Αντίθετοι με τη μετατροπή των πέντε μεγαλύτερων δημόσιων μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου δικαίου, είναι οι εργαζόμενοι του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Με ανοιχτή επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό αλλά και προς όλους τους σχετιζόμενους φορείς, εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους για το κατά πόσο είναι δυνατόν να αυτοχρηματοδοτηθούν, ακόμα και μέσω της προσέλκυσης ιδιωτικών χορηγιών, τα μουσεία. Ταυτόχρονα διερωτώνται για το ποιες εξελίξεις θα υπάρξουν με τον Οργανισμό Διαχείρισης και Οργάνωσης Αρχαιολογικών Πόρων, ο οποίος θα δει μείωση των εσόδων που είχε από τα μεγάλα μουσεία, τη στιγμή που μέρος αυτών χρηματοδοτούσε μικρότερα μουσεία της χώρας.
Παραθέτουμε ολόκληρη την επιστολή:
Πληροφορούμαστε από τα ειδησεογραφικά μέσα ότι επίκειται η ψήφιση νομοσχεδίου που θα μετατρέπει σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) τα πέντε μεγαλύτερα ελληνικά δημόσια μουσεία που λειτουργούν ως ανεξάρτητες περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου). Πρόκειται για τα σημαντικότερα δημόσια μουσεία που αποτελούσαν πάντα αναπόσπαστο τμήμα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και λειτουργούν στην ελληνική επικράτεια ως αντιπρόσωποι μεγάλων γεωγραφικών περιοχών και των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν σε αυτές.
Μια τέτοια σοβαρή –νομικού, διοικητικού και οικονομικού χαρακτήρα- μεταρρύθμιση, η οποία παρουσιάζεται ως τετελεσμένο γεγονός, αφορά σε οργανισμούς που βρίσκονται στον πυρήνα της προστασίας, διαχείρισης και προβολής της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Θα έπρεπε, λοιπόν, να έχουν τουλάχιστον ενημερωθεί οι εμπλεκόμενοι φορείς και να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν τεκμηριωμένα την άποψή τους.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (ΑΜΘ), το αρχαιότερο Μουσείο της Μακεδονίας, συνιστά μέσω των συλλογών του, που αριθμούν περισσότερα από 50.000 αρχαία αντικείμενα από όλο τον μακεδονικό χώρο, τη ζωντανή ιστορία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη βόρεια Ελλάδα, μια υπηρεσία που ιδρύθηκε λίγες μόλις μέρες μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912. Ο Μανόλης Ανδρόνικος, μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής αρχαιολογίας, ανέφερε ήδη από το 1974 ότι το ΑΜΘ μπορεί να χαρακτηριστεί ως «το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Βόρειας Ελλάδας». Και πράγματι, αποτελεί το κεντρικό μητροπολιτικό μουσείο της Μακεδονίας. Οι πλούσιες δραστηριότητές του, χάρη στη μεγάλη απήχησή τους, το έχουν αναδείξει σε ένα σύγχρονο εξωστρεφές μουσείο που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών.
Από το 2006, μετά την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισμό του, λειτουργεί με 9 μόνιμες καινοτόμες εκθέσεις και έχει οργανώσει 33 αρχαιολογικές και 76 εικαστικές περιοδικές εκθέσεις με συμμετοχή 352 καλλιτεχνών από 45 χώρες, 43 εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες, πειραματικά εργαστήρια, 77 επιστημονικές συναντήσεις με 1030 επιστήμονες από 236 φορείς και 35 χώρες, διαλέξεις από 200 προσωπικότητες των γραμμάτων, 1045 εκδηλώσεις ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος και 7 πρωτοποριακές συμμετοχικές ψηφιακές δράσεις στον καιρό της πανδημίας. Επίσης, προβάλλοντας τον ελληνικό πολιτισμό το ΑΜΘ έχει συμμετάσχει σε 26 εκθέσεις αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, ενώ οι μέχρι σήμερα 46 εκδόσεις του τεκμηριώνουν το ερευνητικό, επιστημονικό και εκπαιδευτικό έργο του. Παράλληλα, με καινοτόμα προγράμματα που εκτελεί μόνο του ή σε δημιουργική συνεργασία με ερευνητικούς και επιχειρηματικούς φορείς (τέσσερα την συγκεκριμένη περίοδο με συνολικό προϋπολογισμό ύψους 995.000 €) εξασφαλίζει στη χώρα σημαντικούς πόρους από τα Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε, το ΑΜΘ είναι ένα δημόσιο μουσείο που η δραστηριότητά του δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άλλα μουσεία στην Ελλάδα και διεθνώς, με όποιο νομικό καθεστώς κι αν λειτουργούν αυτά. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, ποιο πλεονέκτημα έχει να προσφέρει η αλλαγή του νομικού καθεστώτος του;
Ένα επιχείρημα υπέρ της μετατροπής των μεγάλων Μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι ότι αυτά θα αποκτήσουν οικονομική αυτονομία και αυτοδιαχείριση. Όσοι δραστηριοποιούνται στον χώρο του πολιτισμού γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα μουσεία δεν μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν όσο δημοφιλή κι αν είναι, όσες δραστηριότητες κι αν αναπτύξουν. Σε καμία χώρα του κόσμου, άλλωστε, τα μουσεία δεν είναι πλήρως αυτοχρηματοδοτούμενα. Ακόμη και σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που η οικονομία λειτουργεί με απόλυτους όρους ελεύθερης αγοράς, υπάρχουν εμβληματικά μουσεία (βλ. Smithsonian Institute) που χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος.
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, από πού θα εξασφαλιστούν οι λειτουργικοί πόροι των μεγάλων αυτών Μουσείων; Η ιδιωτική χορηγία είναι μια από τις προτεινόμενες λύσεις και ασφαλώς είναι ευπρόσδεκτη. Επ’ ουδενί όμως δεν θα πρέπει να αναδειχθεί ως η εγγυήτρια της βιωσιμότητας των Μουσείων. Η ιδιωτική χορηγία υφίσταται άλλωστε ως θεσμός από πάντα. Τι εμποδίζει, λοιπόν, τη χρήση της στο ήδη υπάρχον πλαίσιο; Μήπως αυτό που εντέλει χρειάζεται είναι απλώς να αναθεωρηθεί ο τρόπος που ήδη λειτουργεί στη χώρα μας, αντί να μεταλλαχθεί η νομική, και όχι μόνον, υπόσταση του επιχορηγούμενου;
Ένα άλλο μείζον θέμα που μας απασχολεί κ. Πρωθυπουργέ είναι ότι ο ΟΔΑΠ (πρώην Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων) θα στερηθεί τα έσοδα των μεγάλων Μουσείων, μέρος των οποίων διανέμονται στα υπόλοιπα μικρότερα περιφερειακά μουσεία της χώρας. Τι θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση; Θα αυξηθεί η κρατική χρηματοδότησή τους ή θα κλείσουν οριστικά;
Επίσης, επανειλημμένα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η μετατροπή των πέντε μεγάλων Δημόσιων Μουσείων σε ΝΠΔΔ θα προσδώσει σε αυτά διοικητική ευελιξία, ώστε να ενεργούν άμεσα και αποτελεσματικά χωρίς αγκυλώσεις. Κατά τη γνώμη μας, το εξαιρετικά πλούσιο έργο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κάθε άλλο παρά διοικητικές αγκυλώσεις ή δυστοκίες καταδεικνύει. Αντιθέτως, ας μην ξεχνάμε πως μεγάλο μέρισμα ευθύνης στην όποια δυσλειτουργία του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου πρέπει να αποδοθεί σε ένα ΝΠΔΔ του ΥΠΠΟΑ, το πρώην ΤΑΠΑ. Για παράδειγμα, χάρη στις «άμεσες» ενέργειές του, τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν λειτουργεί το αναψυκτήριο του ΑΜΘ, κάτι που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στους επισκέπτες!
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέλημα του νομοθέτη και των εκάστοτε κυβερνήσεων είναι η διασφάλιση του κρατικού χαρακτήρα των Μουσείων, γεγονός που εγγυάται τον εθνικό προσανατολισμό της πολιτιστικής πολιτικής του κράτους. Για τον λόγο αυτόν, η διοίκησή τους γινόταν ανέκαθεν από κρατικούς λειτουργούς και όχι από Διοικητικά Συμβούλια που θα αλλάζουν κάθε φορά μαζί με τις κυβερνήσεις.
Με αυτή την επιστολή, εμείς οι εργαζόμενοι του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης θέλουμε να επισημάνουμε πως ως κρατικοί λειτουργοί εργαζόμαστε μέσα στο πλαίσιο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προβάλλοντας και προστατεύοντας με απόλυτη επιτυχία τις συλλογές του μουσείου για τις γενιές του σήμερα αλλά και του αύριο. Δηλώνουμε πως τα μεγάλα δημόσια μουσεία της χώρας, στα οποία το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει από την ίδρυσή του μεγάλο μέρος κρατικών πόρων και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού όλων των ειδικοτήτων, αποτελούν ανεκτίμητη εθνική παρακαταθήκη και πιστεύουμε πως έτσι πρέπει να παραμείνουν.
Με βαθύ σεβασμό,
Οι εργαζόμενοι του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης