταπάνω σε διαδηλωτές και τη διασπορά πανικού ανάμεσά τους.
Ένα ακόμη σημείο που τείνει να γίνει κανόνας, είναι η «κατασκευή» κατηγοριών, κυρίως πλημμεληματικών για τους συλληφθέντες. Κατασκευή που συχνότερα από ποτέ στο παρελθόν περιλαμβάνει και το φύτεμα δήθεν «όπλων» ή «αποδεικτικών στοιχείων». Αποτυπώνεται έτσι μια μεθοδολογία τρομοκράτησης, προληπτικής και κατασταλτικής, τόσο στους άμεσα εμπλεκόμενους, τους κατηγορούμενους-υπόδικους, όσο και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Παράλληλα είναι τόσο πολλές πια σε αριθμό οι συλλήψεις, που ολόκληροι κοινωνικοί και πολιτικοί χώροι είναι ουσιαστικά υπόδικοι, «όμηροι», και συνεπώς σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι στη συμμετοχή τους στις κοινωνικές διαμαρτυρίες.
Από τα παραπάνω δεν πρέπει να παραληφθεί ότι δυστυχώς και οι εισαγγελικές αρχές, και σε ένα βαθμό οι δικαστικές, εντάσσονται πλήρως στο συγκεκριμένο δόγμα, απομακρυνόμενες από τις θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας, ισονομίας και του τεκμηρίου αθωότητας. Ιδίως οι εισαγγελείς ποινικών διώξεων συχνότατα αποποιούνται κάθε ευθύνης τους και του ίδιου του λειτουργήματός τους παραπέμποντας στα ακροατήρια υποθέσεις και συλληφθέντες με τρόπο μαζικό, χωρίς ουσιαστική εξέταση της αστυνομικής δίωξης και άκριτα.
Κομβικό σημείο της στροφής του δόγματος και της πρακτικής των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών οπωσδήποτε υπήρξε η ψήφιση του αντισυνταγματικού νόμου για τον περιορισμό των διαδηλώσεων το καλοκαίρι του 2020, ο οποίος σε έναν μεγάλο βαθμό επικυρώνει και εντείνει τον έλεγχο της αστυνομίας πάνω στην κοινωνική διαμαρτυρία και δίνει δήθεν νόμιμο έρεισμα για τη φυσική καταστολή κάθε μορφής της.
Ωστόσο, η πανδημία έχει φέρει στην επιφάνεια, μεταξύ πολλών άλλων, και τη συνολικότερη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας, και συνακόλουθα ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού, σε γραμμές που εκτρέπουν την πολιτική και κοινωνική ζωή από το τοπίο μιας σύγχρονης δημοκρατίας κράτους δικαίου, με την έννοια της λογοδοσίας των κρατικών μηχανισμών στο νόμο και της υπαγωγής της κυβερνητικής πολιτικής στις παραδεδεγμένες πολιτικές και νομικές συμβάσεις (π.χ. στο Σύνταγμα ή στην Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Αφενός, η κυβέρνηση αξιοποίησε την ύφεση των κοινωνικών διαμαρτυριών στην περίοδο της πανδημίας ώστε να εισάγει στο νομικό και πραγματικό κόσμο θεσμούς και πρακτικές που είτε είναι προληπτικές μελλοντικών κοινωνικών ξεσπασμάτων είτε άμεσα κατασταλτικές των λίγων μορφών κοινωνικής αντιπολίτευσης που έλαβαν χώρα αυτόν τον ένα χρόνο. Οπωσδήποτε η κυβέρνηση μέτρησε τόσο τα κοινωνικά αποτελέσματα που θα είχε ούτως ή άλλως η ταξικά μονόπλευρη γενική οικονομική της πολιτική, όσο και τις οικονομικές επιπτώσεις της διαχείρισης της πανδημίας. Κατέληξε στο μοναδικό γι’ αυτήν συμπέρασμα ότι μόνο μέσα από προληπτική και άμεση καταστολή των κοινωνικών διαμαρτυριών μπορεί να αποφευχθεί μία μείζονα κοινωνική κρίση όπως των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία θα θέτει ξανά ερωτήματα εναλλακτικής πολιτικής εξουσίας.
Πέραν όμως αυτού, η επέκταση της δραστηριότητας της αστυνομίας είναι προφανής σε κάθε τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Σε τραγική διάσταση, είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και ένα χρόνο, εν μέσω πανδημίας, ο μόνος κρατικός τομέας ο οποίος ενισχύθηκε σε προσωπικό και μέσα ήταν οι αστυνομικές δυνάμεις. Και απέναντι σε κάθε μορφής κριτική προς την κυβερνητική πολιτική είτε αυτή αφορούσε άμεσα την πανδημία είτε άλλα ζητήματα, η απάντηση της κυβέρνησης ήταν η πρόταξη των αστυνομικών δυνάμεων και η κατασταλτική διαχείριση.
Το τελευταίο όμως χρονικό διάστημα η κατασταλτική διαχείριση αγγίζει ένα σημείο κορύφωσης. Τεράστια επιτάχυνση στη γραμμή αυτή έδωσε ο νόμος της θεσμικής πια αστυνομικής επιτήρησης των πανεπιστημίων και του φοιτητικού κινήματος, που αποτέλεσε την πιο μαζική ως τώρα κοινωνική διαμαρτυρία στη διάρκεια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Κεντρικό άξονα αυτής της διαχείρισης, η οποία προσωποποιείται στον ΥΠΡΟΠΟ Μιχ. Χρυσοχοΐδη, συνιστά η σκληρότητα, ο αυταρχισμός και η αίσθηση ασυλίας των αστυνομικών δυνάμεων, ιδίως των κατασταλτικών. Τα περιστατικά ακραίας, δολοφονικής αστυνομικής βίας, φανερών βασανισμών, παραβίασης στοιχειωδών δικονομικών δικαιωμάτων, έχουν γίνει πλέον κανόνας. Σύσσωμη η κυβέρνηση, και οι δημοσιογραφικοί της ταγοί, είτε εξωραΐζουν είτε αποκρύπτουν την αλήθεια αυτή, η οποία καταγράφεται στα τσακισμένα κορμιά των συλληφθέντων και βασανισθέντων από τις δυνάμεις της ΕΛΑΣ. Οι ίδιοι οι φυσικοί αυτουργοί των εγκλημάτων αυτών, οι αστυνομικοί που υπηρετούν στις κατασταλτικές ομάδες έχουν πια μετατραπεί στους βασανιστές και εσατζήδες του 21ου αιώνα. Εκτρέφονται και δρουν με μίσος και απανθρωπιά και, παρά τις προφανείς βιαιότητες και αυθαιρεσίες, νιώθουν προστατευμένοι από οποιαδήποτε δίωξη ή έρευνα. Το ίδιο, αντίστοιχα, και οι ανακριτικές αρχές στο επίπεδο της δικονομικών παρατυπιών.
Στην ουσία, η αστυνομία το 2021 διαπνέεται και δρα με μία ιδιότυπη λογική παρακράτους. Άλλωστε, στην Ελλάδα, το παρακράτος αποτελεί με μια ιστορικότητα και μια σχετική συνέχεια το «κρυφό χέρι» του κρατικού μηχανισμού, καθώς συμπυκνώνει την ιστορική επιβίωση ενεργών πυρήνων ακροδεξιού, εμφυλιοπολεμικού προσανατολισμού. Ακριβώς επειδή το ζήτημα της «χωρίς αρχές» καταστολής είναι σύμφυτο το κράτους, η παρακρατική δραστηριότητα, κυοφορείται μέσα σε αυτό, ως ένα δυνητικό όπλο, αδιαπέραστο από την κοινωνική διαμαρτυρία και πέρα από κάθε σφαίρα δημόσιας επιρροής.
Όμως, εν τέλει, το σημείο κορύφωσης της εκτροπής του κρατικού μηχανισμού, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης, από την επικράτηση του Συντάγματος, των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και των τυπικών νόμων, είναι η μεταχείριση του καταδικασμένου κρατούμενου απεργού πείνας και δίψας Δημήτρη Κουφοντίνα. Με αίσθηση παντοδυναμίας πάνω στη ζωή του, με αίσθηση ασυλίας και ανεξαρτησίας από το Σύνταγμα και το νόμο (ακόμη και το φωτογραφικό νόμο), ο κατάδικος στερείται ενός δικαιώματός του που προβλέπεται και για το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις (αφού είναι φωτογραφικός νόμος γι’ αυτόν τον ίδιο). Ο λόγος της στέρησης είναι απλώς και μόνον η εκδίκηση σε συνδυασμό με την αίσθηση παντοδυναμίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δια της αποτρόπαιας μορφής της Γ.Γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφίας Νικολάου, αρνούμενη να εφαρμόσει το νόμο που η ίδια ψήφισε, αποπειράται την δολοφονία του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα. Επιδιώκει συνειδητά να αναλάβει την ευθύνη του πρώτου νεκρού απεργού πείνας στην Ελλάδα και ένας από τους λίγους στη σύγχρονη Ευρώπη, επειδή «μπορεί».
Απέναντι στην εκτροπή αυτή, απέναντι στον αυταρχισμό, στην αίσθησης ασυλίας και στην κρατική βία, μέχρι τώρα δεν έχουν αναδειχθεί ικανές πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις, παρότι τις αντιδράσεις του λαϊκού κινήματος το καλοκαίρι του 2020 απέναντι στο νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων διαδέχθηκε το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, ενώ ταυτόχρονα κάθε τόσο ξεσπούν διαμαρτυρίες των εργαζόμενων στην Υγεία ως προς τη διαχείριση της πανδημίας. Όμως, η ίδια πανδημία, ο εύλογος φόβος που δημιουργεί, η τηλεοπτική τρομοκράτηση, αλλά και η αμηχανία των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αφήνουν πολύ χώρο για την επικράτηση του νέου αστυνομικού δόγματος και του αυταρχισμού.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολλές φωνές διαμαρτυρίας, ιδίως τις τελευταίες εβδομάδες, ωστόσο αν αυτές δεν μετασχηματιστούν σε ένα κίνημα, αν δεν λάβουν πραγματική μορφή μετώπου, δύσκολα θα μετατοπίσουν το σκηνικό. Έτσι είναι καθήκον καθενός και καθεμίας να συμβάλει όχι μόνο με τη (διαδικτυακή ή φυσική) φωνή του, αλλά με τη συμμετοχή και με την πίεση σε οργανώσεις, φορείς, συλλογικότητες για τη άμεση συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου. Το δυναμικό υπάρχει, οι λόγοι υπάρχουν, τα εργαλεία υπάρχουν, η διάθεση υπάρχει. Μένει η ανάληψη της πρωτοβουλίας.