Έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε την προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Kristin Ross, Κοινοτική πολυτέλεια, Το πολιτικό φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας (εκδόσεις των ξένων, 2020). Το βιβλίο βρίσκεται στο τυπογραφείο και αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες.
Η Kristin Ross είναι καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο New York University. Γνωστότερα βιβλία της: The Emergence of Social Space: Rimbaud and the Paris Commune (1988), Fast Cars, Clean Bodies: Decolonization and the Reordering of French Culture (1995), May ’68 and Its Afterlives (2002).
Η Κοινοτική πολυτέλεια είναι το πρώτο βιβλίο της που μεταφράζεται στα ελληνικά. Έχει εκδοθεί επίσης μια συζήτησή της με συντάκτες του πολιτικού περιοδικού «Βαβυλωνία», Ένας καφές με την Κριστίν Ρος. Για τις συνέχειες του Μάη του ’68 (Βαβυλωνία, 2018).
(σελ. 248, μετάφραση: Κατερίνα Αποστολοπούλου, Ίρια Γραμμένου, Σωκράτης Παπάζογλου, Κίμων Σχοινάς)
Εισαγωγή
Σε αυτό το βιβλίο προσπάθησα να συγκεντρώσω τα στοιχεία ενός φαντασιακού το οποίο τροφοδότησε το συμβάν που ονομάζουμε Παρισινή Κομμούνα του 1871 και που επέζησε μετά το τέλος της – ένα φαντασιακό το οποίο, ακολουθώντας τους κομμουνάρους, αποκαλώ «κοινοτική πολυτέλεια». Για εβδομήντα δύο μέρες την άνοιξη του 1871, οι εργάτες ηγήθηκαν μιας εξέγερσης που μεταμόρφωσε την πόλη του Παρισιού σε μια αυτόνομη Κομμούνα και άρχισε να αυτοσχεδιάζει την ελεύθερη οργάνωση της κοινωνικής της ζωής σύμφωνα με τις αρχές της συνεργασίας και της συλλογικότητας. Από εκείνη τη στιγμή ό,τι συνέβη στο Παρίσι εκείνη την άνοιξη –από το σοκ που προέκυψε όταν σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα απλοί άνθρωποι άρχισαν να ασκούν εξουσίες και δεξιότητες οι οποίες κανονικά ανήκαν αποκλειστικά στην κυρίαρχη ελίτ, μέχρι τη βαναυσότητα της κρατικής εκδίκησης εναντίον τους– έχει προκαλέσει μεγάλες αντιπαραθέσεις και αναλύσεις. Το ιστορικό τοπίο της Κομμούνας που σκιαγραφώ εδώ συντίθεται συγχρόνως από βιώματα και αντιλήψεις. Με τον όρο «βιώματα» εννοώ ότι τα υλικά που χρησιμοποίησα για να το συνθέσω είναι τα ίδια τα λόγια που ειπώθηκαν, οι στάσεις που υιοθετήθηκαν και οι πράξεις που πραγματοποιήθηκαν από τους εξεγερμένους και κάποιους από τους συντρόφους τους και υποστηρικτές της εποχής εκείνης. Αντιλήψεις, με την έννοια ότι αυτά τα λόγια και οι πράξεις παράγουν με τη σειρά τους ορισμένες λογικές τις οποίες αισθάνθηκα υποχρεωμένη να ακολουθήσω σε αυτό το βιβλίο.
Ξεκινώ από την ιδέα ότι μόνο αν επιμείνουμε στην ιδιαίτερη φύση και το πλαίσιο των λόγων και των επινοήσεων των συντελεστών της Κομμούνας, μπορούμε να αντιληφθούμε το εύρος της επίδρασής της. Παρ’ όλο τον όγκο των πολιτικών αναλύσεων που ενέπνευσε η Κομμούνα, είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγη προσοχή δόθηκε ιστορικά στη σκέψη των ίδιων των κομμουνάρων, ακόμα και από συγγραφείς και ερευνητές που τοποθετούνται πολιτικά ευνοϊκά προς το συμβάν. Εντούτοις, μεγάλο μέρος αυτής της σκέψης –τι έκαναν οι εξεγερμένοι, τι σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτά που έκαναν, το νόημα που απέδωσαν στις πράξεις τους, τα ονόματα και οι λέξεις που υιοθέτησαν, εισήγαγαν ή αμφισβήτησαν– ήταν διαθέσιμο χάρη στις επανεκδόσεις, για παράδειγμα, στη Γαλλία από τον αριστερό εκδότη François Maspero κατά την τελευταία περίοδο που υπήρχε αυξημένο ενδιαφέρον για την Κομμούνα, τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Προτίμησα να επιμείνω σε αυτές τις φωνές και πράξεις, παρά στην ατελείωτη χορωδία πολιτικών σχολίων και αναλύσεων –πανηγυρικών ή επικριτικών– που προκάλεσε. H έγνοια μου δεν ήταν να ζυγίσω τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες της Κομμούνας, ούτε να εξακριβώσω άμεσα τις διδαχές που πρόσφερε ή ίσως συνεχίζει ακόμα να προσφέρει στα κινήματα, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις που ακολούθησαν. Δεν μου είναι καθόλου ξεκάθαρο αν τελικά το παρελθόν μάς διδάσκει κάτι. Όμως, όπως ο Walter Benjamin, πιστεύω ότι υπάρχουν στιγμές που ένα γεγονός ή ένας αγώνας εισέρχονται με ένταση, ως ζωτικά στοιχεία, στη δυνατότητα διαμόρφωσης του παρόντος, και αυτό μου φαίνεται ότι συμβαίνει και με την Κομμούνα σήμερα.
Το 2011 κυριάρχησε στην παγκόσμια πολιτική σκηνή η μορφή και το φαινόμενο της κατάληψης χώρων, και αυτή η επάνοδος ενός τέτοιου τρόπου διαμαρτυρίας ήταν που με ώθησε να επιστρέψω στην πολιτική κουλτούρα της Παρισινής Κομμούνας, θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα από εκείνα που ενέπνευσαν την ιστορική ποιητική της Κομμούνας που έγραψα τη δεκαετία του 1980.1 Τα θέματα που κυριαρχούν στη σημερινή πολιτική ατζέντα –πώς να επαναδημιουργηθεί μια διεθνιστική σύζευξη, το μέλλον της εκπαίδευσης, της εργασίας και η θέση της τέχνης, η κομμούνα ως μορφή και η σχέση της με την οικολογική θεωρία και πράξη–, αυτοί οι προβληματισμοί έπαιξαν αναμφίβολα ρόλο, καθώς, ως θεματικές που δομούν το βιβλίο, επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζω σήμερα την κουλτούρα της Κομμούνας.
Σε γενικές γραμμές, δεν ένιωσα την ανάγκη να αναφερθώ διεξοδικά στους απόηχους της Κομμούνας στη σημερινή πολιτική σκηνή, παρ’ όλο που πιστεύω ότι όντως υπάρχουν – σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις είναι αρκετά διασκεδαστικοί, όπως όταν ανυποψίαστοι οι New York Times ανέφεραν ότι η νεαρή ακτιβίστρια από την οποία έπαιρναν συνέντευξη στους δρόμους του Όκλαντ τον Νοέμβριο του 2011 ονομαζόταν Louise Michel.2 Δεν χρειάζεται να εξηγήσω λεπτομερώς το πώς ο τρόπος ζωής των ανθρώπων σήμερα, στη σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού –με την κατάρρευση της αγοράς εργασίας, την αύξηση της άτυπης οικονομίας και την υπονόμευση των συστημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης σε όλο τον υπερανεπτυγμένο κόσμο–, θυμίζει τις συνθήκες εργασίας των εργατών και τεχνιτών του 19ου αιώνα που δημιούργησαν την Κομμούνα, οι περισσότεροι από τους οποίους περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους όχι δουλεύοντας, αλλά ψάχνοντας για δουλειά. Είναι ολοένα και πιο φανερό, κυρίως μετά την εξάρθρωση κοινωνιών όπως έγινε στην Ελλάδα και την Ισπανία, ότι δεν προοριζόμαστε όλοι να γίνουμε οι άυλοι εργαζόμενοι, κάτοικοι μιας μεταμοντέρνας καπιταλιστικής δημιουργικής τεχνο-ουτοπίας, όπως μας έλεγαν κάποιοι μελλοντολόγοι πριν μια δεκαετία – και εξακολουθούν απεγνωσμένα να μας επαναλαμβάνουν ακόμη και σήμερα. Ο τρόπος που ζουν οι άνθρωποι σήμερα –δουλεύοντας με μερική απασχόληση, σπουδάζοντας και δουλεύοντας ταυτόχρονα, ακροβατώντας μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, ή μεταξύ της δουλειάς για την οποία εκπαιδεύτηκαν και αυτής που βρέθηκαν να κάνουν για να επιβιώσουν, ή έχοντας να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες καθημερινές μετακινήσεις, μέχρι και τη μετανάστευση προκειμένου να βρουν εργασία–, όλα αυτά υποδεικνύουν, σε μένα όπως και σε άλλους, ότι ο κόσμος των κομμουνάρων μάς είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο κοντινός απ’ ό,τι ο κόσμος των γονιών μας. Μου φαίνεται απόλυτα λογικό ότι νέοι άνθρωποι σήμερα, που δεν επιθυμούν να κάνουν καριέρα στο σχεδιασμό video-games, στη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων ή στη γραφειοκρατία των smartphones, που προσπαθούν να επινοήσουν τόπους και τρόπους ζωής στα όρια διάφορων άτυπων οικονομιών, και δοκιμάζουν τις δυνατότητες και τα όρια του να ζει κανείς διαφορετικά σήμερα, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας ανθηρής –παρά την κρίση–, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρουν ενδιαφέρουσες τις συζητήσεις που απασχολούσαν τους πρόσφυγες της Κομμούνας και τους συντρόφους τους στα όρη του Ιούρα τη δεκαετία του 1870, και οι οποίες οδήγησαν στη θεωρία που ονομάστηκε «αναρχικός κομμουνισμός» – συζητήσεις που αφορούσαν τις αποκεντρωμένες κοινότητες, πώς αυτές μπορούν να δημιουργηθούν και να ευημερήσουν, και πώς μπορούν να δικτυωθούν μεταξύ τους με δεσμούς αλληλεγγύης, δημιουργώντας «ομοσπονδίες».
[…]
Χάρη στην ικανότητά τους να σκέφτονται ως σύνολο τομείς του κοινωνικού σχηματισμού που η αστική τάξη επιμένει να κρατάει χωριστά –την πόλη και την ύπαιθρο, κυρίως, ή ακόμη τη θεωρία και την πράξη, την πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία–, οι κομμουνάροι επιχείρησαν να ξαναρχίσουν την ιστορία της Γαλλίας πάνω σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Τα πλαίσια, όμως, αυτής της βάσης και αυτής της ιστορίας δεν μπορούσαν πλέον να εννοηθούν ως αυστηρά «γαλλικά» ή εθνικά. Ήταν ταυτόχρονα πιο περιορισμένα και πολύ ευρύτερα. Η φαντασία της Κομμούνας προτιμούσε να λειτουργεί στην κλίμακα της αυτόνομης τοπικής μονάδας εντός ενός ορίζοντα διεθνιστικού. Πράγμα που δεν άφηνε πολύ χώρο για το έθνος, καθώς, επίσης, και για την αγορά ή το κράτος. Αυτές οι επιθυμίες αποδείχθηκαν εξαιρετικά δραστικές μέσα στο πλαίσιο που τις γέννησε – διότι ποια στιγμή θα μπορούσε να ήταν καταλληλότερη για να εξαπολύσει κανείς ένα τόσο ευρύ σχέδιο, αν όχι αυτή που το γαλλικό κράτος, και η καταπιεστική αστική κοινωνία που στήριζε, είχαν ηττηθεί τόσο ολοκληρωτικά;
Στην αρχή αυτής της εισαγωγής, αναφέρθηκα στην Κομμούνα ως μια εργατική εξέγερση που διήρκεσε εβδομήντα δύο μέρες και μεταμόρφωσε το Παρίσι σε μια αυτόνομη κοινότητα της οποίας η κοινωνική ζωή αναδιοργανώθηκε σύμφωνα με τις αρχές της συνεργασίας και της συλλογικότητας. Ωστόσο, ακόμη και μια απλή παρουσίαση των γεγονότων, όπως αυτή, μπορεί να γίνει μέρος του προβλήματος. Για να εξετάσω τι σήμαινε η «κοινοτική πολυτέλεια» χρειάστηκε να διευρύνω το χρονολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο του συμβάντος πέρα από τις εβδομήντα δύο παρισινές μέρες που είναι τα συνήθη όριά του – από την απόπειρα κατάσχεσης των κανονιών στις 18 Μαρτίου μέχρι τις τελευταίες αιματοβαμμένες μέρες της σφαγής στα τέλη Μαΐου. Ακολουθώντας τον Alain Dalotel και άλλους, τοποθετώ την αρχή του συμβάντος στις πυρετώδεις εργατικές συνελεύσεις και τις λέσχες των τελευταίων χρόνων της Αυτοκρατορίας. Και το τελειώνω με μια λεπτομερή εξέταση της σκέψης που γεννήθηκε τις δεκαετίες του 1870 και του 1880, όταν κομμουνάροι πρόσφυγες και εξόριστοι στην Αγγλία και την Ελβετία, όπως ο Ελιζέ Ρεκλύ, η André Léo, ο Paul Lafargue και ο Gustave Lefrançais, μεταξύ άλλων, συνάντησαν και συνεργάστηκαν με ορισμένους από τους υποστηρικτές και συντρόφους τους – ανθρώπους όπως ο Marx, ο Κροπότκιν και ο Γουίλιαμ Μόρρις. Για τους τρεις τελευταίους, μολονότι ήταν απομακρυσμένοι γεωγραφικά από την ανοιξιάτικη εξέγερση –όπως και για τον Αρθούρο Ρεμπώ, για τον οποίο έχω γράψει αλλού–, και τόσους άλλους, αυτό που διαδραματίστηκε στο Παρίσι εκείνες τις λίγες εβδομάδες αποτέλεσε καμπή στη ζωή και τη σκέψη τους.
[…]
1. Βλ. Kristin Ross, The Emergence of Social Space: Rimbaud and the Paris Commune (Μινεάπολις: University of Minnesota Press, 1988· Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, 2008).
2. Malia Wollan, “Occupy Oakland Regroups, Calling for a Strike”, New York Times, 1 Νοεμβρίου 2011.