Ένα ζεστό σπίτι, ανιδιοτελή φροντίδα και νοιάξιμο βρήκαν πρόσφυγες που έμειναν τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα άστεγοι στη Θεσσαλονίκη, λόγω της βίαιης έξωσης που τους έγινε από το πρόγραμμα στέγασης HELIOS.
Η έξωση ήταν η συνέχεια μιας σκληρής πραγματικότητας για την 9χρονη Χανίν και τον 32χρονο πατέρα της Άχμεντ από το Ιράκ, οι οποίοι μετά από τέσσερα χρόνια στη χώρα μας αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες και κατέληξαν στο δρόμο εν μέσω πανδημίας.
Ο Άχμεντ και η Χανίν έφτασαν από το Ιράκ στη Χίο το 2016, έζησαν σε στρατόπεδο για πρόσφυγες για έναν χρόνο και στη συνέχεια ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Έλαβαν άσυλο το 2017 και από εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν σε αναζήτηση στέγης. Ο πατέρας την Χανίν ταξίδεψε αναζητώντας εργασία τόσο στα Γιάννενα όσο και στην Βέροια.
Πριν ένα χρόνο είχαν την «τύχη» να ενταχθούν στο πρόγραμμα HELIOS, το οποίο χρηματοδοτείται από το Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ), και λειτουργεί υποστηρικτικά στην κατεύθυνση της ένταξής των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Οι ενταγμένοι πρόσφυγες λαμβάνουν ένα χρηματικό ποσό για να νοικιάζουν σπίτι, χωρίς όμως το υποστηρικτικό επίδομα από τους διεθνείς Οργανισμούς για τη διαβίωσή τους, όπως γινόταν όταν ζούσαν στα καμπ. Επιπλέον, το πρόγραμμα συνηθίζεται να παίρνει παράταση άλλους έξι μήνες, με συνολική δηλαδή διάρκεια για ένα χρόνο. Ωστόσο για τη συγκεκριμένη οικογένεια, που δεν πρόλαβε φυσικά ούτε τη γλώσσα να μάθει αλλά ούτε και να ενταχθεί στην κοινωνία, το πρόγραμμα έληξε μόλις στους έξι μήνες, με αποτέλεσμα να λάβουν ειδοποίηση ότι πρέπει να αφήσουν το σπίτι.
Έτσι, ο Άχμεντ με την Χανίν βρέθηκαν να περιπλανιούνται σε ανεύρεση εργασίας και διαμονής. Όμως από την αρχή του χειμώνα ούτε δουλειά βρήκε ο Άχμεντ ούτε είχε τη δυνατότητα να νοικιάσει σπίτι. Και ξανά στους κρύους δρόμους της Θεσσαλονίκης, σε θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν. Εκεί τους βρήκε η Αγάπη, η οποία στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει φιλοξενία για πατέρα και κόρη διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει δομή που να μπορεί να φιλοξενήσει ανήλικα παιδιά. Φυσικά και καμία από τις οργανώσεις και τους οργανισμούς δεν μπορούσε ή δεν νοιάστηκε να παρέμβει σχετικά με το τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι μετά την έξωσή τους. Το κράτος μέσα από ΚΥΑ, που ορίζει τους όρους παροχής οικονομικού βοηθήματος και στέγασης, εσκεμμένα αγνοεί ότι μέσα σε έξι μήνες, σε συνθήκες πανδημίας και χωρίς δυνατότητα για πρόσβαση στην εργασία, οι πρόσφυγες δεν μπορούν ούτε να ενταχθούν στην κοινωνία, ούτε να βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν το ενοίκιο ενός σπιτιού και να επιβιώσουν.
Η Αγάπη μη έχοντας άλλη λύση ξεκίνησε τα τηλέφωνα σε γνωστούς και φίλους για το αν μπορούν να φιλοξενήσουν τον μπαμπά και το παιδί.
«Μας πήρε τηλέφωνο μία φίλη λέγοντας μας ότι βρήκε στο δρόμο έναν πατέρα με το κοριτσάκι του. Ήταν οι μέρες που έβρεχε συνέχεια και άρχισε να χιονίζει, η αστυνομία που βρισκόταν εκεί διαπίστωσε ότι ήταν άστεγοι και έψαχναν να βρουν που μπορούν να μείνουν. Όταν μας το είπαν είπαμε αμέσως “ναι” και ότι δεν γίνεται να έρθει το παιδί, μόνο και φοβισμένο, χωρίς τον πατέρα του. Έτσι ήρθαν στο σπίτι και είμαστε ξανά μια διευρυμένη οικογένεια» δηλώνει σχετικά στο alterthess.gr ο Γιώργος Τσιάκαλος, ομότιμος καθηγητής στο Παιδαγωγικό του ΑΠΘ και η σύζυγός του. Οι ίδιοι, ήδη από την εποχή της Ειδομένης και της εκκένωσης της, όπως και πολλοί άλλοι αλληλέγγυοι είχαν κάνει πράξη αυτό το οποίο έλεγαν ειρωνικά ξενοφοβικοί και ρατσιστές: «αν τους θέλετε πάρτε τους σπίτια σας».
Ωστόσο, σήμερα η κυβερνητική πολιτική του εγκλεισμού και αποκλεισμού των προσφύγων από την στέγη και την εκπαίδευση, σε συνδυασμό με τις συνθήκες που έχει επιβάλλει η διαχείριση της πανδημίας, καθιστά τη δυνατότητα τέτοιων κινήσεων πολύ δύσκολη.
Επιπλέον, οι πρόσφυγες που βρίσκονται στο δρόμο χωρίς καμία βοήθεια είναι πάρα πολλοί και οι κινηματικές δομές, επί το πλείστον καταλήψεις που φιλοξενούσαν πρόσφυγες, είτε έχουν εκκενωθεί, είτε βρίσκονται στο στόχαστρο.
«Αυτό που έγινε με εμάς και την Χανίν είναι σταγόνα στο ωκεανό, πρέπει να δημιουργηθούν δομές αλλιώς θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με το γεγονός ότι μικρά παιδιά σαν την Χανίν θα κοιμούνται στο χιόνι και την παγωνιά έξω στο δρόμο. Αυτό δεν μπορεί να το δεχτεί κανένας άνθρωπος» σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Τσιάκαλος τονίζοντας ότι «δεν είμαστε μόνο εμείς που παίρνουμε κόσμο στο σπίτι, αλλά αυτή τη φορά δεν είναι τόσο εύκολο γιατί εν μέσω πανδημίας πρέπει να κρατάμε κοινωνικές αποστάσεις και από την άλλη δεν γίνεται να αφήσουμε κόσμο στο δρόμο. Και αυτό τα κάνει όλα πιο δύσκολα».
«Μετά από έξι μήνες στο πρόγραμμα HELIOS βρεθήκαμε ξανά στο δρόμο χωρίς χρήματα ούτε για στέγη ούτε για φαγητό. Όσο ήμασταν στο πρόγραμμα λαμβάναμε 540 ευρώ για το ενοίκιο του σπιτιού. Κατά τη διάρκεια των μηνών αυτών έψαξα πολλές φορές για δουλειά χωρίς να καταφέρω κάτι. Μετά την έξωσή μας από το σπίτι κοιμηθήκαμε στο δρόμο τρεις μέρες μέχρι που μας βρήκαν και ήρθαμε εδώ» λέει ο Άχμεντ που στο Ιράκ δούλευε ως εκπαιδευτικός.
«Φυσικά εδώ νιώθουμε ζεστασιά, είναι καταπληκτικοί άνθρωποι. Νιώθουμε καλύτερα τώρα αλλά χρειάζομαι μια δουλειά για να τα βγάλουμε πέρα. Το όνειρό μας είναι να ζούμε σε ένα μικρό σπίτι, να πηγαίνει η κόρη μου σχολείο και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον μας» προσθέτει.
Να σημειωθεί ότι ήδη από το καλοκαίρι δεκάδες οργανώσεις αλλά και συλλογικότητες προμήνυαν αυτό που θα συμβεί στις χειρότερες πλέον συνθήκες: αρχικά με τις εξώσεις του προγράμματος ESTIA από το οποίο έπρεπε, ένα μήνα μετά την απόκτηση της προσφυγικής ιδιότητας, οι πρόσφυγες να φύγουν από το σπίτι τους αλλά και σχετικά με την αδυναμία να ενταχθούν στο πρόγραμμα HELIOS.
Σύμφωνα με κοινή επιστολή οργανώσεων προς τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής στις αρχές Μαΐου, τουλάχιστον 8.300 άτομα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη διαμονή τους έως τα τέλη του μήνα. Οι οργανώσεις ανέφεραν ότι μόνο σε ένα μικρό ποσοστό παρέχεται ολοκληρωμένη υποστήριξη (συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων ενοικίασης) μέσω του προγράμματος HELIOS.
Το καλοκαίρι και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, πρόσφυγες -ανάμεσα τους και οικογένειες με παιδιά- αναγκάστηκαν να περάσουν αρκετά βράδια στην πλατεία Βικτωρίας, στο πλαίσιο των εξώσεων χιλιάδων προσφύγων από τις δομές φιλοξενίας.
Για το ζήτημα των εξώσεων έχει κάνει παρέμβαση και ο Συνήγορος του Πολίτη έχοντας δεχθεί δεκάδες καταγγελίες προσφύγων σχετικά με το ζήτημα αυτό. «Τούτων δοθέντων, πιστεύουμε ότι συμμερίζεστε την ανάγκη να υπάρχουν μέτρα για την διασφάλιση της ομαλής ένταξης των δικαιούχων προσφυγικού καθεστώτος στο κοινωνικό σύνολο και της ουσιαστικής δυνατότητας να τύχουν πρόσβασης σε υποστηρικτικές υπηρεσίες και στο σύστημα πρόνοιας, προς υλοποίηση της ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς που η Συνθήκη της Γενεύης κατοχυρώνει» σημείωνε μεταξύ άλλων.
Η κυβέρνηση όλον αυτό τον καιρό όχι μόνο δεν νοιάστηκε για το ζήτημα αυτό, αλλά κατέστησε ακόμη δυσκολότερες τις συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες που ζουν σε καμπ (όπως στην περίπτωση του Καρά Τεπέ κ.ά) ενώ παράλληλα έκανε ασφυκτικότερες τις συνθήκες εγκλωβισμού τους, με πρόσχημα τον Covid-19.
Τον περασμένο Δεκέμβριο και πάλι δεκάδες οργανώσεις επέστησαν με ανακοίνωση τους την προσοχή στις συνθήκες αστεγίας και βασικών στερήσεων για τους πρόσφυγες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δηλώνοντας πως «η πανδημία, ο σκόπιμος περιορισμός της διάρκειας υποστήριξης των προσφυγικών πληθυσμών και η απουσία μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής για την ένταξη και τη στέγαση, κάνουν τον φετινό χειμώνα έναν από τους δυσκολότερους των τελευταίων ετών».
Σύμφωνα με τις οργανώσεις, εν μέσω μιας πανδημίας παγκόσμιας κλίμακας περίπου 11.000 άνθρωποι στους οποίους έχει χορηγηθεί άσυλο ενημερώθηκαν ότι πρέπει να αποχωρήσουν από τα διαμερίσματα στα οποία διέμεναν στο πλαίσιο του προγράμματος ESTIA, από τα δωμάτια ξενοδοχείων στο πλαίσιο του προγράμματος Προσωρινής Στέγασης και Προστασίας (FILOXENIA), καθώς και από δομές φιλοξενίας στα νησιά και στην ενδοχώρα. «Η Ελληνική Κυβέρνηση δικαιολογεί τις άμεσες αναγκαστικές εξόδους από τις δομές προσωρινής στέγασης ως μέτρο που θα κάνει τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες “να σταθούν στα πόδια τους”. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η αναγκαστική έξοδος από τα διαμερίσματα και τις άλλες δομές φιλοξενίας, έναν μόλις μήνα μετά τη χορήγηση ασύλου, θέτει τέλος στη δυνατότητά τους να έχουν στέγη, τροφή και οικονομική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση» σημειώνουν.
Οι οργανώσεις σχολιάζοντας ακόμη την αδυναμία του προγράμματος HELIOS να προχωρήσει την ελάχιστη ενταξιακή διαδικασία για τους πρόσφυγες αναφέρουν ότι έχουν εγγραφεί 22,980 πρόσφυγες και προσφύγισσες, αλλά στην πράξη μόνο οι 9,203 από αυτούς έχουν μέχρι σήμερα πρόσβαση σε επιδότηση ενοικίου. «Μεγάλο ποσοστό δε θα λάβει υποστήριξη από το HELIOS. Μάλιστα, πολλοί δεν έχουν πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα, όπως η εργασία και η δυνατότητα ενοικίασης κατοικίας λόγω της μέχρι τώρα αδυναμίας να αποκτήσουν αριθμό κοινωνικής ασφάλισης (ΠΑΑΥΠΑ), αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ή τραπεζικό λογαριασμό λόγω γραφειοκρατικών ή γλωσσικών εμποδίων και διακρίσεων» προσθέτουν.
Η αποτρεπτική προσφυγική πολιτική της κυβέρνησης έχει ως αποτέλεσμα πρόσφυγες εντός αλλά και εκτός καμπ να ζουν είτε σε άθλιες συνθήκες χωρίς δυνατότητα θέρμανσης είτε σε πραγματικές συνθήκες αστεγίας. Επιπλέον τόσο η χώρα μας όσο και Ε.Ε. δεν δίνει το δικαίωμα μετανάστευσης για λόγους εργασίας σε πρόσφυγες που έχουν λάβει άσυλο. Έτσι ακόμη και οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες συνεχίζουν να ζουν σε καθεστώς εγκλωβισμού και ανασφάλειας ακόμη και μετά την απόκτηση του ασύλου.
Οι διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις που εξαρτώνται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης, παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις και τις εκκλήσεις τους προς την κυβέρνηση, αποδεικνύονται μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης, όταν δεν διαχωρίζουν σαφώς τη θέση τους από τις κυβερνητικές πρακτικές. Είναι σαφές ότι μόνο ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης για την πραγματική ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία με ίσα δικαιώματα μπορεί να αποτελέσει πίεση για την κυβέρνηση αλλά και ασπίδα για αυτούς τους κατατρεγμένους ανθρώπους, θέτοντας φραγμούς στον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, με κρατικό μανδύα ή χωρίς.
Σταυρούλα Πουλημένη, Ιάσων Μπάντιος