Αν για την πανδημία η αισιόδοξη ανακάλυψη του εμβολίου είναι ένα μεγάλο βήμα για να σταματήσει ο εφιάλτης, τίποτα δεν φαίνεται να σταματά τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων των πολιτών και την αστυνομική αυθαιρεσία. Από τα πλέον επίσημα χείλη επανέρχονται οι νύξεις και οι προτάσεις για μια ολοκληρωτική επιστροφή στα χρόνια του «ιδιώνυμου» αδικήματος. Φαίνεται ότι οι ειδικοί νόμοι με τις ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις και τις ακόμα πιο σκληρές ποινές για όσους θεωρούνται «εσωτερικός εχθρός» δεν αρκούν για το αστυνομικό κράτους που στήνει μεθοδικά η κυβέρνηση.
*Άρθρο της Άντας Ψαρρά και του Μάνου Τσαλδάρη για τη σημερινή Εφημερίδα των Συντακτών
Ενώ τα περιστατικά αστυνομικής βίας καθημερινά και από την πρώτη ημέρα ανάληψης της εξουσίας από τη Ν.Δ. πολλαπλασιάζονται, οι συνεχείς νομοθετικές πρωτοβουλίες με μοναδικό στόχο να περιορίσουν τα δικαιώματα των πολιτών και να «λύσουν τα χέρια» των δυνάμεων καταστολής οδηγούν ολοένα και περισσότερο στη συρρίκνωση του κράτους δικαίου. Εφοδοι σε σπίτια, ξυλοδαρμοί, αθρόες συλλήψεις στον σωρό, άγριες επιθέσεις σε διαδηλωτές, κακοποίηση συλληφθέντων, αναίτιες προσαγωγές, επίδειξη πυγμής για ψύλλου πήδημα συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει τη ζοφερή δεκαετία αστυνομοκρατίας του 1960.
Τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως, δεν ικανοποιεί την εμμονή της κυβέρνησης με την καταστολή, η οποία φαίνεται πως επεξεργάζεται νέες επιβαρυντικές νομοθετικές ρυθμίσεις που θα τιμωρούν αυστηρότερα όποιον «ασκεί βία κατά αστυνομικού». Ομως, τέτοια πρόβλεψη υπάρχει ήδη στη νομοθεσία. Τι παραπάνω αναζητείται; Και τι συνιστά «άσκηση βίας κατά αστυνομικού»; Αν κρίνει κανείς από τα έργα της ΕΛ.ΑΣ., τα πάντα! Μια διαδήλωση ή μια διαμαρτυρία που καταλήγει σε επέμβαση των ΜΑΤ και επεισόδια, ένα μπουκάλι νερό προς την πλευρά των αστυνομικών, μια προσπάθεια αποφυγής σύλληψης, το κοντάρι ενός πανό που κρατάει ένας διαδηλωτής…
Ο υφυπουργός της τάξης και οι συνδικαλιστές
Βούτυρο στο ψωμί της σκληρής καταστολής είναι οι ανατριχιαστικές δηλώσεις του απόστρατου αντιστράτηγου της ΕΛ.ΑΣ. και υφυπουργού Λ. Οικονόμου στο περιοδικό της ΠΟΑΞΙΑ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας).
Οι απόψεις που ξεδιπλώνει εκεί και η προαναγγελία της θέσπισης ιδιώνυμου εγκλήματος σε κάθε λογής περιστατικά «άσκησης βίας» κατά αστυνομικών υπερβαίνουν ακόμα και τις πιο ακραίες νομοθετικές ρυθμίσεις της μεταπολιτευτικής Δεξιάς.
«Η αναγκαιότητα για τον καθορισμό του ενιαίου δόγματος ασφαλείας δεν αποτελεί πλέον μόνο προσωπική διαπίστωση του κ. υφυπουργού, αλλά και κεντρική κυβερνητική επιλογή στην οποία πιστεύει ότι θα έχουμε σύντομα την ευκαιρία να αναφερθούμε αναλυτικότερα. Ειδικά ο νέος νόμος περί διαδηλώσεων βάζει τέλος σε έναν αναχρονισμό και μια κακή νοοτροπία, αδικαιολόγητη για την Ελλάδα του 2020-2030», αναφέρουν οι συντάκτες του αστυνομικού περιοδικού καλωσορίζοντας τη συνέντευξη του Λ. Οικονόμου (https://poaxia.gr/files/periodika/Poaxia_pdf_63o.pdf).
«Τα όπλα που φέρει ο αστυνομικός είναι σε ευθεία σχέση με το “consensus” του πολίτη που του το παραχωρεί -μαζί με το δικαίωμα αυτοδικίας ή εκδίκησης- για τη δημόσια ασφάλεια και την προσωπική του προστασία. Αυτού, της οικογένειάς του, της περιουσίας του. Και όχι για λογαριασμό ενός αυθαίρετου, μη νομιμοποιημένου καθεστώτος εξουσίας προκειμένου να το υπηρετεί», δηλώνει ο Λ. Οικονόμου και συνεχίζει: «Υφίσταται ακόμη και σήμερα, μισόν αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση, μια λανθασμένη αντίληψη από τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που συνηθίζουν να καταγγέλλουν την Αστυνομία ότι ασκεί αντιδημοκρατικό αυταρχισμό. Επίσης υφίσταται μια λανθασμένη αντίληψη ειδικά στην Αριστερά, όπου οι καταγγελίες για υπέρμετρη άσκηση αστυνομικής βίας λειτουργούν ως βάση νομιμοποίησης της επαναστατικότητας και της προσδοκίας που πρέπει να εμπεδώνεται στους πολίτες ως εκλογικό “εργαλείο”».
Το επίδικο έρχεται με την ερώτηση αν προωθείται η ικανοποίηση του αιτήματος του συνδικαλιστικού κινήματος των αστυνομικών για τη θεσμοθέτηση ως «ιδιώνυμου» του αδικήματος της επίθεσης εναντίον αστυνομικού. Ο υφυπουργός απαντά: «Για το συγκεκριμένο θέμα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έχει υποβάλει τις προτάσεις του προς το υπουργείο Δικαιοσύνης. Οι προτάσεις αυτές εξετάζονται από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή στο πλαίσιο των αλλαγών του Ποινικού Κώδικα και αναμένουμε τις αποφάσεις της». Παράλληλα ο υφυπουργός βεβαιώνει ότι ο νέος νόμος για την απαγόρευση των συναθροίσεων που συντάχθηκε με συνεχή συνεργασία πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου και του Αρχηγείου ψηφίστηκε για να εφαρμοστεί και όχι να παρακαμφθεί.
Οι απαντήσεις του υπ. Προ.Πο.
Απευθυνθήκαμε στο υπουργείο Προ.Πο. προκειμένου να διαπιστώσουμε αν όλα τα παραπάνω αποτελούν βασική κυβερνητική επιδίωξη. Οι απαντήσεις μπορεί να είναι σχετικά θολές, αλλά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολιών.
Μεταξύ άλλων μάς είπαν ότι οι προτάσεις είναι γενικότερες πάνω στον Ποινικό Κώδικα, ότι το θέμα που απασχολεί είναι σε ένα επιχειρησιακό επίπεδο και όλα αυτά αφορούν σκέψεις-προτάσεις που υποβάλλονται στη νομοπαρασκευαστική. «Είναι σε φάση επεξεργασίας. Δεν είναι τελειωμένη η διαδικασία. Κατανοούμε ότι σας απασχολεί το να προταθεί ιδιώνυμο, αλλά κι αυτό είναι ακόμα προς συζήτηση. Είναι μια σκέψη που έχει μπει από την πλευρά των συνδικαλιστών, ταυτόχρονα όμως μελετάται πώς αντιμετωπίζεται το θέμα σε διάφορες νομοθεσίες, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Ρωτήσαμε αν η αναφορά αυτή σχετίζεται με τους πρόσφατους νόμους του Εμ. Μακρόν στη Γαλλία που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων και μαζικές διαδηλώσεις (στη Γαλλία δεν έχει καταργηθεί το Σύνταγμα και δεν έχουν απαγορευτεί οι συναθροίσεις). Η απάντηση ήταν ότι «πρέπει να σκεφτεί κανείς εάν θα προχωρήσει σε προσαρμογή σε ένα τέτοιο μοντέλο ή όχι. Θα υπάρξει ζύμωση γι’ αυτό. Είναι πρόωρη η συζήτηση τώρα. Σε εμάς υπάρχει αυτό που ξεκίνησε (με τις κάμερες σε αστυνομικούς στις πορείες-διαδηλώσεις). Θεωρούμε ότι το αντίμετρο στα fake news στα social είναι η επιλογή που έχει ακολουθηθεί.
Είναι αυτή που την έχετε δει και στην πράξη στις τελευταίες διαδηλώσεις. Στη νομοπαρασκευαστική θα γίνουν συζητήσεις, διεργασίες, θα δημιουργηθεί γενικά μια δυναμική, θα υπάρξει ανταλλαγή απόψεων και θα πάμε σε κάποιες προτάσεις. Παραμένουμε στο μέτρο που αποφασίσαμε και που με τον τρόπο αυτό (τις φορητές κάμερες) προστατεύονται και οι αστυνομικοί και θα φαίνεται η πραγματικότητα. Διαχωρίζουμε έτσι τα fake news από κάτι που είναι πραγματικό».
Μπορεί αυτές οι απαντήσεις να αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, αλλά το όλο περιεχόμενο της συνέντευξης του υφυπουργού θυμίζει μια παλιά ανάρτηση ενός διαπιστωμένα ακροδεξιού αστυνομικού που το 2015 είχε γράψει σε γνωστό αστυνομικό ιστολόγιο ότι: «Η ανθρωποκτονία αστυνομικού θα προβλέπει την εσχάτη των ποινών στο διπλάσιο (25×2 έτη) χωρίς την αναγνώριση ευνοϊκών ρυθμίσεων ελάφρυνσης της ποινής, όπως ισχύει σε άλλες περιπτώσεις, και θα επισύρει τη δήμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων του δράστη.
Η σωματική βλάβη σε βάρος αστυνομικού θα επισύρει ποινή καθείρξεως ακόμα και για απλή σωματική βλάβη, όπως και η εξύβριση αστυνομικού οργάνου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ποινικά βαρύτερα απ’ ό,τι στους πολίτες. Πρέπει αυτά τα εγκλήματα να κηρυχθούν ιδιώνυμα και να μην αντιμετωπίζονται ως απλά, όπως σε οποιονδήποτε πολίτη. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις δεν θα πρέπει να εξαιρείται ούτε ο υπουργός ή βουλευτής ο οποίος καλύπτεται από ιδιαίτερη ασυλία».
Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο όραμα απέχει ελάχιστα από το να γίνει πραγματικότητα επί Μητσοτάκη – Χρυσοχοΐδη. Τη θέσπιση Ιδιώνυμου ζητά και ο γνωστός για τις ακραίες απόψεις του συνδικαλιστής Μπαλάσκας, που δήλωσε πρόσφατα στον ΣΚΑΪ ότι ο Χρυσοχοΐδης δεν πρέπει να «μασήσει» και ότι η Ενωση Αστυνομικών Υπαλλήλων υπέδειξε στην πολιτική ηγεσία και την κυβέρνηση να γίνει επαναφορά του Ιδιώνυμου!
«Ειδικές» διατάξεις του Ποινικού Κώδικα
Το Ιδιώνυμο με την παλιά του αποκρουστική μορφή καταργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974 στο πλαίσιο του νέου Συντάγματος της χώρας. Θεσπίστηκε στη θέση του ο νόμος που αντιμετώπιζε ποινικά με επιβαρυντικές ποινές όσους βιαιοπραγούν εναντίον των εκτελεστικών οργάνων της εξουσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό αφορούσε πλέον όλα τα όργανα του στενού δημόσιου τομέα που εφαρμόζουν και εκτελούν αποφάσεις του κράτους.
Οι επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις του νόμου με βαρύτερη τιμωρία, εξάλλου, υπάρχουν ακόμα στον νέο Ποινικό Κώδικα και συγκεκριμένα στο άρ. 167 για όποιον «με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της νόμιμης ενέργειάς του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. […] Αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο ή η πράξη έγινε από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
Ομως αυτό φαίνεται ότι δεν αρκεί στην πολιτική ηγεσία και στα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. και τώρα ανοιχτά ζητούν να οπλιστούν και με τη δυνατότητα να σέρνουν πολίτες στα κρατητήρια, περιορίζοντας ακόμα και το έργο της Δικαιοσύνης, που θα κληθεί να τιμωρεί υποχρεωτικά αυστηρότερα –ως ένδειξη βίας κατά αστυνομικού– ακόμα και κάποιον που απλά τόλμησε να αποφύγει να δεχτεί το αστυνομικό κλομπ στο κεφάλι.
Βέβαια, όταν σήμερα αίρεται η ασυλία βουλευτών ακόμα και για τοποθετήσεις τους στη Βουλή ύστερα από αίτημα μιας αστυνομικής ένωσης, επόμενο είναι να φτάνουμε σε συζητήσεις για θέσπιση Ιδιώνυμου. Με τη «συμβολική» πρώτη πράξη παραχώρησης του υπουργείου Δικαιοσύνης στον υπουργό της Αστυνομίας, με τις αθρόες προσλήψεις αστυνομικών και ειδικών φρουρών, με τη δημιουργία ειδικών αστυνομικών μονάδων που θα ελέγχουν ακόμα και τα Πανεπιστήμια και με τον πλήρη περιορισμό των ελεύθερων συναθροίσεων, των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας, των απεργιών και των διεκδικήσεων, αλλά πάνω απ’ όλα με την ανεξέλεγκτη άσκηση αστυνομικής βίας, οι Μητσοτάκης-Χρυσοχοΐδης επιβάλλουν το σκοτεινό όραμά τους στις πλάτες των πολιτών.
Αστυνομικοί θύματα και δράστες
Ζητήσαμε ένα σχόλιο σχετικά με το αίτημα επαναφοράς του Ιδιώνυμου από την καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής (Πάντειο Πανεπιστήμιο) Σοφία Βιδάλη. Η Σ. Βιδάλη υπήρξε μεταξύ άλλων και μέλος του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου των Φυλακών πριν από τη συρρίκνωσή του και τον απόλυτο έλεγχό του που επέβαλε η σημερινή κυβέρνηση.
Η βία κατά των αστυνομικών σε ώρα υπηρεσίας, ιδίως αυτή που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή τους ενώ εργάζονται, είναι πρόβλημα που απασχολεί συχνά τον δημόσιο λόγο και τις ενώσεις των αστυνομικών και είναι πράγματι κάτι που πρέπει να απασχολήσει στις πολύπλευρες διαστάσεις του. Αντί άλλων, όμως, ακούγεται ξανά η «λύση» του ιδιώνυμου εγκλήματος, πράγμα που προκαλεί προβληματισμούς.
Ετσι, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το πρόβλημα στην ίδια τη «λύση» του. Γενικά ιδιώνυμο είναι η πράξη που ήδη συνιστά έγκλημα, αλλά οι ιδιάζουσες συνθήκες υπό τις οποίες τελείται την καθιστούν νέο, αυτοτελές έγκλημα. Ο νομοθέτης, δηλαδή, αποσπά από τον κορμό ενός εγκλήματος μια ιδιαίτερη εκδοχή του και την καθιστά αυτοτελές έγκλημα.
Παραδείγματα τέτοιων εγκληματοποιήσεων έχουμε αρκετά στην ιστορία της ποινικής καταστολής, που άλλες είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό και άλλες έχουν σημαδέψει την ιστορία του 20ού αιώνα. Πρόκειται για πολυδιάστατο ποινικό-δογματικό και δικαιο-πολιτικό ζήτημα. Ιστορικά αποτέλεσε εργαλείο πολιτικής καταστολής και ποινικοποίησης του φρονήματος, που συνέβαλε στη διόγκωση, αντί στην αποτροπή, ανεπιθύμητων συμπεριφορών: ήταν «λύση» κάθε φορά που οι ομάδες εξουσίας ήθελαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, αρνούμενες κάθε κοινωνική χειραφέτηση και αναγνώριση κοινωνικών, εργασιακών κ.λπ. δικαιωμάτων. Από τους ληστές έως τον κουκουλονόμο, ουδέποτε είχαν αποτέλεσμα τέτοιες λύσεις.
Σήμερα, όμως, οι προτάσεις για τη θέσπιση Ιδιώνυμου στην περίπτωση άσκησης βίας κατά αστυνομικών μάλλον κρούουν ανοικτές θύρες. Ηδη το άρθρο 167 Π.Κ. αφορά ακριβώς τις περιπτώσεις όπου ασκείται εξαναγκασμός και βία σε βάρος προσώπου που ασκεί τα καθήκοντά του. Επομένως, σε τι χρειάζεται το Ιδιώνυμο; Δύσκολα πείθει μια τέτοια λύση ότι επιδιώκει την πρόληψη της βίας κατά αστυνομικών. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός για να προβλέψει ότι μια τέτοια λύση θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στην Αστυνομία και τη νεολαία και δεν θα λύσει το πρόβλημα. Διότι το πρόβλημα δεν είναι τι κυρώσεις θα υποστούν οι δράστες, αλλά πώς έφτασαν ώς εκεί και η σύλληψή τους.
Επομένως, αυτό που χρειάζεται δεν είναι οι νέοι νόμοι, αλλά μια νέα πολιτική αντίληψη για τη σχέση Αστυνομίας και κοινωνίας, που να θεωρεί την κοινωνία όλον και να υπερβαίνει τη στοχοποίηση τόσο της νεολαίας όσο και της Αστυνομίας. Αλλά, για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να υπάρξουν δείγματα αποδοχής από το ίδιο το κράτος (διότι το κράτος δίνει τον τόνο) ότι το μονοπώλιο της βίας που έχει η Αστυνομία δεν το έχει εν λευκώ –όπως υπονοείται επισήμως– αλλά υπό ένα πλαίσιο αρχών που καθιστούν τη βία νόμιμη, αναγκαία και ανάλογη. Και αυτό είναι θέμα και μιας θεσμικής κουλτούρας που δεν φαίνεται να κυριαρχεί ούτε καν στην πολιτική ηγεσία της.
Κατάλυση του Συντάγματος και Ιδιώνυμα
Από τα αντικομμουνιστικά μέτρα του Ελ. Βενιζέλου και του Μεταξά στη Μεταπολίτευση και στους νόμους για αντιμετώπιση των «εξτρεμιστών», των «αναρχικών», των «γνωστών-αγνώστων» και των «κουκουλοφόρων»…
Το Ιδιώνυμο θέσπισε πρώτος ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1929) και αφορούσε το (ειδικό) αδίκημα της υποστήριξης και διάδοσης των κομμουνιστικών ιδεών. Αξιοσημείωτη ήταν η απόρριψη από τον Βενιζέλο της πρότασης του Παπαναστασίου να διώκονται με το Ιδιώνυμο όχι μόνο οι κομμουνιστές αλλά και οι φασίστες. Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί βουλευτές έσπευσαν τότε στη σχετική συζήτηση να υπερασπιστούν τον φασισμό ως προασπιστή του κοινωνικού καθεστώτος (Ιω. Ράλλης) που «έσωσε αληθώς την Ιταλίαν εκ του χάους» (Δ. Μπότσαρης).
▪ Η δικτατορία Μεταξά θέσπισε το 1936 το Ιδιώνυμο με τον νόμο «περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών» με εντατικοποίηση του ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων, στρατολόγηση και την καθιέρωση των διαβόητων «δηλώσεων μετανοίας».
▪ Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ένα από τα χαρακτηριστικά ιδιώνυμα αδικήματα αφορούσε τη «βλασφημία», το οποίο καταργήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019.
▪ Στα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, ο «εσωτερικός» εχθρός είχε τη μορφή των «αριστεροχουντικών», των «άκρων» που (υποτίθεται ότι) συντόνιζαν τη δράση τους σε βάρος της νεοσύστατης δημοκρατίας. Τους διαδέχθηκαν ως φόβητρο οι «εξτρεμιστές», οι «αναρχικοί» (η ιδεολογία των οποίων παραλίγο να ποινικοποιηθεί ως ιδιώνυμο αδίκημα με το νομοσχέδιο Μαγκάκη το 1983), οι «πανκ», οι «γνωστοί-άγνωστοι» και, τέλος, οι «κουκουλοφόροι». Για να διευκολύνει αυτή την πρακτική, το «ιδιώνυμο» του Καραμανλή του πρεσβύτερου θα ποινικοποιήσει το 1976, ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση, την «αντίσταση κατά της αρχής» από άτομα με «κεκαλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτών» (Ν. 410/76).
▪ Επί Πολύδωρα το 2007 η «επανίδρυση του κράτους» ξεκίνησε με τη θωράκιση, τη στεγανοποίηση και -γιατί όχι;- την αποχαλίνωση των σκοτεινότερων μηχανισμών του. Η επίσημη εξαγγελία, διά χειλέων Προκόπη Παυλόπουλου, του νέου θεσμικού πλαισίου της ΕΥΠ προέβλεπε να καταστεί ιδιώνυμο αδίκημα κάθε δημοσιοποίηση εγγράφου της υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, έτσι ώστε ακόμη και οι πιο κραυγαλέες παραβιάσεις των νόμων και των κανόνων της δημοκρατίας από τους κάθε λογής πράκτορες να παραμένουν στο απυρόβλητο.
Οι προσπάθειες για τη σκλήρυνση της υφιστάμενης νομοθεσίας με τη μετατροπή της «κουκουλοφορίας» σε ιδιώνυμο αδίκημα ήταν ιδέα του Γιώργου Καρατζαφέρη με την αγαστή συμφωνία των ταγών της ενημέρωσης που σκόπιμα συνέδεαν τότε τις επιθέσεις κουκουλοφόρων σε αστυνομικά τμήματα με τις μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις. «Εμείς έχουμε συγκεκριμένες θέσεις», ανακοίνωνε στη Βουλή (21.12.08). «Πρώτον, ιδιώνυμον αδίκημα η κουκούλα. Οποιος φοράει κουκούλα, κατευθείαν από το αυτί στον εισαγγελέα. Ανεξαρτήτως γιατί τη φοράει». Για τη διασφάλιση της πάση θυσία πάταξης των ασχημονούντων, η ίδια πρόταση προέβλεπε ότι «πρέπει να υπάρχουν ειδικής μορφής δικαστήρια που να δικάζουν τους “κουκουλοφόρους”» – επιστροφή, μ’ άλλα λόγια, σε μια μορφή έκτακτων στρατοδικείων.
▪ Βασικά όμως οι ειδικές διατάξεις με τις επιβαρυντικές περιστάσεις θεσπίστηκαν με τους δύο νόμους για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Τότε έγιναν και η κατάργηση των ενόρκων και η υπαγωγή των υποθέσεων «τρομοκρατίας» σε δικαστήρια αποτελούμενα αποκλειστικά από επαγγελματίες δικαστές – μέτρο που προβλεπόταν και από τις προγενέστερες «αντιτρομοκρατικές» νομοθεσίες του 1978 και του 1990, ενώ καταργήθηκε η έννοια του πολιτικού εγκλήματος που το Σύνταγμα προέβλεπε ρητά, στο άρθρο 97: «Τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια» – μια διάταξη που οι πάντες υποκρίθηκαν πως αγνοούσαν.
Ηταν ο Φοίβος Ιωαννίδης, πρ. βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, που δήλωνε στη Βουλή ότι «όπως είναι γνωστό, πολλά παίζονται γύρω από τον προσδιορισμό της έννοιας “τρομοκρατία”, ιδίως στην παρούσα περίοδο, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η αδυναμία ενός γενικά αποδεκτού νομικού προσδιορισμού της, κατά τον βουλευτή, υποδηλώνει την πολυπλοκότητα του φαινομένου αλλά και τις επικίνδυνες παρενέργειες που περιέχει κάθε προσπάθεια διαμόρφωσης και δίωξης ενός τέτοιου “ιδιώνυμου εγκλήματος”» (πηγή: οι έρευνες του Ιού, iospress.gr).
▪ Σήμερα, επί κυβέρνησης Χρυσοχοΐδη – Μητσοτάκη και παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί νόμοι με τις επιβαρυντικές περιστάσεις περί τρομοκρατίας συχνά έχουν οδηγήσει στην απολύτως άνιση επιβολή ποινών απλά και μόνο λόγω ιδεολογίας του δράστη και άσχετα με τη βαρύτητα του αδικήματος, η ηγεσία του Προ.Πο. επιδιώκει και τη μετατροπή μιας απλής αντίστασης κατά της αρχής σε κακουργηματική βία κατά αστυνομικών.