Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο. Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μία επέτειο, παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Στις 9 Οκτωβρίου 1978, η Γαλλία βιώνει ένα μεγάλο σοκ. Ο Ζακ Μπρελ, αυτός ο Βέλγος που αρνήθηκε θυμωμένα τη χώρα του για να ζήσει στο Παρίσι και να γίνει ο σημαντικότερος γαλλόφωνος τραγουδοποιός στην ιστορία, πεθαίνει σε ηλικία 49 ετών από καρκίνο. Η Γαλλία έχει χάσει μια φωνή και μια μορφή που τη σημάδεψε και τη χαρακτήρισε στην πραγματικότητα πιο πολύ από τους φιλοσόφους των καφέ, τους περιπατητές των βουλεβάρτων ή ακόμα τους μικρούς ήρωες των αμφιθεάτρων, τη φωνή που εξέφρασε όλο το πάθος, τον σαρκασμό, την τρυφερότητα και την αναζήτησης της ελευθερίας και της ζωτικότητας στη γαλλική κοινωνία της δεκαετίας του ’60.
O Μπρελ γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1929 στο Σάαρμπεκ της Φλάνδρας, στο Βέλγιο. Η οικογένειά του δεν είχε καμία σχέση με αυτό που θα απογινόταν ο Ζακ. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, πολύ πλούσιοι βιομήχανοι και καθολικοί, πολύ καθολικοί. Ο Ζακ επίσης οδηγείται στην καθολική εκπαίδευση και επηρεάζεται από αυτήν. Αν και εξαιρετικά δημιουργικός από παιδί, τα ποιήματα που θα γράψει και οι θεατρικές παραστάσεις που θα παρουσιάσει βασισμένες σε δικά του κείμενα, πριν ακόμα κλείσει τα 16, θα είναι γεμάτες χριστιανικό διδακτισμό και αυτός θα τον συνοδεύει για καιρό ακόμα, στα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, στη Γαλλία.
Θα βρεθεί εκεί το 1953 και θα πέσει πάνω στο Ζακ Κανετί, τον μουσικό παραγωγό που ανέδειξε μια σειρά από μεγάλα ονόματα της γαλλικής σκηνής εκείνων των χρόνων. Αυτός θα εκτιμήσει τον λυρισμό των στίχων του Μπρελ και τη φωνή του και θα του δώσει την ευκαιρία να παίξει σε κάποια μουσικά θέατρα. Τα τραγούδια του αρέσουν, αλλά δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά που θα γράψει αργότερα. Στηλιτεύει τον πόλεμο, τη υποκρισία, αλλά πάντα σε ένα χριστιανικό πλαίσιο. Ο Ζορζ Μπρασένς, που θα γίνει αργότερα φίλος του και θα συνθέσει μαζί με τον Μπρελ και τον Λεό Φερρέ το τρομερό αναρχικό τρίγωνο της γαλλικής μουσικής, είναι ήδη τότε οργανωμένος αναρχικός και τον αποκαλεί ειρωνικά «παπά Μπρέλ». Η ζωή του Ζακ όμως δεν είναι τόσο καθολική όσο οι στίχοι του. Γυρίζει τις μουσικές σκηνές ως συνοδευτικός τραγουδιστής μεγαλύτερων ονομάτων και σε μία από αυτές τις περιοδείες γνωρίζει την τραγουδίστρια Κατρίν Σοβάζ και συνάπτει μαζί της την πρώτη από τις πολύ διάσημες και πολύ παθιασμένες ερωτικές του σχέσεις. Είναι τότε ήδη παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
Το 1956 με το τραγούδι ‘’Quand on n’a que l’amour’’ γνωρίζει την πρώτη του πολύ μεγάλη επιτυχία. Θα ακολουθήσουν αμέσως και άλλες και το 1959 θα κυκλοφορήσει ένα τραγούδι το οποίο θα τον μετατρέψει σε σταρ και παραμένει ίσως ακόμα και σήμερα το σήμα κατατεθέν του. Είναι το περίφημο ‘’Ne me quitte pas’’.
Το “Ne me quitte pas” γνωρίζει αμέσως τεράστια επιτυχία και δεν θα σταματήσει από τότε μέχρι σήμερα. Θα διασκευαστεί αρκετά γρήγορα στα αγγλικά, ως “If you go away”, θα τραγουδηθεί ως τέτοιο από δεκάδες μεγάλα ονόματα του αγγλόφωνου τραγουδιού, αλλά η γαλλική εκτέλεση θα παραμείνει αξεπέραστη. Ο Μπρελ θα κλείνει κατά κανόνα με αυτό τις συναυλίες του δημιουργώντας κύματα ενθουσιασμού στο κοινό και το τραγούδι θα επιχειρήσουν να το πουν και να το ξαναπούν τραγουδιστές σε όλον τον κόσμο και σε κάθε γλώσσα σχεδόν. Μια ιστορία όμως παραμένει σχετικά άγνωστη για αυτό: ο Μπρελ δεν αγαπούσε καθόλου αυτό το τραγούδι. Γραμμένο για τον χωρισμό του με την ηθοποιό Σουζάν Γκαμπριελό (άλλη μια διάσημη παθιασμένη ερωτική ιστορία του), στηριγμένο σε στίχους απόλυτης ερωτικής υποταγής και εγκατάλειψης, το τραγούδι θα κερδίσει την αγάπη του κοινού, αλλά την αντιπάθεια του δημιουργού του που το θεωρούσε πάντα «αξιολύπητο». Αρχικά ο Μπρελ προσπάθησε να μη μπει στο δίσκο εκείνης της χρονιάς, σε πείσμα των παραγωγών, και στη συνέχεια προσπαθούσε να μην το συμπεριλαμβάνει στο συναυλιακό του πρόγραμμα, κάτι όμως εντελώς αδύνατο. Είναι εντυπωσιακό ότι μερικές από τις πιο διάσημες συναυλιακές εκτελέσεις του τραγουδιού, που είναι σήμερα κλασικές και για τις οποίες θεωρείται ότι ο Μπρελ δίνει ένα αδιανόητο ρεσιτάλ ερμηνείας και συναισθημάτων, έγιναν περίπου αναγκαστικά και παρά τη θέλησή του.
Πετώντας πέτρες στον ουρανό
Με την είσοδο στη δεκαετία του ’60 ο Μπρελ αλλάζει. Τα τραγούδια του χάνουν τον ηθικό διδακτισμό και αρχίζουν να έχουν κάτι από την ερωτική ένταση της ζωής του. Οι αστοί δε κατηγορούνται πλέον απλά ως άδικοι αλλά γίνονται αντικείμενο ενός θυμωμένου σαρκασμού. Το χριστιανικό δέρμα του Μπρελ πέφτει και στη θέση του εμφανίζεται η σάρκα ενός πεπεισμένου και φανατικού άθεου που καλεί τους ανθρώπους να ξεχάσουν τις επουράνιες ψευδαισθήσεις τους και να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους ζώντας τη ζωή μέχρι το μεδούλι και διαλύοντας τις συμβάσεις. Ο ίδιος κάνει το ίδιο. Στο τραγούδι ‘’Les bourgeois’’ οι αστοί παρομοιάζονται με γουρούνια, στο ‘’Les bonbons’’ ως παιδόφιλοι που κρύβονται πίσω από τους καλούς τους τρόπους, στο ‘’Les f…’’ ως αμετανόητοι συνεργάτες των ναζί. Στο τραγούδι ‘’Le dernier repas’’ φωνάζει ότι θέλει να πετάξει πέτρες στον ουρανό κραυγάζοντας ότι «ο θεός είναι νεκρός». To ‘’Mathilde’’ και το ‘’Madeleine’’ είναι ύμνοι στον τρελό έρωτα με τις ματαιώσεις του και τις αιώνιες επιστροφές του. Το ‘’La chanson des vieux amants’’ ωδή στην τρυφερότητα των παλιών ερώτων. Στο ‘’Amsterdam’’, ένα τραγούδι που θα αποτελέσει τη δεύτερη πολύ μεγάλη παγκόσμια επιτυχία του, φλέγεται ολόκληρος τραγουδώντας απλά για τους μεθυσμένους ναυτικούς του ολλανδικού λιμανιού, συνεχίζοντας στην πραγματικότητα μια εικαστική παράδοση της Φλάνδρας, που κατάφερνε να δημιουργεί αριστουργηματικούς πίνακες με το τίποτα. Τα τραγούδια του είναι ιστορίες που οι ήρωές τους είναι μεθυσμένοι, απελπισμένα ερωτευμένοι, έξω φρενών με τον αστικό κομφορμισμό και τον χριστιανικό μανδύα του. Γεννούν αντιθέσεις και αντιδράσεις, κυρίως στην πατρίδα του τη Φλάνδρα, που δεν του συγχωρεί τον τρόπο που μιλά για αυτήν, όπως αυτός δεν της συγχωρεί την ανοχή της στους ναζί. Ο Μπρελ τραγουδά ασταμάτητα σε μουσικούς χώρους και συναυλίες, ιδρώνει, κινείται σαν ηθοποιός και γίνεται η φωνή και η σάρκα μιας Γαλλίας που ετοιμάζεται για τον Μάη του ’68, παθιάζεται, εξεγείρεται, ονειρεύεται και παραμένει μέχρι το βάθος τρυφερή.
Και ξαφνικά, το 1966, τη στιγμή που βρίσκεται στον απόλυτο κολοφώνα της δόξας του, όντας ο πιο γνωστός τραγουδιστής στον κόσμο που δεν τραγουδά στα αγγλικά, σοκάρει τους πάντες, ανακοινώνει ότι εγκαταλείπει το τραγούδι γιατί «το βαρέθηκε». Είναι τότε 37 ετών. Θα τηρήσει την απόφασή του και θα ασχοληθεί στο εξής με την σκηνοθεσία στο θέατρο και το σινεμά και την ηθοποιία. Toν Οκτώβριο του 1968 ανεβάζει στις Βρυξέλλες σε δική του σκηνοθεσία το μιούζικαλ «Ο άνθρωπος από τη Μάντσα», μια παράσταση που θα μείνει μνημειώδης και θα ανέβει και στο Παρίσι, με τον ίδιο τον Μπρελ στον ρόλο του Δον Κιχώτη. Θα αφοσιωθεί στη συνέχεια στο σινεμά, παίζοντας σε αρκετές ταινίες και σκηνοθετώντας δύο ο ίδιος: το «Φραντς» το 1971 και «Το Φαρ Ουέστ» το 1973. Το τελευταίο θα είναι μια καλλιτεχνική αποτυχία και ο Μπρελ θα εγκαταλείψει και το σινεμά μετά από αυτό.
O Μπρελ δεν θα συνδεθεί ποτέ στη ζωή του με οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Σε μια περίφημη εκπομπή που θα κάνει για το γαλλικό ραδιόφωνο μαζί με τον Λεό Φερρέ και τον Ζορζ Μπρασένς, θα δηλώσει ανοιχτά την προτίμησή του στον αναρχισμό. Οι τρεις τους θα αποτελέσουν κατά κάποιο τρόπο ένα αναρχικό τρίγωνο για τη γαλλική μουσική σκηνή. Ο Μπρασένς, ο μόνος ανάμεσά τους που είχε οργανωμένη σχέση με την Αναρχική Ομοσπονδία, είναι οπαδός ενός αναρχισμού νωχελικού και πασιφιστικού, που ειρωνεύεται κάθε πολιτική στράτευση ως πηγή εξαναγκασμού. Ο Φερρέ, ο πιο φωνακλάς από τους τρεις, θα τραγουδήσει έναν αναρχισμό πομπώδη και υπερφίαλο, πολιτική απόληξη ενός αισθητικού ρομαντισμού. Ανάμεσα στους τρεις, ο Μπρελ, αυτός που λιγότερο μίλησε για την αναρχική του ταυτότητα, ήταν εκείνος που περισσότερο την ανέπτυξε ως βίωμά του: ως άρνηση της χριστιανικής και της αστικής υποκρισίας, της κοινωνικής σύμβασης ως κριτήριο αρετής και ως υπαρξιστική ανάγκη να κάνει ο άνθρωπος πράξη την ελευθερία που αποτελεί τη μοίρα του.
Στη ρίζα όμως της άρνησής του να οργανωθεί οπουδήποτε, βρίσκεται μια το δίχως άλλο ατομική αντίληψη της ανθρώπινης στάσης και μια ορισμένη απαισιοδοξία. Στα τραγούδια του, τα σύνολα είναι συνήθως φορείς ολοκληρωτισμού, συλλογικής προσποίησης, οργάνωσης μιας απάτης. Το άτομο είναι αυτό που καλείται να σπάσει αυτό το απόστημα, αλλά κυρίως για λογαριασμό της ζωής του, για να ερωτευθεί, να αναπτύξει φιλίες, να μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο, να παθιαστεί εκτός του κανόνα. Σπάνια θα τα καταφέρει. Στο τραγούδι του ‘’Ce gens-la’’, ίσως την πιο φιλόδοξη και ποιητική κριτική του στην αστική και τη μικροαστική ζωή και την πυρηνική οικογένεια, ο αφηγητής ξεχωρίζει από ένα ολόκληρο σόι ταρτούφων που λογαριάζουν τα πάντα με βάση το κέρδος, τη Φρίντα, την αγάπη του, αλλά αφού περιγράψει τα όνειρά του για αυτήν, για τη ζωή της μαζί του σε ένα σπίτι «χωρίς καθόλου τοίχους», θα καταλήξει να ομολογήσει ότι αυτό δεν θα γίνει γιατί «οι άνθρωποι αυτοί δε φεύγουν ποτέ». Όταν ρωτήθηκε ποια είναι η πολιτική του δράση, απάντησε με έναν τυπικό μπρελικό προβοκατόρικο σαρκασμό: «Όταν κάνω έρωτα με 13χρονα κοριτσάκια, φαντασιώνομαι πάντα τον στρατηγό Ντε Γκολ».
Στη ρίζα της στάσης του είναι πάντα το πάθος. Στη σχέση του με τις γυναίκες που ερωτεύεται διαρκώς με έναν δονζουανισμό που με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να θεωρηθεί μισογυνικός (ο ισόβιος μεγάλος έρωτάς του θα παραμείνει η τραγουδίστρια Μπαρμπαρά και δεν θα εκδηλωθεί παρά περιστασιακά). Στον τρόπο που τραγουδούσε κουνώντας ακατάπαυστα τα χέρια του, γεμίζοντας συσπάσεις το πρόσωπό του και αλλάζοντας στάση στο σώμα του, ή στον τρόπο που κάπνιζε, ασταμάτητα, το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Στους στίχους του βέβαια, που είναι γεμάτοι από ιστορίες τρελών επιθυμιών και σκληρής τρυφερότητας.
Το 1976 θα διαγνωστεί με καρκίνο στον πνεύμονα. Θα κάνει μια πρώτη θεραπεία και στη συνέχεια θα αποσυρθεί στις Μαρκίζες, έναν νησιωτικό σύμπλεγμα του Ειρηνικού στη Γαλλική Πολυνησία, εκεί όπου αποσύρθηκε και ο Γκογκέν. Εκεί θα αφοσιωθεί στο καινούριο του πάθος, το πιλοτάρισμα αεροπλάνου. Έχει στόχο να κάνει το γύρο του κόσμου με το αεροπλάνο του. Δεν θα τα καταφέρει. Το 1978 η υγεία του θα επιβαρυνθεί. Θα επιστρέψει στο Παρίσι και θα μπει για μια τελευταία φορά στο στούντιο, ηχογραφώντας έναν έσχατο δίσκο, ο οποίος θα κυκλοφορήσει αμέσως μετά τον θάνατό του. Θα μεταφερθεί για να θαφτεί στις Μαρκίζες. Ο τάφος του είναι ελάχιστα μέτρα μακριά από τον τάφο του Γκογκέν.
Ο Μπρελ δεν ήταν επαναστάτης, η φυγή ήταν ο συνήθης τρόπος του για να ξεφεύγει από όσα τον δέσμευαν. Ενσάρκωσε μουσικά όμως περισσότερο από οποιονδήποτε την κούραση της γαλλικής και της ευρωπαϊκής κοινωνίας από το μεταπολεμικό πλαίσιο τους, την ανάγκη να σπάσουν τα στεγανά τους και να εξεγερθούν. Αυτό θα γίνει στη Γαλλία λίγο περισσότερο από έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του Μπρελ από τη σκηνή, επειδή «βαρέθηκε». Η ατομική στάση προηγήθηκε και εδώ της συλλογικής, όμως ξεπεράστηκε από αυτήν. Έτσι ώστε τελικά, αυτό που μας έμαθε κυρίως ο Μπρελ να είναι κάτι άλλο, το πώς ακριβώς πρέπει να λέμε ένα τραγούδι: σα να εξαρτάται από αυτό η σωτηρία του κόσμου.