Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο. Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μία επέτειο, παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
To αν θα θυμάται κανείς έναν άνθρωπο ή πώς θα τον θυμάται εξαρτάται από τoν χώρο και τον χρόνο. Η προσωπική μνήμη μπορεί να μην είναι σημαντική για την κοινωνία. Η συλλογική όμως μνήμη, ιδιαίτερα η συλλογική μνήμη των ανθρώπων σε μια χώρα, μπορεί να έχει εξαιρετική επίδραση.
Στις 16 Οκτωβρίου του 1968, στους Ολυμπιακούς του Μεξικού στην απονομή των μεταλλίων στα 200 μέτρα, ο χρυσός Τόμι Σμιθ και ο χάλκινος Τζον Κάρλος, οι δυο μαύροι αθλητές των Η.Π.Α υψώνουν από το βάθρο τις γαντοφορεμένες τους γροθιές, ως μια συμβολική κίνηση υποστήριξης στον αγώνα της αφροαμερικανικής κοινότητας ενάντια στις διακρίσεις, τον ρατσισμό και την καταπίεση. Υποστήριξη στον αγώνα των ανθρώπων για ελευθερία. Το στάδιο παγώνει. Και η στιγμή αυτή, αποτυπωμένη στα φωτογραφικά καρέ και τις κάμερες μένει στην ιστορία και στη μνήμη των ανθρώπων, ως μια στιγμή συγκλονιστική.
Στην περίπτωση του Πίτερ Νόρμαν, του αργυρού ολυμπιονίκη, του λευκού που στέκεται περήφανος και αλληλέγγυος δίπλα στους συναθλητές του, η συλλογική μνήμη, σε δυο μεριές της γης, βιώθηκε με διαφορετικό τρόπο. Η Αμερική, η χώρα των τεράστιων αντιφάσεων, τον τίμησε για τη θαρραλέα στάση του και τη συνεισφορά του στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, ενώ η Αυστραλία, η χώρα που για δεκαετίες προωθούσε μεταναστευτική πολιτική μόνο για λευκούς, τον αποδοκίμασε, τον εξοστράκισε και τον ξέχασε, μέχρι τον θάνατό του και μέχρι πολύ πρόσφατα.
Ο Πίτερ Νόρμαν γεννήθηκε το 1942 και μεγάλωσε σε ένα προάστιο στη Μελβούρνη, σε μια οικογένεια από πιστά μέλη της προτεσταντικής οργάνωσης του Στρατού Σωτηρίας. Δούλεψε αρχικά ως μαθητευόμενος χασάπης. Ασχολήθηκε με τον στίβο, και στα δεκαοκτώ του, έγινε πρωταθλητής Νέων στους αγώνες της Βικτώριας. Έγινε γυμναστής και συνέχισε να τρέχει, τερματίζοντας πρώτος σε διάφορους αγώνες και διεθνείς διοργανώσεις και πήρε το εισιτήριο συμμετοχής στους Ολυμπιακούς του 1968.
Το 1968 είναι μια χρονιά αναβρασμού και παγκόσμιας κοινωνικής κίνησης. Η Γαλλία συνταράσσεται από τα γεγονότα του Μάη. Το κίνημα στην Αμερική ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ κορυφώνεται. Η αφροαμερικανική κοινότητα βρίσκεται σε αναβρασμό διεκδικώντας πολιτικά δικαιώματα και το αντιρατσιστικό κίνημα φουντώνει. Οι Σμιθ και Κάρλος, συμμετέχουν στην πρωτοβουλία του καθηγητή κοινωνιολογίας Χάρι Έντουαρντς για μια ολυμπιακή καμπάνια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να αποκαλύψει το πώς οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τους μαύρους αθλητές για να αποκρύψουν την πολιτική διακρίσεων στο εσωτερικό και να δημιουργήσουν ψεύτικες εικόνες στο εξωτερικό. Μια πιθανή ιδέα ήταν και το μποϋκοτάζ στους Ολυμπιακούς από τους μαύρους αθλητές, αλλά μετά από την ανησυχία και την πίεση από δηλώσεις και αρθρογραφία, αθλητικογράφων και πολιτικών, καθώς και από την Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή αυτή η ιδέα εγκαταλείπεται και η καμπάνια φθίνει. Έχει κατορθώσει όμως να αφυπνίσει πολύ περισσότερο κόσμο για τις διεκδικήσεις των μαύρων.
Ο τελικός των 200 μέτρων είναι ένας σπουδαίος αγώνας. Ο Σμιθ τερματίζει πρώτος με χρόνο 19.83 και κάνει παγκόσμιο ρεκόρ. Δεύτερος τερματίζει ο Νόρμαν, που περνάει τον Κάρλος στο νήμα, με χρόνο 20.06 κάνοντας προσωπικό και Αυστραλιανό ρεκόρ-ακατάρριπτο μέχρι σήμερα, ενώ ο Κάρλος έρχεται τρίτος με χρόνο 20.10.
Μετά τον τελικό και τους πανηγυρισμούς, και πριν γίνει η βράβευση, οι Κάρλος και Σμιθ εξομολογούνται στον Νόρμαν τι πρόκειται να κάνουν. Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μάρτιν Φλάναγκαν γράφει για αυτό. «Ρώτησαν τον Νόρμαν αν πίστευε στα ανθρώπινα δικαιώματα. Απάντησε ότι πίστευε. Τον ρώτησαν αν πιστεύει στον Θεό. Ο Νόρμαν, μεγαλώνοντας σε ένα ιδιαίτερα θρησκευόμενο περιβάλλον, είπε ότι πίστευε βαθιά. Γνώριζαν ότι αυτό που θα έκαναν θα ήταν πολύ πιο σημαντικό από οποιοδήποτε μετάλλιο. Είπε «θα σταθώ δίπλα σας». Ο Κάρλος αργότερα περιέγραψε ότι περίμενε να δει φόβο στα μάτια του. «Δεν είδα όμως. Είδα αγάπη». Ο Νόρμαν ήταν επίσης αυτός που τους πρότεινε να φορέσει ο καθένας από ένα γάντι μιας και ο Κάρλος είχε αφήσει το δικό του ζευγάρι στο Ολυμπιακό χωριό. Στη διαδρομή προς το βάθρο είδε έναν λευκό πρωταθλητή, μέλος της αμερικανικής κωπηλατικής ομάδας, τον Πωλ Χοφμαν, να φοράει την κονκάρδα της ολυμπιακής καμπάνιας. Του τη ζήτησε και την κάρφωσε στο πέτο της φόρμας του.
Οι υψωμένες γροθιές και οι καρφιτσωμένες κονκάρδες στο πέτο ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα στην συντηρητική Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και στον πιστό στη λευκή ανωτερότητα, πρόεδρό της, Έιβερι Μπράντατζ. Οι Σμιθ και Κάρλος αποβάλλονται από την Ολυμπιακή ομάδα και τους ζητείται εντός 48ωρου να επιστρέψουν στις ΗΠΑ. Εκεί δέχονται απειλές για τη ζωή τους, αλλά ταυτόχρονα γίνονται ήρωες για την μαύρη κοινότητα και για το αντιρατσιστικό κίνημα. Την ίδια στιγμή τα αυστραλιανά συντηρητικά μέσα ζητάνε την τιμωρία του Νόρμαν, ωστόσο ο επικεφαλής της ομάδας, Τζούλιους Πάτσινγκ, αρνείται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο. Αργότερα ο Νόρμαν δηλώνει ότι: «Ήταν σαν να ήμουν ένα βότσαλο που πετάχτηκε στη μέση μια λίμνης και τα νερά δεν σταμάτησαν ποτέ να ταράσσονται».
Επιστρέφει στην Αυστραλία και αυτό που συναντά είναι η έντονη κριτική και αποδοκιμασία από το κοινό και τα ΜΜΕ. Δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος όπως εξομολογείται η πρώτη του γυναίκα και τα παιδιά του. Ό,τι είχε συμβεί στο Μεξικό τον είχε αλλάξει. Βρίσκει νέα σύντροφο στη ζωή του, και ενώ εξακολουθεί να προπονεί μια ομάδα αυστραλιανού ποδοσφαίρου, κερδίζει την επόμενη χρονιά το χρυσό στους αγώνες του Ειρηνικού. Ωστόσο η Αυστραλιανή Ολυμπιακή Επιτροπή δεν τον συμπεριλαμβάνει στην ολυμπιακή αποστολή των αγώνων του Μονάχου το 1972, παρότι πιάνει τους απαιτούμενους χρόνους, με την πρόφαση ότι είχε τραυματισμό στους προκριματικούς.
Διάφορες εφημερίδες έγραψαν τότε ότι ο Νόρμαν έπρεπε να είναι στο αεροπλάνο για να συμμετάσχει στους αγώνες, παρά τις δικαιολογίες που προβλήθηκαν. Είτε επειδή πλήρωσε τη στάση του, είτε για λόγους τυπικούς ο Νόρμαν παραγνωρίστηκε και αγνοήθηκε στον τόπο του με τρόπο προσβλητικό και καθοριστικό. Εκείνος, παρά την πίκρα του, δεν έπαψε να τρέχει και να αγωνίζεται, μέχρι το 1984 που είχε ένα σοβαρό τραυματισμό στην αχίλλειο πτέρνα, και κινδύνευσε να χάσει το πόδι του από γάγγραινα. Το γεγονός αυτό που του προσθέτει έναν ακόμα λόγο να βγει στο περιθώριο, τον απογοητεύει και τον οδηγεί στην κατάθλιψη και το αλκοόλ.
Στους Ολυμπιακούς του 2000 στο Σίδνει, δεν κλήθηκε να παραβρεθεί παρότι ήταν κάτοχος ακόμα του εθνικού ρεκόρ στα 200 μέτρα. Η Αυστραλιανή Ολυμπιακή Επιτροπή για μια ακόμη φορά τον εξαίρεσε επικαλούμενη ότι θα μπορούσε να είναι εκεί, αρκεί να πλήρωνε τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής του. Τελικά, σε πείσμα διάφορων δεδομένων στερεοτύπων σχετικά με τις ΗΠΑ, παραβρέθηκε ως καλεσμένος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Στίβου.
Η μέρα του θανάτου του, έξι χρόνια μετά, στις 9 Οκτώβρη από ανακοπή καρδιάς, ανακηρύχθηκε από την ίδια ομοσπονδία ως μέρα Πίτερ Νόρμαν. Στην κηδεία του μετέβησαν οι Σμιθ και Κάρλος, που ποτέ δεν σταμάτησαν να διατηρούν φιλική σχέση μαζί του, και ήταν οι δύο από τους τέσσερις που κουβάλησαν το φέρετρό του.
Ο θάνατός του- τι περίεργο!- έφερε στο φως το τι ήταν ο Νόρμαν, για όλους όσους ήταν κρυμμένος. Το 2012 το Αυστραλιανό κράτος αναγνώρισε τη συνεισφορά του στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις αθλητικές του επιδόσεις και την αξία του ως αθλητή και εξέφρασε δημόσια συγνώμη για τον τρόπο που τον μεταχειρίστηκαν. Μόλις 10 μέρες πριν από τη σημερινή, στις 9 Οκτώβρη του 2019 έγιναν τα αποκαλυπτήρια τους αγάλματός του κοντά στο λιμάνι της Μελβούρνης, παρουσία μελών της οικογένειάς του, φίλων και προπονητών του. Στο μεταξύ ήδη ένα άγαλμα του κοσμούσε το Εθνικό Μουσείο Αφροαμερικανικού Πολιτισμού και ιστορίας στην Ουάσινγκτον.
Ο Πίτερ Νόρμαν είναι ο άνθρωπος που δεν σηκώνει τη γροθιά του στην ιστορική φωτογραφία της απονομής μεταλλίων για την κούρσα των 200 μέτρων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού. Πολλοί από όσους την κοιτάν, τον προσπερνάνε ή φαντάζονται, η ιστορία του έμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, δεν τιμήθηκε ποτέ εν ζωή. Ο Πίτερ Νόρμαν υπήρξε μια υψωμένη γροθιά ο ίδιος. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους στο πλήθος που ήταν εκεί για να γραφτεί η ιστορία, ακόμα κι αν δεν θα έγραφε για αυτόν.