Το ξέρω, λίγες ώρες μετά από τις εικόνες που είδαμε, την εικόνα του μπάτσου που κοπανούσε την ανθοδέσμη, είναι λίγο άβολο να απαιτείς ασκήσεις ακριβολογίας. Αλλά τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να είμαστε πιο ψύχραιμοι/ες, πιο ακριβείς, πιο εύστοχοι/ες από ποτέ.
Αυτό που έχουμε απέναντί μας λοιπόν δεν είναι μια χούντα – για αυτό άλλωστε μπορούμε και να φωνάζουμε δημοσίως το αντίθετο. Αυτό που έχουμε απέναντί μας είναι μια αστική κυβέρνηση, από ένα παραδοσιακό δεξιό κόμμα, το οποίο ασκεί, θεσμικά και έμπρακτα, μια όλο και πιο βίαιη κατασταλτική πολιτική, φτάνοντας οριακά ως την αμφισβήτηση της δεδομένης έννομης ή και συνταγματικής τάξης. Πολύ ξύλο και πολλή τσογλανιά, με δυο λόγια.
Εντάξει, μπροστά στην τόση βία και τον τόσο παραλογισμό, δεν θα χαλάσει η μαρξιστική τάξη των πραγμάτων αν λέμε και μια κουβέντα παραπάνω. Σύμφωνοι: αν όμως μιλάμε συνέχεια για ακροδεξιές, παρακράτη, φασισμούς και δικτατορίες, θα ξεχάσουμε τελικά να απαντήσουμε στο πιο ενδιαφέρον, το πιο κρίσιμο πολιτικά ερώτημα: γιατί μια νόμιμη, φρεσκοεκλεγμένη κυβέρνηση, η οποία δεν αμφισβητείται ουσιαστικά από κανέναν, επιλέγει να ασκεί τόση βία; Αν και το ζήτημα της καταστολής (μαζί φυσικά με την πανδημία) μονοπωλεί εδώ και μήνες τον λόγο της ανταγωνιστικής αριστεράς, οι απαντήσεις μας στο προφανές αυτό ερώτημα παραμένουν, φοβάμαι, κάπως επιφανειακές.
Τί εννοούμε όταν φωνάζουμε για χούντες;
Σχηματικά, σε βαθμό καρικατούρας, διακρίνω δυο λογιών απαντήσεις. Από τη μια, έχουμε την πάντα-έτοιμη απάντηση του «φόβου των αστών»: μπροστά στην κρίση που έρχεται, το καθεστώς οχυρώνεται ενόψει της λαϊκής οργής που αναπόφευκτα θα ξεσπάσει. Ακόμα και αν σήμερα οι εκφραστές αυτής της οργής είναι μια μειοψηφία, το κράτος επιλέγει να τους καταστείλει, γιατί οι σημερινοί μας αγώνες είναι οι πρώτες σταγόνες από τις καταιγίδες που έρχονται. Μπορεί. Πάντως, τόσος κόπος για μια πρόβα, ούτε στα καλύτερα θέατρα.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια διαμετρικά αντίθετη ανάγνωση της «χουντοποίησης»: εδώ ο «λαός» δεν είναι ο αιώνιος αντάρτης που κάποια στιγμή θα ξεσηκωθεί, αλλά η σιωπηρή πλειοψηφία των κυρ-Παντελήδων που νοιάζονται μόνο για τη βόλεψή τους και μισούνε κάθε τι διαφορετικό. Για αυτό, στηρίζουν μια κυβέρνηση ακροδεξιών καθαρμάτων, η οποία καταστέλλει κάθε μειοψηφική φωνή αλληλεγγύης. Στην πιο λάιτ εκδοχή, ο λαός μπορεί από «μόνος του» να μην είναι τόσο κακός, αλλά ξεγελιέται από τα ψέματα των ΜΜΕ.
Το ξαναλέω, το παραπάνω σχήμα είναι μια καρικατούρα, ένα συνηθισμένο δίπολο ανάμεσα σε μία «αριστερίστικη» και μία «δεξιά άποψη», για να βγεις μετά και να πεις τη μόνη ορθή «αριστερή γραμμή». Νομίζω όμως ότι το σκίτσο αυτό αντανακλά κάποια χαρακτηριστικά της εξ αριστερών κριτικής στην κρατική καταστολή. Και μάλιστα, ότι υπάρχουν αληθινά στοιχεία και στις δυο πλευρές.
Σίγουρα, όποιο καθεστώς επενδύει στην καταστολή, αποπνέει περισσότερο ανησυχία, παρά αυτοπεποίθηση. Δεν μπορούμε όμως να ξεχνάμε ότι το σημερινό καθεστώς, η σημερινή κυβέρνηση, βασίζονται πολύ περισσότερο στη συναίνεση, στην πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία, στην ήττα της αριστερής εναλλακτικής κατά την αμέσως προηγούμενη ιστορική φάση, παρά στην καταστολή. Όχι γιατί έτσι μας δίδαξε ο Γκράμσι ή ο Αλτουσέρ, αλλά γιατί έτσι είναι εκεί έξω: μια ευάριθμη ομάδα της κοινωνίας στηρίζει ανοιχτά την κυβέρνηση, ενώ μια μεγάλη πλειοψηφία συναινεί και την ανέχεται, γιατί δεν αναγνωρίζει καμία άλλη υπαρκτή εναλλακτική.
Όσοι λοιπόν μιλάνε για χούντες που ορθώνονται ενάντια στον λαό, κάνουν σκιπ μια ολόκληρη φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης και μιλούν να έχει αυτή ήδη φτάσει στο επίπεδο που μόνο η καταστολή μπορεί να την αντιμετωπίσει. Κατά συνέπεια, συγχέουν τους σημερινούς αγώνες, δηλαδή εν πολλοίς τη δράση της πολιτικής αριστεράς, με την ταξική πάλη και απομακρύνονται ακόμα περισσότερο από τη δεύτερη. Όσο περισσότερο μιλάς εξ ονόματος του λαού, τόσο αποξενώνεσαι από αυτόν.
Πόσο μάλλον, όταν μιλάς για χούντα: τόσο ηλίθιος είναι λοιπόν αυτός ο λαός που κυβερνάται από μια χούντα και παρόλα αυτά το καταλαβαίνουν κι αντιστέκονται μόνο δέκα χιλιάδες νοματαίοι; Τί μπορεί να προσδοκά κανείς από έναν τέτοιο λαό; Πώς περιμένεις να σε αγαπήσει και να σε εμπιστευθεί κάποιος που τον θεωρείς τόσο ηλίθιο;
Η καταστολή ως ιδεολογικός μηχανισμός
Σε αυτό το ζήτημα τουλάχιστον, η δεύτερη ερμηνεία, η «δεξιά» ας πούμε, είναι πιο συνεπής. Ναι, ο λαός είναι ηλίθιος απαντά, και για αυτό όχι μόνο ανέχεται την «χούντα», αλλά την ψήφισε κιόλας.
Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση εκλέχθηκε με ένα πρόγραμμα ρητά βασισμένο στο «νόμο και την τάξη». Ότι υποσχέθηκε περισσότερη καταστολή απέναντι στις πορείες, τις καταλήψεις, τους μετανάστες, τα πανεπιστήμια, ακόμα και από αυτή που σήμερα εφαρμόζει. Ότι το κοινό της δεξιάς διψάει για περισσότερο αίμα και ότι η κυβέρνηση αυτή πασχίζει πραγματικά να του το προσφέρει.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκλογές του 2019 δεν κερδήθηκαν πάνω στο δίπολο τάξη ή ελευθερίες: κερδήθηκαν πάνω στο ερώτημα ποιος διαχειριστής είναι καλύτερος στην εφαρμογή μιας δεδομένης πολιτικής. Η Νέα Δημοκρατία δεν κατέβηκε στις εκλογές με αφίσα ένα μπάτσο να κοπανάει μια ανθοδέσμη, αλλά με υποσχέσεις για ιδιωτικές επενδύσεις, ανάπτυξη, δουλειές. Και αφού κανείς δεν μπορούσε πια να πείσει για τη δυνατότητα δημόσιων επενδύσεων, παραγωγικού μετασχηματισμού και καθολικής εργασίας, εύλογα τις κέρδισε.
Ο «νόμος και η τάξη» είχαν σαφώς μια κομβική θέση σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό πλέγμα: αν θέλουμε ιδιωτικές επενδύσεις, αν θέλουμε η χώρα μας να απογειωθεί, θα πρέπει επιτέλους να ξεκόψουμε από όλες τις χρόνιες παθογένειες που μας κρατάνε δέσμιους, τους συνδικαλισμούς, τις πορείες, τις καταλήψεις. Οι επενδυτές δεν πρέπει να είναι όμηροι μικρών μειοψηφιών, τα πανεπιστήμια πρέπει να γίνουν θερμοκήπια καινοτομίας και όχι άντρα αντικαθεστωτικού αγώνα. Σε αυτό το πλαίσιο και μόνο, η καταστολή αποκτά το νόημά της, νόημα πολιτικό, ιδεολογικό, ταξικό. Έξω από αυτό, το χάνει.
Ενώ λοιπόν η δεξιά επανήρθε φορτσάτη στην κυβέρνηση γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες, ενάμιση χρόνο μετά, δεν έχει καταφέρει τίποτα: ούτε δουλειές, ούτε ανάπτυξη, ούτε εθνική υπερηφάνεια. Ακόμα και το εμβληματικό Ελληνικό, ή οι Σκουριές, παραμένουν λίγο – πολύ εκεί που τα άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πανδημία που μεσολάβησε δεν θα μας αφήσει ποτέ να μάθουμε τί θα γινόταν χωρίς αυτή – το πιο πιθανό, λένε οι δικοί μας οικονομολόγοι, είναι ότι θα είχαμε ούτως ή άλλως μια νέα φάση κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, αντί για εκρηκτική ανάπτυξη και δημοσιονομική σταθερότητα, έχουμε μια τεράστια ύφεση και μια νέα εκτίναξη του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Δεν έμειναν λοιπόν πολλά υλικά από την αφήγηση της επελαύνουσας δεξιάς, πέρα από την καταστολή.
Ακόμα και έτσι ωστόσο, την καταστολή θα πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε στο ιδεολογικό και πολιτικό της πλαίσιο. Άλλωστε, οι ιδεολογικοί και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους δεν χωρίζονται με συρματένιους φράχτες, μας προειδοποιούσαν κάποτε οι θεωρητικοί: η καταστολή παραμένει για την κυβέρνηση ένα ιδεολογικό εργαλείο στο πλαίσιο του πολέμου της ενάντια στην so called «αριστερή ηγεμονία». Μέσω της καταστολής, η κυβέρνηση προσπαθεί να στρέψει την προσοχή της κοινωνίας στον «εσωτερικό εχθρό», αυτόν που ευθύνεται για όλα τα κακά. Για τα μαγαζιά που κλείνουν δεν φταίει η φτώχεια ή το λοκ ντάουν, αλλά οι πορείες στο κέντρο. Για την εκπαίδευση που διαλύεται, οι πίθηκοι καταληψίες. Για το κακό δημόσιο, οι συνδικαλιστές. Για την ανεργία, οι νόμοι που προστατεύουν την εργασία.
Όσο βέβαια η κυβέρνηση αδυνατεί να συνοδεύσει την καταστολή με θετικά αποτελέσματα, να δημιουργήσει πχ δουλειές, τόσο η καταστολή θα χάνει τον πολιτικό και ιδεολογικό της πλαίσιο και θα εμφανίζεται ως ένας καθαρός μηχανισμός βίας. Παράλληλα όμως, τόσο θα εθίζεται το κράτος σε αυτήν, τόσο θα τη χρειάζεται απέναντι σε μια όλο και πιο ανήσυχη κοινωνία, τόσο θα τη χρησιμοποιεί για να υποκαθιστά μια εύθραυστη ηγεμονία. Και εκεί, ίσως, θα φτάσουμε πραγματικά στους αστούς που τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε.
«Οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά»…
Προτού όμως φτάσουμε εκεί, έχουμε να ανησυχούμε για άλλους, πιο απτούς κινδύνους για το κίνημα.
Το ξέρω πως οι δέκα χιλιάδες τύποι και τύπισσες που ανήκουν στο μάχιμο προσωπικό της ανταγωνιστικής αριστεράς, δεν θα κωλώσουν μπροστά στην καταστολή. Το αποδείξανε στις 17 Νοέμβρη, στις 6 Δεκέμβρη, θα το αποδείξουν όποτε χρειαστεί. Το ξέρω και νιώθω περήφανος για αυτό. Εκείνο που φοβάμαι είναι το εξής: σε μια στιγμή που η ανταγωνιστική αριστερά βρίσκεται στο ναδίρ της κοινωνικής της αποδοχής και αναγνωρισιμότητας, όταν δεν μας ξέρει ούτε η μάνα μας δηλαδή, ένας διαρκής πόλεμος με τις κατασταλτικές δυνάμεις, μπορεί να περιορίσουν ακόμα περισσότερο τους διαύλους που έχουμε με την κοινωνία, με την εργατική τάξη.
Η απαγόρευση των πορειών για παράδειγμα, μπορεί να καταστήσει την κοινωνική διαμαρτυρία ένα εξτριμ σπορ για μυημένους, ενώ το κοινό, ακόμα και αν είναι με το μέρος μας, θα κοιτάζει μουδιασμένα το ματς. Η ταξική πάλη θα υποκατασταθεί από ηρωικές εξόδους και συγκρούσεις. Και τότε, μπορεί να μην φοβηθούμε, αλλά σίγουρα θα ηττηθούμε. Οι μπάτσοι πάντα θα είναι περισσότεροι.
Ακόμα περισσότερο, αν εστιάζουμε τόσο πολύ στην καταστολή, που εν τέλει ο λόγος μας «σαν φακός τη μεγεθύνει», μήπως με αυτό τον τρόπο παίζουμε κι εμείς άθελά μας το παιχνίδι της; Μήπως λέμε: αν δεν είσαι ήρωας, μην κατεβαίνεις στην πορεία γιατί αυτοί οι τρελοί μπάσταρδοι μπορεί και να σε σακατέψουν;
Δε λέω με τίποτα να κρύψουμε την αλήθεια, λέω να μην υπερβάλλουμε για τις δυνατότητές τους. Ούτε φυσικά να κάνουμε πίσω. Το αντίθετο: η αμφισβήτηση της απαγόρευσης στις 17 Νοέμβρη και στις 6 Δεκέμβρη νομίζω ότι άνοιξε, δεν έκλεισε, διαύλους με ένα μέρος της κοινωνίας που αντιπαθεί αυτόν τον κατασταλτικό κατήφορο. Ένα μέρος ίσως μειοψηφικό σήμερα, άλλα σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από το σύνηθες κοινό της άκρας αριστερά. Άρα, καλά το κάναμε. Από την άλλη, ο κίνδυνος της ανάθεσης και της απομόνωσης παραμένει υπαρκτός, να τον έχουμε στο νου μας.
Ενάντια στην καταστολή, ενάντια και στις υπερβολές
Όλη η παραπάνω επιχειρηματολογία μοιάζει να ξεκίνησε από το ένα άκρο, το «δεξιό», για να καταλήξει στο άλλο, το «αριστερίστικο»: η καταστολή, από ιδεολογία της δεξιάς μετατρέπεται σε πραγματικό εργαλείο καταπίεσης. Όχι όμως για να πει ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, αλλά για να υποδείξει ότι η αλήθεια είναι αλλού. Η καταστολή είναι ταυτόχρονα και ιδεολογικό εργαλείο, και σύμπτωμα αδυναμίας του αντιπάλου. Μια αποτελεσματική αντικατασταλτική πολιτική προσπαθεί να κινηθεί με ευλυγισία ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους.
Τη μια στιγμή να αντιμετωπίζει την καταστολή με σχετική αυτονομία, να αμφισβητεί έμπρακτα τις απαγορεύσεις, να αναδεικνύει τις νομικές αντιφάσεις, τη βία, τις ακραίες πρακτικές, ώστε να χρησιμοποιεί την όξυνση της καταστολής ως επιχείρημα ενάντια στη συναίνεση. Να μην θεωρούμε ποτέ την καταστολή ως κάτι αναπόφευκτο, ως φυσικό φαινόμενο ενός πάντα κακού κράτους, μιας ακραία δεξιάς κυβέρνησης. Να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την καταστολή εντός μιας αστικής δημοκρατίας όχι ως τον κανόνα, αλλά ως την εξαίρεση. Να μην μιλάμε δηλαδή για χούντες, αλλά για τη δημοκρατία, την αστική δημοκρατία.
Από την άλλη, θα πρέπει να διαβάζει την καταστολή στο πολιτικό της πλαίσιο. Κανείς, λέω, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την καταστολή, αν δεν αμφισβητήσει το ΤΙΝΑ, αν δεν αποδείξει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, με περισσότερες δουλειές και λιγότερη ανεργία και ότι αν κινηθούμε στο δρόμο αυτόν, οι απεργίες, οι πορείες και οι καταλήψεις δεν θα είναι εμπόδια, αλλά προωθητικές δυνάμεις. Ότι η καταστολή είναι ενάντια στα συμφέροντα της εργασίας. Γιατί, όση βία, όσο πόνο και όσο θάνατο και να προκαλεί η κρατική καταστολή, δεν είναι τίποτα μπροστά στην ανεργία. Δεν χρειάζεται όμως εμείς ούτε να συγκρίνουμε, ούτε διαλέξουμε τί είναι πιο σημαντικό, ακριβώς γιατί η καταστολή είναι άρρηκτα δεμένη με την ανεργία, δηλαδή με την καπιταλιστική κρίση και τη διαχείρισή της.
Όταν, αντίθετα, απομονώνουμε την καταστολή από το ταξικό της πλαίσιο, όταν την αντιμετωπίζουμε ως μια πολιτική επιλογή, όταν την βλέπουμε από τη στενή σκοπιά ενός πολέμου μεταξύ του κράτους και ημών, όταν την φετιχοποιούμε και την ιεραρχούμε ως το κεντρικό ζήτημα, τότε, εύκολα καταλήγουμε στο αυτονόητο συμπέρασμα: ε, ας απαλλαγούμε τουλάχιστον από αυτούς τους ακροδεξιούς φονιάδες και τα υπόλοιπα τα βλέπουμε μετά.
Εκεί καταλήγουν συνειδητά πολλές από τις ειλικρινείς αντικατασταλτικές φωνές που προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ και την κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας – και καλά κάνουν από τη σκοπιά. Εδώ, μια λάθος ερμηνεία έρχεται να υποστηρίξει μια λάθος θεωρία, αυτή της ΤΙΝΑ: αν δεν υπάρχει εναλλακτική, ας κρατήσουμε τουλάχιστον το μικρότερο κακό, ας πέφτει έστω λιγότερο ξύλο. Εκεί όμως καταλήγει, ακόμα και χωρίς να το θέλει, και το σκεπτικό όλων όσων μιλάνε για «χούντες» και «δικτατορίες», όχι για να στηρίξουν το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για να ακουστούν πιο δυνατά, πιο ριζοσπαστικά: όταν απέναντί μας έχουμε μια δικτατορία, τότε πάντα αυτό που επείγει είναι να απαλλαγούμε από αυτήν. Πώς θα απαλλαχθούμε; Μάλλον με τον ίδιο τρόπο που αυτή «εγκαθιδρύθηκε», δηλαδή με εκλογές.
Εδώ λοιπόν, στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής πολιτικής, στο έδαφος του μαρξισμού, οι λάθος αναγνώσεις καταλήγουν σε λάθος πολιτικές – και μάλιστα μερικές φορές στις διαμετρικά αντίθετες από αυτές που επιδιώκουν. Για εμάς, δεν υπάρχει χρήσιμο ψέμα, δεν βοηθά καμία υπερβολή. Όπως καλά γνωρίζουμε, η μόνη επαναστατική θέση είναι η αλήθεια. Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στο δύσκολο δρόμο να κατανοούμε την καταστολή μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο χωρίς της ευκολίες της χουντολαγνείας, να την πολεμούμε με τρόπο ενσώματο χωρίς όμως να σπάμε τους δεσμούς μας με την κοινωνία, χωρίς να ξεχνάμε για ποιο λόγο, για ποιους και για ποιες, γίνονται όλα αυτά.