Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο.
Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μια επέτειο, στην στήλη «Οι καλοί και οι κακοί» παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Η ιστορία του Β’ Παγκόσμιο Πολέμου είναι γεμάτη από ηρωικές ιστορίες των νικητών. Έχουν γραφτεί τόνοι χαρτί για τους μαχητές του Στάλινγκραντ και τους στρατιώτες της απόβασης στη Νορμανδία, τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που μπήκαν στο Βερολίνο, για να μη μιλήσουμε για τις ιστορικές φωτογραφίες του Τσώρτσιλ, του Ρούσβελτ και του Στάλιν, που ποζάρουν ακίνητοι, θυμίζοντας ένδοξους καταρράκτες, καθώς αναδιανέμουν την ανθρωπότητα που μόλις έχουν σώσει από τους ναζί.
Όμως, ο ναζισμός δεν συντριβόταν πάντα ούτε αποτελούσε από την αρχή των δαίμονα για κάθε δημοκράτη. Υπήρξαν οι εποχές που ο φασισμός υποσκέλιζε τις αντιστάσεις που έβρισκε μπροστά του, όπως το γράφει ο Γάλλος ελευθεριακός θεωρητικός και από τους βαθύτερους μελετητές του Ντανιέλ Γκερέν στο βιβλίο του Η φαιά πανούκλα. Για αυτούς που αντιτάχθηκαν στον ναζισμό όταν θριάμβευε, η ιστορία των τελικών νικητών δεν επιφύλαξε μεγάλες τιμές. Αν το έκανε θα έπρεπε να αναμετρηθεί με την νωχέλεια ή τη συμπάθεια με την οποία τον αντιμετώπισαν οι κατοπινοί αντίπαλοί του και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν πολύ βοηθητικό για τον μύθο που έχτισαν μετά τη νίκη τους.
Είναι λίγες και σχετικά πρόσφατες οι περιπτώσεις ιστορικών ερευνών και μελετών για τους ανθρώπους που αντιμετώπισαν τον ναζισμό όταν θριάμβευε, χωρίς να τον νικήσουν, και από αυτές ακόμα λιγότερες απέκτησαν μια φήμη που να ξεπερνά ένα μικρό κοινό. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την στρατιωτική, πολιτική και ηθική συντριβή του ναζισμού, η ανθρωπότητα δεν ευδόκησε να αποτίσει τον αντίστοιχο φόρο τιμής σε αυτούς που διέβλεψαν νωρίς τον κίνδυνο που αποτελούσε και τον πολέμησαν τότε που αυτή η μάχη έμοιαζε χαμένη.
Ένας από αυτούς, υπήρξε ο Χανς Άχιμ Λίττεν, ο δικηγόρος που υπερασπίστηκε συνδικαλιστές, αριστερούς και κομμουνιστές εργάτες στη Γερμανία του Μεσοπολέμου ενάντια στους ναζί, κατόρθωσε να φέρει στο δικαστήριο ως μάρτυρα τον Χίτλερ για να εξετάσει τη σύνδεσή του με τα εγκλήματα των Ταγμάτων Εφόδου, στάλθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όταν οι ναζιστές κέρδισαν την εξουσία και εκεί οργάνωσε τους κρατούμενους για να κρατήσουν ζωντανή την αίσθηση της ανθρωπιάς τους, δημιουργώντας πολιτιστικές ομάδες στις οποίες συνήθιζε να διαβάζει επί ώρες στίχους του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, πριν καταρρεύσει ψυχολογικά και αυτοκτονήσει στο κελί του στο στρατόπεδο του Νταχάου, στις 5 Φεβρουαρίου του 1938.
Η «πατροκτονία»
Ο Χανς Λίττεν γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1903 στο Ζάαλε της Σαξονίας. Ο πατέρας του ήταν αρκετά γνωστός νομικός, συντηρητικός και εθνικιστής, παρασημοφορημένος με τον Σιδηρούν Σταυρό για τις υπηρεσίες του προς τη Γερμανία και εχθρός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπως όλοι σχεδόν οι Δεξιοί Γερμανοί της εποχής. Στην καταγωγή του ήταν Εβραίος, αλλά είχε ασπαστεί τον προτεσταντισμό, πιθανότατα για να βοηθήσει με αυτόν τον τρόπο την ακαδημαϊκή του καριέρα. Ο γιος του ο Χανς είχε θεωρήσει αυτή τη θρησκευτική μεταστροφή του πατέρα του δείγμα αξιοθρήνητου οπορτουνισμού, και παρότι χριστιανός και ο ίδιος, είχε διατηρήσει σχέσεις με την εβραϊκή κουλτούρα, έμαθε εβραϊκά και έκανε σπουδές πάνω στην εβραϊκή παράδοση. Αυτό δεν το ξέχασαν αργότερα οι ναζί, οι οποίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία πέρασε τα τελευταία πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του, τον κατέγραψαν ως Εβραίο και του φόρεσαν το κίτρινο άστρο.
Η αποδοκιμασία του για τη θρησκευτική μεταστροφή του δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που χώρισε τον Λίττεν από τον πατέρα του. Ακολούθησε επίσης εντελώς διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό. Όσο ο πατέρας του πολεμούσε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χανς υποστήριζε τα αντιπολεμικά κινήματα κι έτσι συνδέθηκε με την αριστερά από τα μαθητικά του χρόνια. Ένα ανέκδοτο από τον σχολικό του βίο αναφέρει ότι κάποτε ρωτήθηκε αν συμφωνεί να κρεμάσουν στην τάξη του ένα πορτραίτο του Πολ φον Χίντεμπουργκ -του ήρωα στρατηγού της Γερμανίας στον Πόλεμο και αργότερα Προέδρου της χώρας, που θα παρέδιδε την εξουσία στον Χίτλερ. Ο Λίττεν απάντησε: «Συμφωνώ. Πάντα θεωρούσα ότι του αξίζει να τον κρεμάσουμε».
Ο πατέρας του προσπάθησε να τον στρέψει τουλάχιστον στη Νομική, αλλά ο Λίττεν δεν του έκανε ούτε αυτό το χατήρι. Δεν ασχολούνταν με τις σπουδές του. Αφοσιώθηκε στην τέχνη και την ιστορία της. Άκουγε και μελετούσε με επιμονή κλασική μουσική και διάβαζε με τις ώρες στίχους του Ρίλκε. Είναι κάτι άλλο που θα τον στρέψει τελικά στη νομική: το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας που οργανώνει ο Χίτλερ το 1925 στο Μόναχο. Ο Λίττεν διαισθάνεται ότι έρχονται σκοτεινές μέρες για τη Γερμανία και αποφασίζει να σπουδάσει νομικά, βέβαιος ότι το κίνημα θα χρειαστεί δικηγόρους τα επόμενα χρόνια.
Θα αποφοιτήσει με άριστα το 1927 και έναν χρόνο αργότερα θα ανοίξει δικηγορικό γραφείο με τον κομμουνιστή Λούντβιχ Μπάρπαχ. Γρήγορα θα θεωρηθεί ως ένα από τα λαμπρότερα δικηγορικά μυαλά της Γερμανίας. Θα σταθεί πολλές φορές στα δικαστήρια στο πλάι εργαζομένων, αριστερών, συνδικαλιστών και κομμουνιστών. Ο ίδιος όμως δεν θα οργανωθεί ποτέ στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Έχει ήδη τις αντιρρήσεις του για τη Σοβιετική Ένωση, αλλά έχει και έναν ιδιαίτερα ανεξάρτητο χαρακτήρα.
Απέναντι στον Φύρερ
Το 1931 θα βρεθεί ως συνήγορος πολιτικής αγωγής στο πλευρό δύο εργατών που έχουν μαχαιρωθεί από τέσσερις άνδρες των SA, των διαβόητων Ταγμάτων Εφόδου του Ναζιστικού Κόμματος. Όπως οι διάδοχοί τους σήμερα, οι ναζί κάνουν εκείνη την εποχή μια καμπάνια προκειμένου να παρουσιάσουν τη δράση τους ως δράση ενός νόμιμου πολιτικού κόμματος που δεν σχετίζεται με πράξεις βίας. Ο Λίττεν παρουσιάζει τη δράση των Ταγμάτων Εφόδου ως αναπόσπαστη από αυτή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Επιμένει να κληθεί από το δικαστήριο για εξέταση ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ. Το δικαστήριο αποδέχεται και ο Λίττεν έχει απέναντί του τον αρχηγό των ναζί. Η εξέταση του μένει ιστορική. Επί τρεις ώρες ο Λίττεν πιέζει τον Χίτλερ, τον οδηγεί σε λάθη και αντιφάσεις, τον εκνευρίζει. Το γεγονός αποκτά δημοσιότητα στη Γερμανία και γκρεμίζει την εικόνα του νόμιμου πολιτικού ηγέτη για τον Χίτλερ. Το δικαστήριο τον ξεπλένει, αλλά ο Χίτλερ βγαίνει ταπεινωμένος από τη διαδικασία. Απαγορεύει στους συνεργάτες του να αναφέρουν έστω το όνομα του Λίττεν μπροστά του.
Τα αποσπάσματα από την εξέταση του Χίτλερ από τον Λίττεν θυμίζουν ανατριχιαστικά τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν σήμερα οι υπόδικοι Έλληνες απόγονοί του Αδόλφου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, νομίζει κανείς ότι διαβάζει πρακτικά από τη δίκη της Χρυσής Αυγής:
Λίττεν: […] Γνωρίζατε ότι στους κύκλους των Ταγμάτων Εφόδου υπάρχει αναφορά σε ειδικές ομάδες κρούσης;
Χίτλερ: Δεν έχω ακούσει ποτέ τίποτα για ειδικές ομάδες κρούσης. […]
Λίττεν: Είπατε ότι δεν υπάρχουν βίαιες πράξεις από την πλευρά του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν ήταν ο Γκέμπελς αυτός που έβγαλε το σύνθημα, «πρέπει κανείς να σφυροκοπά τον εχθρό μέχρι να τον λιώσει;».
Χίτλερ: Είναι σχήμα λόγου. Εννοεί ότι πρέπει να έχει ως αποστολή την επικράτηση επί των αντίπαλων οργανώσεων […]
O δικαστής διαβάζει μια ερώτηση που είχε υποβληθεί από τον Λίττεν:
Γνώριζε ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ονομάσει τον Γκέμπελς υπεύθυνο σε όλο το Ράιχ επί της Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας, το απόσπασμα από το βιβλίο του, όπου ο Γκέμπελς δηλώνει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε την πιθανότητα ενός πραξικοπήματος, ότι το κοινοβούλιο πρέπει να ανατιναχθεί και η κυβέρνηση να καεί στην κόλαση και όπου απεύθυνε ξανά το κάλεσμά του για ανατροπή του καθεστώτος και μάλιστα με κεφαλαία γράμματα;
Χίτλερ: Δεν μπορώ να καταθέσω ενόρκως, αν ήξερα τότε για το βιβλίο του Γκέμπελς. Το θέμα […] δεν ήταν στη γνώση του Κόμματος, αφού το βιβλίο δεν φέρει το έμβλημα του Κόμματος και επίσης δεν είχε λάβει από το Κόμμα επίσημη έγκριση.
Λίττεν: Δεν θα μπορούσαμε να θεωρούσαμε με βάση το παράδειγμα του Γκέμπελς ότι η ιδέα του νόμιμου κόμματος είναι μάλλον απομακρυσμένη, δεδομένου ότι αμέσως μετά τα παραπάνω δεν τον επιπλήξατε ούτε τον παύσατε από κάπου, αλλά τον ορίσατε αμέσως επικεφαλής της Προπαγάνδας;
Χίτλερ: Ολόκληρο το Κόμμα στέκει σε νόμιμο έδαφος και ο Γκέμπελς […] επίσης.[…] Είναι στο Βερολίνο και μπορείτε να τον καλέσετε ανά πάσα στιγμή.
Λίττεν: Έχει απαγορεύσει ο χερ Γκέμπελς την παραπέρα κυκλοφορία αυτού του έργου του;
Χίτλερ: Δεν το γνωρίζω.
[…]
Λίττεν: Είναι αλήθεια ότι η ανατρεπτική εφημερίδα του Γκέμπελς Η υπόσχεση στην Παρανομία [Das Bekenntnis zur Illegalität], λειτουργεί τώρα υπό την ομπρέλα του Κόμματος και έχει φτάσει τα 120.000 φύλλα; […]Συμπέρανα ότι η εφημερίδα έχει εγκριθεί από το Κόμμα. […]
Πρόεδρος: Χερ Χίτλερ, στην πραγματικότητα, καταθέσατε σήμερα το πρωί ότι το έργο του Γκέμπελς δεν είναι υλικό του επίσημου Κόμματος.
Χίτλερ: Δεν είναι. Μια δημοσίευση είναι επίσημο όργανο του Κόμματος μόνο όταν φέρει το έμβλημά του. (Φωνάζοντας και κοκκινίζοντας) Πώς τολμάτε, κύριε κατήγορε, να λέτε πώς αυτό είναι πρόσκληση στην παρανομία; Αυτή είναι μια δήλωση δίχως καμία απόδειξη!
Λίττεν: Πώς είναι δυνατόν ο εκδοτικός οίκος του Κόμματος να εκδίδει μια εφημερίδα που είναι αντίθετη με την κομματική γραμμή;
Πρόεδρος: Αυτό το ζήτημα δεν αφορά αυτή τη δίκη.
Όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία, ο Χίτλερ δεν ξεχνά τον Λίττεν. Αυτός, το 1932 έχει αρνηθεί να φύγει για το εξωτερικό μαζί με τη μητέρα του, αποφασίζοντας να μείνει αλληλέγγυος στα εκατομμύρια των Γερμανών εργαζομένων που δεν είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα. Στις μαζικές συλλήψεις που θα ακολουθήσουν την πυρπόληση του Ράιχσταγκ, το όνομα του Λίττεν θα είναι ένα από τα πρώτα. Θα οδηγηθεί χωρίς δίκη στις φυλακές του Σπαντάου και από εκεί θα ξεκινήσει η μεταφορά του σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα ανακριθεί, θα βασανιστεί και θα δοκιμάσει ανεπιτυχώς να αποδράσει. Το 1937 θα μεταφερθεί στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ και από εκεί στο Νταχάου. Σε όλο αυτό το διάστημα θα οργανώνει τους Εβραίους κρατούμενους, θα δημιουργεί πολιτιστικές ομάδες, θα παλεύει για να κρατήσει ζωντανό το κουράγιο των συντρόφων του που προορίζονται για τον θάνατο. Ο ίδιος όμως θα καταρρεύσει εσωτερικά. Θα κρεμαστεί στο λουτρό του στρατοπέδου, όπου θα τον βρουν οι συγκρατούμενοί του, νεκρό, λίγους μήνες μετά τη συμπλήρωση των 34 χρόνων του. Στο κελί του θα βρεθεί και ένα λιτό σημείωμα.
Ο Πρίμο Λέβι, επιζών του Άουσβιτς που έγραψε για αυτό, εξηγούσε το μικρό ποσοστό αυτοκτονιών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην απώλεια της ανθρώπινης υπόστασης των κρατουμένων. Όταν παύεις να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου ως ανθρώπινο ον, η αυτοκτονία δεν έχει νόημα. Ίσως αυτή η απελπισμένη προσπάθεια του Χανς Λίττεν να κρατήσει ζωντανή την ανθρώπινη αίσθηση μέσα στα ηθικά ερείπια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, εξηγεί και την αυτοκτονία του. Ίσως και την αυτοκτονία του Πρίμο Λέβι, πολλά χρόνια αργότερα.
Ούτε η Δυτική ούτε η Ανατολική Γερμανία θα αποδώσουν πολλές τιμές στον Χανς Λίττεν μετά την πτώση του ναζισμού. Για τους δυτικούς ο Λίττεν ήταν πολύ κομμουνιστής. Για τους ανατολικούς όχι αρκετά. Το 1951, μια πλακέτα θα τοποθετηθεί στη μνήμη του στην πλατεία Φρειδερίκου στο Βερολίνο. Ένα δικηγορικό βραβείο θεσμοθετείται στη μνήμη του. Το 2008 ο Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, θα γράψει μια βιογραφία του στα αγγλικά. Το 2011 ο Μαρκ Χάιχερστ, θα γράψει το βιβλίο Ο άνθρωπος που στάθηκε απέναντι στον Χίτλερ, το οποίο δραματοποιήθηκε και έγινε σειρά του BBC. Το 2014 μια προτομή του θα τοποθετηθεί στα δικαστήρια του Βερολίνου. Στις 17 Ιανουαρίου 2020, ο Κώστας Παπαδάκης, συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, θα κλείσει την πολύωρη αγόρευσή του, αφιερώνοντάς την στην μνήμη του Χανς Λίττεν, που δεν έζησε για να ζητήσει το λογαριασμό από τους Γερμανούς δικαστές που αντιμετώπισαν τον ναζισμό με ραθυμία.