Γιατί δεν μίλησαν οι δημοσιογράφοι για την άνοδο του χιτλερισμού; Γιατί δεν προειδοποίησαν τον κόσμο για την παραφροσύνη και τη βαρβαρότητα; Αναρωτιόμουν πάντοτε και μόλις έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του γάλλου δημοσιογράφου Daniel Schneidermann πήρα τις απαντήσεις μου και κυρίως, γιατί «η κάλυψη του χιτλερισμού», όπως λέει ο συγγραφέας, «είναι μια πανωλεθρία του ρεπορτάζ».
Γράφει η δημοσιογράφος Νατάσα Καραθάνου
Όταν λοιπόν το 1933, ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, 200 περίπου ξένοι δημοσιογράφοι είναι διαπιστευμένοι στο Βερολίνο. Σχεδόν κανείς δεν μιλάει όταν αρχίσουν να μαίνονται οι διώξεις εναντίον Εβραίων και αντιφρονούντων, προσπαθώντας να τα έχουν καλά με την εξουσία. Μόνο μία γυναίκα δημοσιογράφος, η αμερικανίδα Dorothy Thompson προσπαθεί να προειδοποιήσει τον κόσμο για τον Χίτλερ, «μια αστραπή οργής που φωτίζει τα μαύρα χρόνια» αλλά φυσικά, δεν είναι αρκετή μπροστά στη θηριωδία.
Και οι υπόλοιποι τι κάνουν; Τίποτα! Υποβαθμίζουν τα γεγονότα και ακόμη και το Associated press έχει στη δούλεψη του φωτογράφο που είναι και αξιωματικός των ΕΣ ΕΣ, όπως αποκαλύφθηκε σε έρευνα το 2017, με λεπτομέρειες για την έκταση των συμβιβασμών του AP με τους ναζί ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το Πρακτορείο τη λειτουργία του στη Γερμανία.
Τι άλλο μπορεί να έπαιξε ρόλο; Ο συγγραφέας παρομοιάζει την τότε κατάσταση με «τα ναυάγια των σκαφών με μετανάστες σήμερα που οι εφημερίδες τα περνούν στα ψιλά γιατί η ιστορία είναι πάντα η ίδια».
«-Και πιστεύεις ότι θα έπρεπε να κάνουν περισσότερο ντόρο;
-Καλή ερώτηση . Η επανάληψη κουράζει τους αναγνώστες, ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους. Το ίδιο και τους δημοσιογράφους. Κανείς δεν έχει διάθεση να γράφει και να διαβάζει κάθε μέρα το ίδιο άρθρο.
Αν θέλω να είμαι δίκαιος, οφείλω να αναγνωρίσω ότι αυτός ο επιβαρυντικός παράγοντας, έπαιξε κάποιο ρόλο στη μιντιακή συσκότιση της εξόντωσης».
Σοκαριστικό! Και μεγάλη αλήθεια. Όπως και η επισήμανση ότι «ακόμα και οι καλύτεροι ρεπόρτερ μπορεί να υποταχθούν στη γραμμή που τους επιβάλλει η διεύθυνση της εφημερίδας τους. Ότι κάθε δημοσιογραφικό κείμενο συνυπογράφεται , στην πράξη, από τον επίσημο συντάκτη και από έναν αόρατο συν- συγγραφέα: το αφεντικό του».
Μόνο οι… εμμονικοί για τον Schneidermann μπορούν να σώσουν την χαμένη αξιοπρέπεια και να συμβάλλουν σε αλλαγές.
«Αυτοί που κινούν την ιστορία είναι οι εμμονικοί. Οσοι καταγγέλλουν την πρακτική της φοροδιαφυγής είναι εμμονικοί. Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι εμμονικοί. Οι ακτιβιστές και οι δημοσιογράφοι που φωνάζουν ακατάπαυστα για την κλιματική αλλαγή είναι εμμονικοί. Οι εθελοντές που σώζουν μετανάστες στη Μεσόγειο είναι εμμονικοί. Οι ακτιβιστές που σημαίνουν σήμερα συναγερμό για την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της Google και της Amazon, φωνές βοώντων εν τη ερήμω, είναι εμμονικοί. Δεν είναι αστείοι. Συχνά δεν ξέρουν καν να γελούν. Δεν είναι χαριτωμένοι και δεν έχουν καμία διάθεση για χιούμορ».
Γιατί δεν μίλησαν λοιπόν; «Ήταν η λογοκρισία, τα αφεντικά του Τύπου, ο φόβος της απέλασης, η έγνοια να προστατεύσουν τις πηγές τους, το κόμπλεξ των ξένων αστών μπροστά σε ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα , η γνωσιακή αδυναμία να συλλάβουν το αδιανόητο»;
Για τον Schneidermann, η μεγαλύτερη αποτυχία των δημοσιογράφων ήταν «η ανικανότητά τους να δώσουν πρόσωπο στα θύματα- ιδρυτικό αντανακλαστικό του επαγγέλματος». Όλα εκείνα τα χρόνια, οι διωκόμενοι Εβραίοι απανθρωποποιούνται από τον Τύπο. «Ουσιαστικά ούτε ένα πρόσωπο, ούτε μία φωνή, ούτε ένα πορτρέτο, ούτε μία χαρακτηριστική φωτογραφία, ούτε μία προσπάθεια να αποκτήσουν οι διωκόμενοι σάρκα και οστά».
Και όλοι οι δημοσιογράφοι γύρω από τον Χίτλερ να μη ρωτούν το αυτονόητο που το έκανε μόνο ένας, Georges Duhamel της Le Figaro: «Κύριε Χίτλερ, τι θέλετε να κάνετε τους Εβραίους;». Τόσο απλά, κι όμως, κανένας από τους μεγαλοδημοσιογράφους που βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χίτλερ, δεν του έθεσε την ερώτηση:
«Τους απαγορεύετε να μείνουν, τους απαγορεύετε να φύγουν, πολύ ωραία, οπότε, τι θα τους κάνετε τους Εβραίους;»
Όσο κι αν φαίνεται εύλογη η ερώτηση, μπορεί και αφελής και αθώα, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να «κακοκαρδίσει» τον Χίτλερ… Διαχρονική δημοσιογραφική συμπεριφορά απέναντι στην εξουσία αλλά ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα κάποιοι «εμμονικοί».