Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο.
Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μια επέτειο, στην στήλη «Οι καλοί και οι κακοί» παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
«Τελευταία μου προξενούν ιδιαίτερη ανησυχία οι συνεχείς εκκλήσεις υπέρ του νόμου και της τάξης. Η ίδια η έννοια της ζωής είναι αντίθετη με τον νόμο και την τάξη. Στη ζωή υπάρχουν παιδιά και ηλικιωμένοι, έντιμοι και λωποδύτες, πλούσιοι και φτωχοί, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι, ανακατεμένοι όλοι μαζί. Ιδανικό σκηνικό για τον νόμο και την τάξη είναι το νεκροταφείο. Οι νεκροί βρίσκονται σε απόλυτη τάξη και υπακούν σε όλους τους νόμους. Στην πραγματική ζωή, η πιο επιτυχημένη εφαρμογή αυτού του συνθήματος υπήρξαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γι’ αυτό θα πρότεινα να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί στην χρήση του. Η ναζιστική εποχή θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στη Γερμανία, εξαιτίας μιας πνευματικής κατάπτωσης που προκλήθηκε από μια εκπαίδευση βασισμένη ακριβώς στην υπακοή σε κάθε νόμο και τάξη».
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η τότε Δυτική Γερμανία βρίσκεται στη δίνη μιας υστερίας ενάντια στην τρομοκρατία. Η δράση της RAF και η καταστολή που την ακολούθησε, συνοδευόμενη από μεθόδους που περιλάμβαναν την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τα βασανιστήρια, έχουν φέρει τη χώρα σε κατάσταση πανικού. Η παραίτηση του μετριοπαθούς αριστερού σοσιαλδημοκράτη Βίλι Μπραντ και η διαδοχή του από τον εκπρόσωπο της δεξιάς τάσης του κόμματος Χέλμουτ Σμιτ στην καγκελαρία έχει εξαφανίσει τους όποιους δισταγμούς είχε το γερμανικό κράτος στο να αναπτύξει τρομοκρατικές μεθόδους κατά των αντιπάλων του. Ο γερμανικός Τύπος χτυπάει δυνατά τα τύμπανα του πολέμου εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», θέτει ανθρώπους στο στόχαστρο, σπιλώνει προσωπικότητες, ζητά περισσότερη ασφάλεια και λιγότερα δικαιώματα. Η κυβέρνηση ακολουθεί και η κοινωνία συναινεί αμήχανη.
Ο Χάινριχ Μπελ, πεζογράφος της μεταπολεμικής εποχής, «φωνή της συνείδησης των ερειπίων», όπως έχει αποκληθεί, βραβευμένος με το Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1972, είναι Γερμανός, καθολικός και σοσιαλδημοκράτης. Η σχέση του με τη Γερμανία και τη «γερμανικότητα» θα διαρρηχθεί ήδη κατά τη δεκαετία του 1950, όταν με τα πρώτα του βιβλία θα αρνηθεί να απονείμει τα εύσημα στο «γερμανικό οικονομικό θαύμα» του μεταπολέμου και θα μιλήσει ανοιχτά για την ενοχή και την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας. Η σχέση του με την καθολική εκκλησία θα τελειώσει στο τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν θα ασκήσει σκληρή κριτική σε μια σειρά από θέσεις της και αυτή δεν θα τον συγχωρήσει ούτε κι ο ίδιος εκείνη. Και η δεκαετία του ’70 είναι αυτή που θα σηματοδοτήσει τη ρήξη του με τη σοσιαλδημοκρατία, στην οποία θα αρνηθεί να δείξει ανοχή για την πολιτική κρατικής τρομοκρατίας που ασκεί. Έτσι, αντίθετα από μια παράδοση που θέλει τους διανοούμενους να ξεκινούν από θέσεις ριζοσπαστικής ανεξαρτησίας, αποκαθιστώντας σταδιακά τη σχέση τους με την εξουσία ή εντασσόμενοι σε κάποιο από τα μπλοκ που τη διεκδικεί, ο Μπελ θα διανύσει την ίδια σχεδόν διαδρομή ανάποδα, γκρεμίζοντας κατά τη διάρκεια της ζωής του μία μία όποιες γέφυρες είχε με την «ορθή» σκέψη.
Αντιεθνικιστικές καταβολές
Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία στις 21 Δεκέμβρη του 1917. Προς το τέλος δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πείνα θέριζε τη Γερμανία. Προερχόταν από οικογένεια προοδευτική, δημοκρατική και αντιεθνικιστική και απέκτησε και ο ίδιος αντιναζιστικές αντιλήψεις από τη δεκαετία του ’30, χωρίς να τις εγκαταλείψει ποτέ. Είναι ένας από τους λίγους νέους της Κολωνίας που αρνείται να ενταχθεί στην χιτλερική νεολαία. Στον πόλεμο στέλνεται στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου, τραυματίζεται, επιστρέφει στη Γερμανία και έπειτα ξανά στο μέτωπο. Γράφει στη γυναίκα του: «Μισώ την κόλαση της στολής. Μισώ τη στολή γενικά». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο μέτωπο εθίζεται στις ουσίες και ιδιαίτερα στις αμφεταμίνες, τις οποίες ζητά σε μεγάλες ποσότητες από την οικογένειά του στις επιστολές που ανταλλάσσει μαζί της. Από τις επιστολές φαίνεται ότι η εξάρτησή του από τις ουσίες είναι αρκετά μεγάλη και μάλιστα ο Μπελ είναι αρκετά ικανοποιημένος με αυτό, εκτιμώντας ότι επιβιώνει από τον πόλεμο χάρη σε αυτές.
Μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα για να ζήσει, ενώ παράλληλα γράφει τις πρώτες νουβέλες του. Τα πρώτα του έργα, Το τρένο έφτασε στην ώρα του, Ω ξειν, άγγειλον Λακεδ… και Εσύ Αδάμ πού ήσουν, είναι βαθιά επηρεασμένα από τις εμπειρίες του στο μέτωπο, και έχουν καλή υποδοχή από το λογοτεχνικό κοινό. Ακολουθούν βιβλία που περιγράφουν την πείνα της μεταπολεμικής Γερμανίας, όπως το Και δεν είπε ούτε λέξη και Το ψωμί των πρώτων χρόνων, που κάνουν τον Μπελ έναν από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Εκεί για πρώτη φορά αρχίζει να ασκεί κριτική στην υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας και το ηθικό κενό που κρύβεται πίσω από το οικονομικό θαύμα. Το 1959 δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση, κυκλοφορώντας το σπαρακτικό Μπιλιάρδο στις εννέα και μισή, ένα βιβλίο που καταγράφει τη ζωή μιας μεσοαστικής οικογένειας της Γερμανίας που δεν προσχωρεί ποτέ στον ναζισμό. Το βιβλίο στηρίζεται σε επαναλαμβανόμενους μονολόγους και σκέψεις, ξεφεύγει από τις συνήθεις νόρμες της πεζογραφίας της εποχής, αλλά και του ίδιου του Μπελ, αλλά κυρίως σοκάρει γιατί αποτελεί μια ωμή περιγραφή της προσχώρησης της γερμανικής κοινωνίας στο ναζισμό από την οπτική αυτών που δεν το έκαναν. Υπό αυτή την έννοια, η βάση του βιβλίου είναι αυτοβιογραφική.
Το 1963 εκδίδει τις Απόψεις ενός κλόουν, ένα από τα βιβλία που αγαπήθηκαν όσο λίγα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά τρυφερό και μελαγχολικό βιβλίο που περιγράφει, μέσα από εξιστορήσεις που γίνονται σε πραγματικό χρόνο 24 ωρών, την παρακμή ενός αρτίστα από τη στιγμή που τον εγκαταλείπει η σύντροφός του για χάρη ενός φερέλπιδα καθολικού με μέλλον στους κύκλους της εκκλησίας. Το βιβλίο αποτελεί μια ευθεία, αν και σε ορισμένα σημεία παραιτημένη, επίθεση στον γερμανικό καθολικισμό, τον συντηρητισμό της μεταπολεμικής κοινωνίας και τη βαθιά υποκρισία της, με παράλληλη υπενθύμιση της άρνησης της Γερμανίας να αντιπαρατεθεί πραγματικά με το ναζιστικό παρελθόν της κοιτάζοντας στον καθρέφτη. Ο Μπελ μέσα σε αυτό το βιβλίο κάνει σαφή και την μηδενική συμπάθεια που τρέφει για το ανατολικό μπλοκ, το οποίο εκείνη την εποχή χωρίζεται από το δυτικό στο Τείχος του Βερολίνου και εκφράζει μια ορισμένη συμπάθεια προς την ήπια σοσιαλδημοκρατία, χωρίς όμως να βασίζεται σε αυτή. Το πραγματικό του θέμα είναι η συντριβή του ατόμου μέσα στις μυλόπετρες των συμβάσεων και του κομφορμισμού.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Χανς Σνηρ, βυθίζεται στον αλκοολισμό και καταλήγει επαίτης, αδυνατώντας να βρει κατανόηση στους καλούς κύκλους της γερμανικής κοινωνίας, που είτε είναι προοδευτικοί είτε συντηρητικοί δεν θα του συγχωρήσουν την επιθυμία να παραμείνει ανεξάρτητος, και να ζήσει μια ζωή έξω από αυτήν που του υποδεικνύουν -από την εποχή της άνθισης του ναζισμού μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
«Δοκίμασες να παρηγορηθείς με τον κάλπικο κυνισμό της αριστεράς. Μάταια. Μάταια θα δοκιμάσεις να σκανδαλιστείς και με τον νοθευμένο κυνισμό της δεξιάς. Υπάρχει μια όμορφη λέξη: Τίποτα. Μη σκέφτεσαι τίποτα. Ούτε το Κεφάλαιο ούτε τους καθολικούς. Σκέψου μόνο τον κλόουν που κλαίει στη μπανιέρα του και του χύνεται ο καφές στις παντόφλες», αναφέρει σε ένα από τα πιο συγκινητικά αποσπάσματά του.
Το Νόμπελ
Το 1971 θα εκδώσει το Ομαδικό πορτραίτο για μια κυρία, ένα ακόμα σαρκαστικά πικρό χρονικό της γερμανικής κοινωνίας από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, που θα καταδείξει με τρόπο εξαιρετικά δηκτικό την ενοχοποίηση της αλληλεγγύης και τον ασφυκτικό έλεγχο που κυριαρχούν στην γερμανική νοοτροπία, η οποία θεωρεί ότι οδήγησε ευθέως στον ναζισμό και παραμένει έξω από κάθε κριτική και μετά την ήττα του. Η Σουηδική Ακαδημία θα θεωρήσει το έργο αυτό «κορωνίδα του λογοτεχνικού έργου του Μπελ», όταν θα του απονείμει το Νόμπελ έναν χρόνο αργότερα. Η βράβευση αυτή θα εξοργίσει τη γερμανική δεξιά, η οποία θεωρεί ότι ο Μπελ είναι ένας συγγραφέας που απευθύνεται «μόνο σε αριστεριστές και ριζοσπάστες» και αποτελεί έναν μόνιμο δυσφημιστή του γερμανισμού, πριν όσο και μετά τον πόλεμο. Στην ψυχροπολεμική Γερμανία, ο Μπελ θεωρείται από τους δεξιούς κύκλους «φωνή του εχθρού».
Όμως ο Μπελ δεν είναι φιλοσοβιετικός ούτε καν φιλοκομμουνιστής. Ήδη από τη δεκαετία του ’50, θα συνδεθεί με άλλους Ευρωπαίους διανοούμενους της αριστεράς και αναρχικούς, όπως ο Αλμπέρ Καμί, ο Σαρτρ, ο Πικάσο και θα κάνουν στοχευμένες παρεμβάσεις σε ζητήματα της εποχής τους. Θα χαρακτηριστεί αρχικά φιλοσοβιετικός, λόγω και της σκληρής κριτικής του στον Ψυχρό Πόλεμο, όμως η Σοβιετική Ένωση δεν θα διαφύγει της κριτικής του, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956. Όπως και ο άλλος σημαντικός πεζογράφος της μεταπολεμικής γερμανικής αριστεράς Γκίντερ Γκρας, θα πάρουν το μέρος του Καμί εναντίον του Σαρτρ στον καβγά τους σχετικά με την υπεράσπιση ή όχι του σοβιετικού καθεστώτος. Η βασική του ιδέα είναι ότι η γερμανική κοινωνία -και συνολικά η ευρωπαϊκή ως έναν βαθμό- χτίζονται από τα ίδια υλικά που δημιούργησαν τον ναζισμό, πασπαλισμένα με μπόλικη άχνη υποκρισίας.
Στη δεκαετία του ’70 θα ξεκινήσει έναν ανηλεή πόλεμο με τον λαϊκιστικό δεξιό τύπο και ιδιαίτερα την εφημερίδα Bild. «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», γραμμένο το 1974, επιτίθεται ευθέως στο κυνήγι μαγισσών που έχει ξεκινήσει στη Γερμανία με αφορμή τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Θα ταχθεί στο πλευρό της Ούλρικε Μάινχοφ και της RAF την εποχή της μεγάλης κρατικής καταστολής και των λευκών κελιών. Την περίοδο αυτή θα διακόψει οριστικά τις σχέσεις του με την καθολική εκκλησία, αλλά και με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και θα έρθει σε πλήρη ρήξη με τον καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ, που οργανώνει την πολιτική της μηδενικής ανοχής στους ακροαριστερούς κρατούμενους. Θα γράψει ακόμα ένα βιβλίο για την εποχή της τρομοϋστερίας, την Ασφυκτική προστασία, το οποίο είναι ένα αφήγημα της εποχής από τη σκοπιά των «προστατευόμενων» και το οποίο θα καταλήξει με την φράση κατακλείδα «Ένας κάποιος σοσιαλισμός πρέπει να επικρατήσει».
Η επίθεση στη Bild
Στη Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, που έχει μεταφερθεί πολλές φορές στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο, ο Μπελ διηγείται με τρόπο δημοσιογραφικό την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που ερωτεύεται κάποιον ύποπτο για τρομοκρατία, βλέπει τη ζωή της να γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαπόμπευσης από τον δεξιό κίτρινο τύπο και καταλήγει να σκοτώσει τον δημοσιογράφο που την κατασκοπεύει και την κυνηγά, πριν παραδοθεί. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Μπελ γράφει: «Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αυτού του βιβλίου είναι φανταστικά. Αν όμως ο αναγνώστης διαπιστώσει κάποια συνάφεια στις δημοσιογραφικές μεθόδους που περιγράφονται με εκείνες της εφημερίδας Bild, ας έχει υπόψη του ότι αυτή η συνάφεια δεν είναι ούτε ηθελημένη ούτε ακούσα, αλλά απλά αναπόφευκτη». Αποτελεί πραγματικά κακόγουστο ανέκδοτο ότι οι εκδόσεις Μεταίχμιο που επανέκδοσαν στα ελληνικά αυτό το βιβλίο, ανέθεσαν τον πρόλογό του στη… Σώτη Τριανταφύλλου, μια τυπική εκπρόσωπο αυτού του ιδιότυπου κυνηγιού μαγισσών των αντιφρονούντων στις αστικές κοινωνίες.
Ο Χάινριχ Μπελ ανήκει σε ένα σπάνιο και πολύτιμο είδος διανοουμένου της μεταπολεμικής Ευρώπης που δεν αρκέστηκε στο να επιλέξει στρατόπεδο, αλλά επέμεινε στην ανάγκη να αναμετρηθούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες με το μηδενισμό που επικράτησε στον 20ό αιώνα. Κάπως έτσι εξέφρασε θέσεις πέρα από τον κοινό τόπο και της συμβάσεις και ενάντια στη λήθη στην οποία βασίστηκε η μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Για αυτές αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι στη χώρα του, όπου η παρακαταθήκη του εξακολουθεί να είναι τεράστια στον αγώνα ενάντια σε κάθε αυταρχισμό και σε κάθε κυνισμό. Το πολύ δραστήριο «Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ», συνεχίζει σήμερα αυτή την παράδοση, αποτελώντας εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια το θεωρητικό εργαστήριο των Γερμανών Πρασίνων.
Πέθανε στις 16 Ιουλίου 1985 σε ηλικία 67 ετών και θάφτηκε σε ένα κοιμητήριο ανάμεσα στη Βόννη και την Κολωνία, σε έναν τάφο που αντί για σταυρούς και θρησκευτικά σύμβολα έχει πάνω του παιδικά παιχνίδια κατανόησης του σύμπαντος.