Του Δημοσθένη Δαγκλή*
Ελέω πανδημίας βιώνουμε καθημερινά την αύξουσα εξαθλίωση των πολλών και τη συνακόλουθη αντιδημοκρατικότητα της εξουσίας σε όλους τους τομείς. Η τάση αυτή έχει δρομολογηθεί από αρκετό καιρό –γενετικά μάλιστα συναρτώμενη με την προϊούσα καταστροφή του βιοτικού πλανήτη– με κάποιες κατά καιρούς μικρές αλλά πάντα ελπιδοφόρες κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις κυρίως στη Λ. Αμερική.
Η παγκόσμια αυτή τάση έχει επιταχυνθεί τελευταία, λόγω πανδημίας, μέσα από την περίφημη «κατάσταση εξαίρεσης». Στη χώρα μας επιπλέον η συγκυρία μιας ανελέητης νεοδεξιάς κυβέρνησης, που αποδεικνύει συνεχώς το ενδιαφέρον της μόνο για τους λίγους και εγκληματική αδιαφορία για τη ζωή των πολλών, επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση.
Η μακροπρόθεσμη στόχευση όμως αυτής της τάσης με την οποία θέλει να διασφαλίσει το μέλλον της δεν είναι πάντα τόσο εμφανής και λόγω των άμεσων προτεραιοτήτων υγείας που εν μέρει την επισκιάζουν. Αυτή αφορά κυρίως τους σημερινούς νέους και τις μελλοντικές γενιές. Πρόκειται για την ιδεολογία του σημερινού συστήματος παγκοσμιοποίησης που πρέπει πάντα να εξασφαλίζει την επιβολή του στις ατομικές συνειδήσεις και να αποτρέπει την αμφισβήτηση, τη διαμαρτυρία, την εξέγερση.
Η επιβολή αυτή του ολιγαρχισμού των «εκλεκτών» για τη θεμελίωσή της, εκτός από τον φόβο και τον αποκλεισμό, απαιτεί και επέμβαση στη νοητική σκεύη του ατόμου μέσω της παιδείας του πληθυσμού, ώστε να μετατρέπεται σε αποδεκτή «αλήθεια». Η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι οι απώτεροι δύο στόχοι.
Η σημερινή κυριαρχία του εικονικού κυβερνοκόσμου με τη δημιουργία του «ψηφιακού (μετα-)ανθρώπου» αποτελεί το κατάλληλο έδαφος γι’ αυτόν τον σκοπό λόγω των αρνητικών ανθρωπολογικών επιπτώσεων του «κόσμου» αυτού (π.χ. αποδυνάμωση των χρονικοτήτων «παρελθόν-μέλλον», κυριαρχία του «παρόντος», αναφομοίωτα εισερχόμενα στοιχεία συνείδησης, αδυναμία ιστορικών καθορισμών και κοινωνικών συναρτήσεων, κ.ά.). Η επικράτηση της νέας γλώσσας και της «ιδεολογίας του παρόντος» υπηρετούν έξοχα τους παραπάνω δύο στόχους. Ηδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, πριν από κάθε υποψία περί ψηφιακού ανθρώπου στο περίφημο, ζοφερό «1984», ο Όργουελ έγραφε για την επιθυμία του καθεστώτος «να καταργηθούν οι λέξεις που το νόημά τους δεν ήταν ορθόδοξο… και η νέα γλώσσα προοριζόταν όχι να σβήσει, αλλά να περιορίσει το πεδίο της σκέψης».
Από άλλο παράλληλο επίπεδο προσέγγισης καθίσταται πολιτικά εμφανέστερη η σχέση κεφάλαιο – γνώση, όπου στην εποχή μας η δεύτερη –κυρίως η τεχνοεπιστημονική– ενίοτε σχεδόν ταυτίζεται με το πρώτο. Την παρατηρούμενη σήμερα ταχεία απομάκρυνση των άκρων της απόστασης «πλούσιοι – φτωχοί» ακολουθεί μία παρόμοια απομάκρυνση των αντίστοιχων άκρων της απόστασης «γνώση – άγνοια (ή ημιγνώση)».
Στον συσχετισμό των παραπάνω αποστάσεων φαίνεται η σχέση τους, δηλαδή ότι οι εκλεκτοί της γνώσης και οι εκλεκτοί του χρήματος αναπτύσσονται παράλληλα. Η κατεύθυνση είναι προς έναν μελλοντικό κόσμο που διαιρείται σε μια μικρή παγκόσμια αριστοκρατία της γνώσης και της εξουσίας, αποτελούμενη από τους επιστήμονες και αυτούς που τους χρηματοδοτούν, ενώ από την άλλη υπάρχει ένας αριθμός ανθρώπων που συνεχώς μεγαλώνει, οι οποίοι είναι αποκλεισμένοι από τη γνώση και απλοί (στον βαθμό που μπορούν) καταναλωτές.
Το εκπαιδευτικό πολυνομοσχέδιο της νεοδεξιάς κυβέρνησης με τους αποκλεισμούς και την ταξική μετατόπιση δυνατότητας πρόσβασης στην ανωτάτη εκπαίδευση υπηρετεί αυτή την πορεία. Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονται και οι προηγούμενες εκπαιδευτικές αλλαγές, όπως η κατάργηση κάποιων σχολικών μαθημάτων κ.ά. Η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση πάντα βέβαια βλάπτουν τους πολλούς και συνιστούν τον κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα της «μεταδημοκρατίας». Τελευταίο μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση αγγλόφωνου προπτυχιακού προγράμματος σπουδών στην Ιατρική σχολή του ΑΠΘ με δίδακτρα (κάποιες χιλιάδες ευρώ τον χρόνο). Αφορά ξένους φοιτητές, αλλά είναι πιθανόν μελλοντικά να συμπεριλάβει και Ελληνες. Στο ίδιο πνεύμα έχει ήδη ανοίξει δρόμο ο πρόσφατος νομοθετικός οδοστρωτήρας της εξίσωσης σπουδών και δικαιωμάτων των ιδιωτικών κολεγίων με τα μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας. Η καταρράκωση της υγιούς αξιοκρατίας, η εμπορευματοποίηση και η ταξική διάκριση είναι σαφείς.
Με ευρύτερη ιστορική φιλοσοφική διάθεση μπορούμε να εντάξουμε όλα τα παραπάνω ως ένα επεισόδιο στη μακρόχρονη δημιουργία της «ημιμόρφωσης», που με εξαιρετική διαύγεια όρισε και πραγματεύτηκε πριν από χρόνια ο Αντόρνο, κατά τον οποίο αυτή περιλαμβάνει «τα εμπορευματοποιημένα αντικειμενοποιημένα περιεχόμενα της μόρφωσης σε βάρος της περιεκτικότητάς τους σε αλήθεια και της ζωντανής τους σχέσης με ζωντανά υποκείμενα». Κατά τον ίδιο η αληθινή μόρφωση «δεν έχει άλλη δυνατότητα επιβίωσης παρά μόνο τον κριτικό αναστοχασμό πάνω στην ημιμόρφωση στην οποία αναγκαστικά οδηγήθηκε».
Η γνώση για τις συνθήκες υπό τις οποίες ενεργούμε στη ζωή καθορίζεται από τις πληροφορίες που δεχόμαστε. Στη μεταδημοκρατική όμως εποχή η επιρροή μας σε αυτές (πρέπει να) είναι περιορισμένη, αφού μεγάλο μέρος τους (πρέπει να) αποτελεί ιδιοκτησία των ολίγων. Η βραδυφλεγής αυτή κοινωνικομεροληπτική συμπεριφορά μπορεί να εκφραστεί συμπυκνωμένα με τα λόγια του Γκαίτε, ότι «η αλήθεια ανήκει στους ελάχιστους».
Ομως, το μέλλον των λαών και του πλανήτη δεν μπορεί βέβαια να ανήκει στο μέλλον μεγάλων ή μικρών ελίτ. Οπως και για κάθε άλλο θέμα προηγείται η συνειδητοποίηση αυτής της εξέλιξης και ακολουθούν η αμφισβήτηση, η διαμαρτυρία και η εξέγερση. Ακριβώς στη δυνατότητα αυτής της διαδικασίας επιτίθεται με κάθε τρόπο η σημερινή κυβερνητική πολιτική.
* φυσικός, διδάκτωρ φιλοσοφίας
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών