Το Netflix μετά το Roma του Αλφόνσο Κουαρόν (2018) και το Irishman του Μάρτιν Σκορσέζε (2019) φιλοξενεί στην πλατφόρμα του την ταινία ζωής-δίχως να είναι απαραίτητα η καλύτερη- του Ντέιβιντ Φίντσερ, “Μank”. Φόρος τιμής στο Χόλιγουντ του τότε, την πραγματική χρυσή εποχή με φόντο τον θρυλικό “Πολίτη Κέιν” του Όρσον Γουέλς που πήρε το OSCAR σεναρίου με την υπογραφή του αντισυμβατικού Χέρναν Tζ. Μάνκιεβιτς. Γράμμα αγάπης στον πατέρα του, Τζακ που ξεκίνησε το μεγάλο εγχείρημα κι έφυγε από τη ζωή το 2003 και σαφές κοινωνικοπολιτικό σχόλιο με διάθεση σύνδεσης σε πολυεπίπεδη κλίμακα δεκαετιών που τις χωρίζουν ογδόντα ολόκληρα χρόνια (1940-2020).
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Σε ασπρόμαυρο χρώμα που κουράζει το μάτι, όπως ακριβώς το περσινό εξαιρετικό “Lighthouse” του Ρόμπερτ Έγκερς μεταφερόμαστε σε μίαν άλλη περίοδο. Με μελαγχολικό τόνο να συμφωνεί απόλυτα με μία εποχή που η ανθρωπότητα μαστίζεται από μία ανεπανάληπτη υγειονομική κρίση. Πόσο μπορεί να διαφέρει η νίκη από ήττα, η συντριβή από τον θρίαμβο; “Κανείς δε θέλει να θυμάται τις αποτυχίες του”. Η αφήγηση είναι πάντα μία μεγάλη διαδρομή κι ειδικά στην περίπτωσή μας δεν ακολουθεί γραμμική πορεία κι είναι ικανή να μπερδέψει. Η δράση ακολουθείται από αντίδραση. Η ζωή υποκλίνεται αργά ή γρήγορα στους νόμους της φυσικής.
Οι αφανείς ήρωες του παρασκηνίου δίνουν την αφορμή να δούμε πίσω από το σύστημα. Να συγκρίνουμε και να κατανοήσουμε πως βαθιά μέσα του ελάχιστα έχουν αλλάξει προς όφελος των πολλών. Το λόμπυ επιχειρηματιών έκρινε τότε τις τύχες του συνόλου, ακόμα περισσότερο αυτό συμβαίνει σήμερα. Οι σχέσεις τους άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξουσία. “Στο τέλος όλοι παίρνουμε ψίχουλα”. Η επίκληση στο συναίσθημα αποτελούσε ανέκαθεν ένα μέσο πειθούς και αναίμακτης επίτευξης στόχων. Έδινε μάλιστα στον ομιλητή έχει τεχνητό ηθικό πλεονέκτημα. Η μάζα ήταν πρόθυμη να παρασυρθεί και να διαμορφώσει ανάλογα το μοντέλο ζωής της στα πλαίσια της μόδας. Απέναντι σε αυτό το κύμα ο Κινηματογράφος μπορούσε κάποτε να υψώσει τα δικά του τείχη και να διαμορφώσει άποψη-ασπίδα για τα τεκταινόμενα.
Σημαντικό ρόλο και καίριο βήμα ο σκηνοθέτης δίνει στις γυναίκες. Άλλωστε μιλάμε για την Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έχουν ανησυχίες, ευαισθησίες και μυαλό ξυράφι. Τους απασχολεί η άνοδος του ναζισμού και το φαινόμενο Χίτλερ κι ας προελαύνει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. “Η αλήθεια δε φοβάται το λάθος, υπάρχει η λογική να το πολεμήσει”. Όλα αυτά πριν την εμπλοκή της υπερδύναμης στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιας όμως και μιλήσαμε για αλήθεια ποτέ δεν είναι μία και μοναδική στο παραμύθι της ζωής. Εξαρτάται από την οπτική γωνία ανάγνωσης των πραγμάτων και τις περισσότερες φορές έχει υποκειμενική χροιά.
Έρχεται η στιγμή να ακούσεις έναν γελωτοποιό, που ο ίδιος έχει αποφασίσει να “εξευτελίσει” τη ζωή του. “Πες την ιστορία που ξέρεις”. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Αυτόν τον ρόλο υποδύεται ο τεράστιος Γκάρυ Όλντμαν, φαβορί και φέτος για το OSCAR α΄ανδρικού ρόλου μετά την επιτυχία του στο “Darkest Hour”. Μαζί του πρέπει να συγκρατήσουμε το όνομα του διευθυντή φωτογραφίας, Έρικ Μέσερσμιντ και την μουσική των Τρεντ Ρέσνορ και Άτικους Ρος. Τα παραπάνω δένουν αρμονικά και δεν αφήνουν τον θεατή να χαθεί για περίπου 130΄.
Ο άνθρωπος στο πέρασμα των χρόνων διέπραξε μία μεγάλη ύβρι(ν). Πίστεψε πως είναι Θεός (Homo Deus) επί της γης με την πρόοδο και την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας. Για να μιλήσουμε με όρους αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μοιραία έρχεται η νέμεσις να δει την αδικία, τη διαφθορά, τη διαπλοκή, το μίσος και να προκαλέσει με τη σειρά την τίσι(ν). Εκεί ακριβώς καταλήγει ο σκηνοθέτης μέσα από ταξίδι του. Στο τέλος του μένει μία θλίψη, ένα παράπονo. Mένει η υστεροφημία κι αυτή θα αναγνωριστεί στον χρόνο πραγματικά από λίγους, για τους περισσότερους θα μείνει μία ανείπωτη ιστορία.