Η αντιπολεμική 1η Αυγούστου της μεσοπολεμικής Αριστεράς
Του Τάσου Κωστόπουλου, πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Στον σημερινό πολίτη, η 1η Αυγούστου δεν λέει τίποτα ως ημερομηνία −το πολύ πολύ, να συμπίπτει με την έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών του. Για τους συμπατριώτες μας όμως του Μεσοπολέμου και τους πολίτες της υπόλοιπης τότε Δύσης, ιδίως όσους ανήκαν στην Αριστερά, η επέτειος αυτή της έναρξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (της αιματηρότερης, μέχρι τότε, σύρραξης της ανθρώπινης ιστορίας) ήταν μια μέρα έντασης και κυνηγητού.
Αναγορευμένη το 1929 από την Κομμουνιστική Διεθνή σε «παγκόσμια ημέρα αγώνα κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου», με προγραμματισμένες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την εκκολαπτόμενη νέα παγκόσμια σύρραξη και τα σχέδια ιμπεριαλιστικής επίθεσης εναντίον της ΕΣΣΔ, αντιμετωπιζόταν από τον Τύπο και τις αστυνομίες των καπιταλιστικών χωρών ως μείζων πρόκληση κατά της κρατικής ασφάλειας, που έπρεπε να παταχθεί δυναμικά με κάθε μέσο. Οι πόλεις στρατοκρατούνταν και οι Ασφάλειες οργίαζαν, σε μια εντυπωσιακή επίδειξη των κατασταλτικών δυνατοτήτων του κρατικού μηχανισμού.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ξεχασμένη αυτή επέτειος παρουσιάζει πάντως ένα πρόσθετο ενδιαφέρον: υπενθυμίζει μια ιστορική παράδοση της Αριστεράς, αντιμιλιταριστική κι απροκάλυπτα αντιεθνικιστική, πολύ διαφορετική απ’ αυτή που επικράτησε μεταπολεμικά, μετά την ανασύστασή της ως πατριωτική δύναμη αντίστασης στη χιτλερική Κατοχή. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η ελληνική Αριστερά δεν συγκροτούνταν, βλέπεις, μονάχα ως φορέας ενός εναλλακτικού κοινωνικού σχεδίου, αλλά και ως η μόνη δομική αντιπολίτευση στον εγχώριο εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό, την ιδεολογία που είχε ηγεμονεύσει στην εγχώρια δημόσια ζωή από τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα μέχρι την οδυνηρή έμπρακτη εφαρμογή της τη δεκαετία 1912-1922.
«Εμπρός! η μόνη μας ελπίδα / είναι η σφιγμένη μας γροθιά / κάτω οι πολέμοι και η πατρίδα / ζήτω, ζήτω η λευτεριά!», από την ελληνική εκδοχή της «Διεθνούς» (Κόκκινα Τραγούδια», έκδοση ΣΕΚΕ, Αθήνα 1921)
Και στις δύο περιπτώσεις, καθοριστικό ρόλο για τις επιλογές της ελληνικής Αριστεράς διαδραμάτισαν οι υπαρκτές αντιθέσεις της κοινωνίας μέσα στην οποία διαμορφώνονταν και δρούσαν οι αγωνιστές και τα στελέχη της. Οπως η κοσμογονική εμπειρία της Κατοχής γέννησε το ΕΑΜικό κίνημα, εξίσου καταλυτικά είχαν επιδράσει τα δραματικά βιώματα μιας δεκαετίας αλλεπάλληλων πολέμων στην ανάδυση μιας διάχυτης αντιμιλιταριστικής κι αντιεθνικιστικής διάθεσης −πολύ ευρύτερης άλλωστε, στην τότε ελληνική κοινωνία, από την περιορισμένη επιρροή του ΚΚΕ και των τροτσκιστικών οργανώσεων.
Η γραμμή αυτή ουδόλως μεταβλήθηκε άλλωστε με την αλλαγή ηγεσίας που επέβαλε το 1931 στο ΚΚΕ η Κομμουνιστική Διεθνής· αν κάτι άλλαξε τα επόμενα χρόνια, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της κομματικής δραστηριότητας, αυτό ήταν κυρίως η προσπάθεια ν’ αποκτήσει η αντιμιλιταριστική-αντιεθνικιστική προπαγάνδα μορφές περισσότερο κατανοητές στις λαϊκές μάζες.
Μέρα μνήμης, μέρα τρόμου
Ορατότερη πτυχή του κομμουνιστικού γιορτασμού της 1ης Αυγούστου αποτελούσαν, φυσικά, οι προγραμματισμένες αντιπολεμικές διαδηλώσεις που καταστέλλονταν αμείλικτα στη γέννησή τους. Αρκετές μέρες πριν, οι αστικές εφημερίδες (συντηρητικές και φιλελεύθερες) καλλιεργούσαν ένα κλίμα επικείμενης συντέλειας του κόσμου, με ταυτόχρονες διαβεβαιώσεις ότι τα σώματα καταστολής επαγρυπνούν για να επιβάλουν την τάξη σε κάθε «ταραξία». Οι συγκεντρώσεις απαγορεύονταν και αποσπάσματα στρατού, αστυνομίας, χωροφυλακής και πεζοναυτών έπαιρναν προληπτικά θέση στα κεντρικά σημεία τόσο της πρωτεύουσας όσο και των συνοικιών ή των επαρχιακών πόλεων (κυρίως της Βόρειας Ελλάδας) με αξιόλογη κομμουνιστική παρουσία.
Τις περισσότερες φορές, το συλλαλητήριο αποψιλωνόταν προληπτικά με εκατοντάδες συλλήψεις υποψήφιων διαδηλωτών τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα, μαζικές προσαγωγές όσων τολμούσαν να σπάσουν την απαγόρευση ή θεωρούνταν απλώς ύποπτοι· ακολουθούσε ξεσκαρτάρισμα των συλληφθέντων και παραπομπή πολλών απ’ αυτούς σε αυτόφωρα πλημμελειοδικεία που συνεδρίαζαν ακόμη και τη νύχτα, συνοπτική επιβολή ποινών με βάση το Ν.4229/1929 «περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος» («Ιδιώνυμο) και φυλάκισή τους. Οπως διαπιστώνουμε από τα ρεπορτάζ των ημερών, οι κατασταλτικές αυτές πρακτικές εφαρμόζονταν κάθε χρόνο μεταξύ 1929 και 1934, ανεξαρτήτως αν κυβερνούσαν οι βενιζελικοί ή οι αντιβενιζελικοί.
Για την έκταση και τη δριμύτητα της καταστολής, εξαιρετικά εύγλωττο είναι ένα από τα δύο «επεισόδια» της 1/8/1929 στη Θεσσαλονίκη που κατέγραψε η «Μακεδονία» της επομένης: «Την 9ην νυκτερινήν ομάς δεκαπέντε κομμουνιστών οίτινες έπινον εντός των καφενείων του Κουλέ Καφέ εξήλθεν εις την πλατείαν και ήρχισε φωνάζουσα κάτω ο πόλεμος. Οι κομμουνισταί μόλις είχον προλάβει να ζητωκραυγάσουν υπέρ της Μόσχας, οπότε δύναμις χωροφυλακής διέλυσε δι’ υποκοπάνου την ομάδα, συνέλαβε δε τον αρχηγόν αυτής Δ. Παπαϊωάννου όστις παρεπέμφθη εις το διανυκτερεύον αυτόφωρον πταισματοδικείον και κατεδικάσθη αποσταλείς εις τας φυλακάς».
Το 1934, πάλι, μας πληροφορεί ανταπόκριση από τη συμπρωτεύουσα στην αθηναϊκή «Ακρόπολι» (2/8), «περί την 10ην νυκτερινήν συνελήφθη εις το καφέ Κουλέ ένα γκαρσόνι ονόματι Παπαϊωάννου, διότι εκραύγασε κάτω ο πόλεμος».
Εξίσου χαρακτηριστική και η περιγραφή των «Αθηναϊκών Νέων» (1/8/1932), σ’ ένα μονοστηλάκι καταχωνιασμένο στην τελευταία σελίδα με τίτλο «Η αντιπολεμική ημέρα των κομμουνιστών», για όσα διαδραματίστηκαν τις προηγούμενες ώρες: «Από της πρωίας πάσα η αστυνομική δύναμις τελεί εν επιφυλακή. Το σώμα στρατού διέθεσεν ως ενίσχυσιν της αστυνομίας 120 άνδρας, η δε χωροφυλακή ελαχίστους άνδρας μετά υπαξιωματικών. Εκ των στρατιωτών 80 διετέθησαν δια τας Αθήνας και 40 δια την Καλλιθέαν. Επίσης διετέθησαν και δύο πυροσβεστικαί αντλίαι. Μέχρι της μεσημβρίας είχον συλληφθή περί τους 400 κομμουνισταί. Οι συλληφθέντες θα απολυθούν μετά το μεσονύκτιον. Συνελήφθησαν διάφοροι κομμουνισταί διανέμοντες προκηρύξεις. Υπό του πλημμελειοδικείου κατεδικάσθη εις 6 μηνών φυλάκισιν ο Γ. Ζαγκούλης, διότι ενήργει προπαγάνδαν υπέρ του κομμουνισμού».
Στον Πειραιά, πάλι, «η αστυνομία ενεργούσα προληπτικώς συνέλαβε την πρωίαν αρκετούς κομμουνιστάς. Αστυνομικά όργανα κατέσχον την πρωίαν δυο ερυθράς σημαίας εις την διασταύρωσιν των οδών Αντ. Θεοχάρη και Χατζηκυριάκου. Επίσης κατεσχέθησαν άλλαι δύο σημαίαι ερυθραί ανηρτημέναι επί στύλων εις την Πειραϊκήν χερσόνησον».
Οι δίκες των συλληφθέντων είχαν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, με τους δικαστές να επιδίδονται συνήθως σε πατριωτικά κηρύγματα συμμόρφωσης των κατηγορουμένων, προτού τους χώσουν στη φυλακή. Στο αυτόφωρο της 2/8/1933, μας πληροφορεί π.χ. ο «Ριζοσπάστης» της επομένης, ο πρόεδρος ρώτησε κάποιον από τους διωκόμενους εργάτες «πού είδε αυτός, σα νέος που είνε, τα κακά του πολέμου»· η αποστομωτική απάντηση του κατηγορουμένου («στα μακελειά του πολέμου σκοτώθηκαν ο πατέρας και τ’ αδέρφια μου και σαν εργάτης δεν είμαι διατεθειμένος να σκοτωθώ και γω για τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών») δεν απέτρεψε, φυσικά, την καταδίκη του σε 9μηνη φυλάκιση, μαζί με όλους τους υπόλοιπους.
Τολμηρότερες απαντήσεις εμπεριείχαν ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους. Κατά την απολογία του στο Εφετείο της Λάρισας (20/7/1933), ένας εργάτης, καταδικασμένος ήδη πρωτόδικα επειδή την προηγούμενη χρονιά «μίλησε σε συνέλευση των ξυλουργών Βόλου καλώντας τους στην αντιπολεμική πάλη της 1ης Αυγούστου», «απαρίθμησε τα θύματα της Μικρασιατικής εκστρατείας, την καταστροφή στην οποία οδηγούν τους εργαζόμενους οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, αντιτάχθηκε κατά των εξοπλισμών. Τέλος ανάφερε πως είχε το ταξικό καθήκον και δικαίωμα να καλέσει τους ξυλουργούς στην αντιπολεμική πάλη γιατί σαν προλετάριοι έχουν να υποστούν ανυπολόγιστη καταστροφή απ’ τον πόλεμο. Σε μια στιγμή που ρωτήθηκε απ’ τον Εισαγγελέα: “τι θα κάνετε σε περίπτωση πολέμου;”, απάντησε: “θα πάρουμε τα όπλα απ’ το στρατό και θα τα στρέψουμε κατά των κεφαλαιοκρατών!” Στο άκουσμα των λέξεων αυτών οι δικαστές αφηνίασαν και οι χαφιέδες ώρμηξαν και άρπαξαν το σύντροφο χωρίς να τον αφήσουν να τελειώσει την απολογία του». Το Εφετείο αύξησε την καταδίκη, από 8 μήνες φυλάκισης σε 18, συν άλλους 8 εξορία («Ριζοσπάστης», 1/8/1933).
Μοναδική εξαίρεση σ’ αυτό τον κατακλυσμό μονόπλευρης κρατικής βίας αποτέλεσαν δύο αιματηρά επεισόδια του εορτασμού του 1931. Στις 31 Ιουλίου, όταν μικρό απόσπασμα στρατού και χωροφυλακής επιχείρησε να διαλύσει πολυπληθή αντιπολεμική συγκέντρωση στις Σέρρες, οι συγκεντρωμένοι απάντησαν με ρίψη τούβλων και πυροβολισμούς, σκοτώνοντας ένα λοχαγό. Το βράδυ της επομένης, μια ομάδα διαφωνούντων αρχειομαρξιστών απελευθέρωσε έναν κρατούμενο σύντροφό τους, πρώην χωροφύλακα, σκοτώνοντας με πιστόλι τον αστυφύλακα που τον συνόδευε, όταν αυτός τράβηξε όπλο.
Ο αυτουργός του φόνου, Μιχάλης Μπεζεντάκος, θα συλληφθεί δύο μήνες αργότερα, θα προσχωρήσει στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του και την παραμονή της δίκης του θ’ αποδράσει με μυθιστορηματικό τρόπο −αναγορευόμενος από τη λαϊκή μούσα σε ήρωα ενός από τα δημοφιλέστερα κομμουνιστικά τραγούδια της εποχής. Απ’ την πλευρά του, το όργανο του κόμματος δεν δίστασε να υπερασπιστεί πρωτοσέλιδα την ένοπλη αυτοάμυνα των διαδηλωτών των Σερρών: «Στις Σέρρες, ένας από τους Λεμονήδες πλήρωσε με τη ζωή του το έργο του δολοφόνου της εργατικής τάξης. […] Πηγαίνουν, πειράζουν στο κουβέλι τις μέλισσες και έχουν την αξίωση να μην τους κεντρίζουν. Νομίζουν ότι θα κάθονται οι εργάτες να πυροβολούνται, να σκοτώνουνται σαν το σκυλί στ’ αμπέλι χωρίς ν’ απαντούν!» (2/8). Ανάλογη στάση κράτησαν και τα έντυπα «Σπάρτακος» και «Πάλη των Τάξεων» της τροτσκιστικής Αντιπολίτευσης, που επίσης μετείχε στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις.
Οι αντιεθνικιστικές-αντιμιλιταριστικές κινητοποιήσεις δεν περιορίζονταν, βέβαια, στην επέτειο της 1ης Αυγούστου −ούτε και η καταστολή τους. Απαγόρευση και μαζικές συλλήψεις ήταν η απάντηση της κυβέρνησης Βενιζέλου στην προσπάθεια του ΚΚΕ να γιορτάσει την 25η Μαρτίου με αντιπολεμικό σκεπτικό, διαμαρτυρόμενο για τα εγκαίνια του Αγνωστου Στρατιώτη (βλ. «Ιός» 22/3/2009). Με τον ίδιο τρόπο υποδέχθηκε η κυβέρνηση Τσαλδάρη και το αντιφασιστικό συνέδριο της 3/6/1934, μπουζουριάζοντας -σύμφωνα με τη φιλοκυβερνητική «Ακρόπολη»- ακόμη και άσχετους περαστικούς.
Από ένα σημείο και μετά, η αστυνομική καταστολή υλοποιείται πάντως με την ενεργό συνδρομή φασιστικών ομάδων: των χαλυβδόκρανων της Ε.Ε.Ε. κατά την εμβληματική κάθοδό τους στην Αθήνα (24/6/1933), των εθνικοσοσιαλιστών της «Τρίαινας» κατά την επιδρομή τους στα γραφεία του «Ριζοσπάστη» (165/11/1934) −όταν από υπηρεσιακά περίστροφα έπεσαν πάνω από 800 σφαίρες για να καμφθεί η αντίσταση των υπερασπιστών της εφημερίδας.
«Αϊ σιχτίρ, σκατοπατρίδες!»
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία, μοναδικός δίαυλος αντιμιλιταριστικής προπαγάνδας απέμεναν τα έντυπα του κινήματος. Μεταξύ άλλων, το ξεφύλλισμά τους μας προσφέρει σήμερα ένα σπάνιο πανόραμα της εικόνας που οι εθνικές «εποποιίες» του 1912-1922 είχαν αφήσει στη συλλογική μνήμη όσων τους υπέστησαν.
Επισήμως, το περιεχόμενο της «παγκόσμιας αντιπολεμικής μέρας» καθοριζόταν από την ανάγκη αποτροπής νέου παγκοσμίου πολέμου, την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης (ως «μόνης πατρίδας» του προλεταριάτου) αλλά και την καταπολέμηση της σοσιαλδημοκρατίας και του «αστικού πασιφισμού». Βρισκόμαστε άλλωστε στην «Τρίτη Περίοδο» της Κομιντέρν, όταν ο «σοσιαλφασισμός» (δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία), κι όχι ο αυθεντικός φασισμός, έχει αναγορευθεί σε νούμερο ένα αντίπαλο του κομμουνιστικού κινήματος. Στην ελληνική όμως περίπτωση, με την απουσία αξιόλογης σοσιαλιστικής παράδοσης, αυτό που συγκρότησε εξαρχής τους κομμουνιστές ως κίνημα διακριτό από τα μετριοπαθέστερα ρεύματα της Κεντροαριστεράς, ήταν ακριβώς ο αντιμιλιταρισμός και η σύγκρουση με τον εθνικισμό της πολεμικής δεκαετίας 1912-1922.
Οπως έχει εύστοχα επισημανθεί, δεν επρόκειτο για διανοητική επιλογή αλλά για αντανάκλαση, στο πολιτικό πεδίο, της διάχυτης δυσφορίας γι’ αυτήν την «εθνική εποποιία» και τις επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή των λαϊκών στρωμάτων: πληθωρισμός 1.200% μεταξύ 1912 και 1924, αχαλίνωτη κερδοσκοπία και δραματική όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων (Potamianos 2019). Το αντιπολεμικό κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών θ’ αποτελέσει έτσι το 1924-1925 το πρώτο πεδίο πραγματικής γείωσης του νεοσύστατου ΚΚΕ με τις μάζες, προτού το τσακίσει η δικτατορία του Πάγκαλου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η αντίθεση στον εθνικισμό και τις παραφυάδες του αποκτά για τους μεσοπολεμικούς κομμουνιστές θεμελιώδη υπόσταση: «Η εργατική τάξις εδιδάχθηκε από τον πόλεμο ποια ήταν η αξία όλων των αστικών θεσμών. Είδε πλέον ολοφάνερα ότι η αστική “Πατρίς” δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αστική τάξις και τα συμφέροντά της», ξεκαθαρίζει ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» (24/1/1921)· «Εμπρός! η μόνη μας ελπίδα / είναι η σφιγμένη μας γροθιά / κάτω οι πολέμοι και η πατρίδα / ζήτω, ζήτω η λευτεριά!», διακηρύσσει η ελληνική εκδοχή της «Διεθνούς», στα «κόκκινα τραγούδια» που εξέδωσε το κόμμα την ίδια χρονιά.
Την πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της αντιπολεμικής προπαγάνδας συνιστά, ωστόσο, η σχετική αρθρογραφία του ζαχαριαδικού «Ριζοσπάστη» γύρω από τις σημαδιακές επετείους της 1ης Αυγούστου, της 14ης Αυγούστου (σπάσιμο του μετώπου το 1922) και της 11ης Νοεμβρίου (τερματισμός Α΄ Παγκοσμίου).
Σε αντίθεση με τις ιστοριογραφικές κόντρες βενιζελικών-αντιβενιζελικών για ελάσσονα ζητήματα διαχείρισης των πρόσφατων πολέμων, εδώ τον τόνο τον δίνει η αψεγάδιαστη κατάθεση των τραυματικών βιωμάτων παλιών πολεμιστών −και μάλιστα με τις πτυχές της εκείνες της πολεμικής εμπειρίας που ήταν αδύνατο να φιλοξενηθούν στις σελίδες του αστικού Τύπου: ανατριχιαστικές σκηνές ομαδικών βιασμών που υπέστησαν νεαρές Τουρκάλες από Ελληνες φαντάρους, περιγραφές του βασανισμού αιχμαλώτων και Τούρκων χωρικών, πυρπόλησης τουρκικών χωριών και κωμοπόλεων απ’ τον ελληνικό στρατό, αλλά και της κόλασης που έζησαν οι ίδιοι φαντάροι στις ατέλειωτες πορείες και μάχες της μικρασιατικής ενδοχώρας αποτελούν ένα μοναδικό, σπάνιο αντίλογο στις επίσημες ηρωοκεντρικές εξιστορήσεις της ίδιας περιόδου.
Εξίσου εύγλωττη αποδεικνύεται η αντίστιξη ανάμεσα στις «ενωτικές», ψευδοεξισωτικές επαγγελίες του εθνικισμού και τη θλιβερή πραγματικότητα της μεταπολεμικής μεταχείρισης των ψυχικά και σωματικά ρημαγμένων παλιών πολεμιστών. «Σου έρχεται να βροντοφωνήσεις: Αϊ σιχτίρ, σκατοπατρίδες!», αναλογίζεται ένας απ’ αυτούς περνώντας έξω από τα αριστοκρατικά καφενεία του αθηναϊκού κέντρου, οι καλοζωισμένοι θαμώνες των οποίων ξαναδίνουν κατά φαντασίαν τις μάχες της Μικρασίας. «Είναι αυτοί που μιλάν για πατρίδες, για ηρωισμούς, για υποχρεώσεις και που άμα ξεψαχνίσεις καλά τα σχέδιά τους θα ανακαλύψεις κάπου το μπεζαχτά πούναι γιομάτος με το αντίτιμο ακριβώς εκείνου του φαντάρου που έμεινε αμανάτι στο ποταμάκι του Σαλιχλή, τη Αλμυρή Ερημο ή στις χαράδρες του Ουτουράκ» (30/7/1932).
Λυρικότερος, ένας φυματικός σύντροφός του ανακαλεί την οδυνηρή διάψευση των εθνικιστικών κηρυγμάτων του πάλαι ποτέ δασκάλου του στη Ριζάρειο, αρχιεπισκόπου Αθηνών πλέον, που τον είχαν ωθήσει να καταταγεί εθελοντής στον ίδιο πόλεμο: «Μπροστά στα λαμπαδιασμένα τουρκοχώρια, μπροστά στους σφαγμένους γέρους, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, μέσα στα ουρλιαχτά των γυναικών και τις τσιρίδες των παιδιών, θυμόμουνα πάντα τα λόγια του διευθυντή μας: “ο ευγενής ελληνικός στρατός… ο πρόδρομος του πολιτισμού…” Σάπιοι, κουρελήδες, ψειριασμένοι, αγνώριστοι κι απ’ τη γυναίκα μας κι απ’ τη μάνα μας, γυρίσαμε κυνηγημένοι. Χτυπούσαν και τότες οι καμπάνες. Μα πόσο διαφορετικό ήταν το καμπάνισμά τους! Και τα δικά μας λόγια ήταν και πάλι γεμάτα πάθος. Μα πόσο ήταν διαφορετικά τα λόγια μας! Ηταν μια ατέλειωτη κι ασώπαστη βλαστήμια για την πατρίδα, για τον πόλεμο» (16/11/1934).
Από τις αντιπολεμικές αναμνήσεις δεν λείπει ακόμη κι η εξιδανικευτική προβολή των μαζικών λιποταξιών του μικρασιατικού μετώπου, ως προδρομικής μορφής του ιδεατού αντάρτικου (26/8/1934):
«Πάνω στα βαγόνια των τραίνων, με κιμωλία, με μολύβι, πάνω στους τοίχους των χαμόσπιτων, στις σκηνές και τα αντίσκηνα ακόμη των καταυλισμών, παντού, στο στόμα των φαντάρων απ’ το Μαίανδρο ώς τον Εύξεινο, κυκλοφορούν δυο λέξεις: “Τάγμα Τουμπεκί”. Κάθε μέρα οι αναφορές έχουν τα στερεότυπα: “Εις την πρωινήν αναφοράν δεν επαρουσιάσθησαν οι οπλίται… και… εξηφανίσθησαν μετά του οπλισμού των” …. “Πέντε στρατιώται του… λόχου εξηφανίσθησαν από της παρελθούσης νυκτός μετά του οπλισμού των· συμπαρέλαβον και εν οπλοπολυβόλον μετά των γεμιστήρων του”. Πέρα προς τον Ολυμπο της Προύσσας, πίσω απ’ τα βουνά της Κιουτάχιας, κάτω προς το Ουσάκ, πάνω στα μαύρα δάση του Μουράτ Νταγ, κυκλοφορούν ομάδες φαντάρων. Είναι άγριοι και αξούριστοι και αποφασισμένοι. Αρματωμένοι για καλά. Αξιωματικοί δεν είναι μαζί τους.
Να τι είναι το “Τάγμα Τουμπεκί”».
Η λήθη
Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς από τη στρατηγική «τάξη εναντίον τάξης» στα λαϊκά μέτωπα, μπροστά στον ανερχόμενο πια φασιστικό κίνδυνο (1935), και η ταυτόχρονη εγχώρια εμπειρία από την επέλαση της σκληρής Δεξιάς μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα της ίδιας χρονιάς, επέβαλε μια διακριτική, «αντιφασιστική» ανασημασιοδότηση της 1ης Αυγούστου. Την επόμενη χρονιά απουσιάζει εντελώς κάθε μνεία του αριστερού Τύπου σε «αντιπολεμική μέρα»· η κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας την ίδια βδομάδα κατέστησε, φυσικά, αδύνατη κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Η τομή του 1935-1936 επισφραγίστηκε, τέλος, από την κοσμογονία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της χιτλερικής Κατοχής και της αντιφασιστικής Αντίστασης, που έσβησε ολοκληρωτικά αυτή την αντιμιλιταριστική-αντιεθνικιστική παράδοση, ακόμη κι από τη συλλογική μνήμη της ελληνικής Αριστεράς.
Η Ιστορία, όμως, κύκλους κάνει. Και με τον αμιγώς ενδοϊμπεριαλιστικό χαρακτήρα των πολέμων που διεξάγονται (ή διαφαίνονται στον ορίζοντα) να θυμίζει όλο και περισσότερο τις παραμονές του Πρώτου (κι όχι του Δεύτερου) Παγκοσμίου, οι ξεχασμένοι εκείνοι αγώνες αποκτούν έτσι ξανά στις μέρες μας μιαν απρόσμενη επικαιρότητα.
«Να μετατρέψουμε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο»
Τα πρωθυπουργικά αρχεία του Μεσοπολέμου περιλαμβάνουν ουκ ολίγα δείγματα της τότε αντιμιλιταριστικής κομμουνιστικής προπαγάνδας, με τη μορφή προκηρύξεων που κατάσχονταν από τις υπηρεσίες ασφαλείας και διαβιβάζονταν για ενημέρωση στα ανώτερα κλιμάκια. Μια τέτοια προκήρυξη της ζαχαριαδικής περιόδου εντοπίστηκε στο Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, στο Μουσείο Μπενάκη (φ.111, εγγρ. 45).
Φέρει τον τίτλο «Ο κληρωτός» και, σύμφωνα με την επισυναπτόμενη έκθεση σύλληψης, διανεμόταν από περίπου δέκα κομμουνιστές κατά τη διάρκεια ζύμωσης 200 εργατών του Εργοστασίου Σιδηροδρόμων των ΣΕΚ το απόγευμα της 19ης Μαρτίου 1932. Εχοντας προειδοποιηθεί σχετικά (από κάποιον, προφανώς, χαφιέ), η Ασφάλεια έστησε καρτέρι και συνέλαβε δύο από τους διανομείς.
Ενας απ’ αυτούς ήταν ο 26χρονος Χρήστος Μαλτέζος, «φοιτητής της Νομικής και ήδη άνεργος και άστεγος» κατά την έκθεση, μετέπειτα γραμματέας της ΟΚΝΕ που θα δολοφονηθεί με φριχτά βασανιστήρια στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας (22/11/1938). Σύμφωνα με έγγραφο της Ασφάλειας Πειραιά προς τα κεντρικά (29/3/1932), είχε απολυθεί «προ μηνός» από τις φυλακές Ιτζεδίν των Χανίων. Τη στιγμή της σύλληψής του αντιστάθηκε και προσπάθησε να διαφύγει· έπεσε όμως τελικά στα χέρια των διωκτών του «εις απόστασιν 100 μέτρων», χάρη στην επέμβαση του 35χρονου «ιδιώτου σωφέρ Καλημέρη Θεοδώρου» −ενός από τους παριστάμενους εθνικόφρονες που, σύμφωνα με την έκθεση σύλληψης, «διεμαρτύροντο μετ’ αγανακτήσεως κατά των κομμουνιστών»…
Ο λόγος που το ντοκουμέντο αυτό έφτασε μέχρι το πρωθυπουργικό γραφείο είναι εξίσου αξιοσημείωτος. Σε αντίθεση με τα περισσότερα δικαστήρια της εποχής, που μοίραζαν αφειδώς φυλακίσεις για ψύλλου πήδημα βάσει του βενιζελικού «ιδιωνύμου», στη συγκεκριμένη περίπτωση το αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο έκρινε ότι «το περιεχόμενον των εν λόγω εντύπων δεν αποτελεί παράβασιν του Ν.4229 περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος» (αλλά έκφραση γνώμης προστατευόμενη από το Σύνταγμα)· αθώωσε έτσι τον έναν από τους διανομείς, καταδικάζοντας μόνο τον Μαλτέζο σε 5μηνη φυλάκιση για την αντίσταση που πρόβαλε στους ασφαλίτες. Η συνέχεια της υπόθεσης, όσον αφορά τους δικαστές, παραμένει αδιευκρίνιστη.
Από τον «Ριζοσπάστη» (25/3/1932) πληροφορούμαστε όμως πως η πάταξη των συλληφθέντων δεν είχε μόνο δικαστική διάσταση: «μέσα στα μπουδρούμια της ασφάλειας έδειραν τους συντρόφους μέχρις αίματος οι χαφιέδες Ανδρ. Βράκας, Παπαστεργίου και Μανόπουλος». Πρόκειται για τους ίδιους ασφαλίτες που έκαναν τις συλλήψεις, συνέταξαν τη σχετική έκθεση κι αυτοπροτάθηκαν ως βασικοί μάρτυρες κατηγορίας.
Ο ΚΛΗΡΩΤΟΣ
Οργανο του Κομμ[ουνιστικού] Κόμμ[ατος] και της ΟΚΝΕ για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των κληρωτών 31β Ναυτικού 32α Ξηράς
Για τους κληρωτούς που πάνε να υπηρετήσουν την ελλην. κεφαλαιοκρατία
Σε λίγες μέρες προσκαλούνται να ντυθούν στο χακί χιλιάδες παιδιά του εργαζομένου λαού των κλάσεων 1931β του Ναυτικού και 1932 της ξηράς.
Η Ελληνική στρατοκρατία, η χτηνωδία της μπότας συνεχίζει το έργο της του ηθικού και φυσικού στραγγαλισμού καινούργιων χιλιάδων παιδιών της φτωχολογιάς που δουλεύει μερονυχτίς και πολλές φορές δεν εξασφαλίζει ούτε ένα ξεροκόματο.
Τους παίρνουν από το εργοστάσιο, απ’ το χωράφι, απ’ τα σπίτια των και τις οικογένειές των για να παν να υπηρετήσουν ξένα συμφέροντα. Μέσα στη στρατώνα και το καράβι, στα πειθαρχεία και τα μπαλαούρα σκοτώνουν την ψυχή των, τους αφαιρούν, τους πνίγουν κάθε δική των σκέψη και κάτω απ’ την αποχτηνωτική πειθαρχία του σακαράκα θέλουν να τους μεταβάλουν σε ανδρείκελα χωρίς θέληση, που θα παν όπου τα προστάξουν, θα βαρέσουν στο ψαχνό όποιον τους δείξει ο γαλονάς.
Τους τρέφουν με λάσπη που τη λένε σταφιδόψωμο και με σάπιες ρέγγες, τους ντύνουν με κουρέλια, δεν τους δίνουν κανένα επίδομα. Τα γυμνάσια κάθε μέρα στο κρύο είτε με το λιοπύρι τους τσακίζουν κυριολεκτικά, τους σακατεύουν. Eτσι κάτω απ’ αυτούς τους όρους δημιουργείται και πλάθεται ο στρατός και ο στόλος της κεφαλαιοκρατικής Ελλάδας.
Αυτό τον δρόμο τράβηξαν όλοι οι κληρωτοί ώς τα σήμερα. Το ίδιο μας περιμένει και μας τους κληρωτούς του 1931β και του 1932.
Τα σπίτια μας μένουν πεινασμένα. Τ’ αδέρφια μας και οι πατεράδες μας μένουν άνεργοι, πεταμένοι στους δρόμους είτε δουλεύουν και πεινούν.
Η αισχροκέρδεια ξεζουμίζει αυτό που απομένει στο φτωχό λαό. Ο φορατζής και ο χωροφύλακας ξεπουλούν τις κατσαρόλες της φτωχολογιάς του κάμπου, τα χωράφια μένουν ακαλλιέργητα γιατί δεν απομένει τίποτα για σπόρο, τα ζώα ψοφούν από το κρύο και την πείνα.
Και όταν οι πατεράδες και τ’ αδέρφια μας ξεσηκώνονται και ζητάν ψωμί και δουλειά, όταν ζητούν καλαμπόκι και κάνουν καθόδους, απεργίες, συλλαλητήρια, τότε στέλνουν εμάς να τους βαρέσουμε, να τους διαλύσουμε, να τους αναγκάσουμε να πιάσουν δουλειά και να πληρώσουν τους φόρους.
⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎
Πλάι σ’ αυτά οι ξένες στρατιωτικές αποστολές μαζύ με τους δικούς μας γαλονάδες δουλεύουν και ετοιμάζουν καινούρια μακελιά. Αυτή είναι η δουλειά των, απ’ αυτό ζουν, αυτοί θα παίρνουν καινούρια γαλόνια πατώντας στα κορμιά τα δικά μας τα βουτηγμένα στο αίμα μας. Εμείς πεινάμε και τρώμε σταφιδόλασπη, μα για καινούργια κανόνια και όπλα, για αεροπλάνα και ασφυξιογόνα, για αντιτορπιλικά και υποβρύχια ξοδιάζουν δισεκατομμύρια, πούναι κλεμένα απ’ τους πατεράδες μας, από μας τους ίδιους, απ’ όλη τη φτωχολογιά.
Μας οπλίζουν, μας γυμνάζουν, μας μαθαίνουν να σκοτώνουμε και να σφάζουμε.
⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎
Οξω απ’ την Ελλάδα τους εργάτες και τους αγρότες της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, πούναι κι αυτοί δουλευτάδες σαν και μας, έχουν κι αυτοί τα ίδια με μας συμφέροντα, πεινάν κι αυτοί όπως και μεις.
Οι σακαράκες της Ελλάδος, οι κεφαλαιοκράτες που μας κλέβουν, ο Βενιζέλος-Πόλεμος σήμερα, ο Τσαλδάρης-Πόλεμος αύριο μαζί με τους ιμπεριαλιστές και μεγαλοκαρχαρίες της Γαλλίας και της Αγγλίας, όλοι τους ενωμένοι, έχοντας το ίδιο συμφέρον ετοιμάζουν πόλεμο για να πνίξουν στο αίμα και να μεταβάλουν σε ερείπια τη Σοβιετική Ενωση, την πατρίδα των δουλευτάδων όλου του κόσμου, τη χώρα όπου οι εργάτες και η αγροτική φτωχολογιά μαζί με τους φαντάρους και ναύτες ξεσηκώθηκαν και έδιωξαν με το ντουφέκι στο χέρι τους κεφαλαιοκράτες και τους τσιφλικάδες των και μαζί τους τους ξένους ιμπεριαλιστές και ίδρυσαν δικό τους κράτος, δική τους εξουσία, όπου δουλεύουν και δημιουργούν για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους και χτίζουν το σοσιαλισμό, την κοινωνία όπου δεν υπάρχουν εκμεταλλευτές.
Η Σοβιετική Ενωση με το παράδειγμά της δείχνει στους σκλάβους όλου του κόσμου το παράδειγμα και το δρόμο. Δείχνει σ’ όλους τους εκμεταλλευόμενους κάθε χώρας ότι μονάχα όταν ενωθούν και διώξουν τις βδέλες και τους εκμεταλλευτές με την επανάσταση θα δημιουργήσουν μια καλλίτερη ζωή. Γι’ αυτό όλοι οι εκμεταλλευτές ετοιμάζονται να σβύσουν το φάρο αυτό που φωτίζει τους σκλάβους. Στην Κίνα οι Γιαπωνέζοι ιμπεριαλιστές με την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών πάει να πνίξει στο αίμα τα Κινέζικα Σοβιέτ, την ελευθερία του Κινεζικού λαού. Ετοιμάζονται ν’ αρχίσουν πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Στην Ελλάδα ο Βενιζέλος-Πόλεμος και μαζί του όλα τα αστικά κόμματα ετοιμάζουν καινούριες ουκρανικές εκστρατείες, μας ετοιμάζουν για να μας αποβιβάσουν στα σοβιετικά παράλια της Μαύρης θάλασσας.
⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎
Να γιατί μας καλούν στο στρατό, θέλουν να μας κάνουν άβουλα πειθαρχικά όργανα που εχτελούν τις διαταγές που παίρνουν. Ποιο είναι το καθήκον το δικό μας; Πηγαίνοντας στο στρατό δεν ξεχνάμε ότι είμαστε παιδιά της εργατιάς και της φτωχολογιάς του κάμπου. Ολων των σκλάβων τα συμφέροντα είναι τα ίδια και μεις σκλάβοι είμαστε. Στη στρατώνα και στο καράβι μας περιμένουν οι σύντροφοί μας των πιο παλαιών κλάσεων. Μαζί τους θ’ αγωνιστούμε για καλλίτερο συσσίτιο και ρουχισμό, ενάντια στη τρομοκρατική χτηνώδη πειθαρχία για ανθρώπινα δικαιώματα και για ελεύθερο διάβασμα του επαναστατικού τύπου. Θα ζητήσουμε να καταργηθή το Καλπάκι, το κάτεργο αυτό όπου δολοφονούνται οι φαντάροι και οι ναύτες που πάλεψαν για τα δικά μας συμφέροντα, δεν θα χτυπήσουμε τους εργάτες που απεργούν και διαδηλώνουν, τους αγρότες που κάνουν καθόδους κατά των φόρων και για καλαμπόκι, θα αδελφωθούμε μαζί τους ενάντια στις σακαράκες και τους εκμεταλλευτές μας.
Θα μάθουμε καλά το χειρισμό του όπλου και της χειροβομβίδας, του μυδραλλιοβόλου, μα όχι για να χτυπήσουμε τους εργάτες της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, μα για να το στρέψουμε ενάντια στις σακαράκες και τους κεφαλαιοκράτες και τους τσιφλικάδες της χώρας μας. Δεν θα χτυπήσουμε τον Κόκκινο στρατό και στόλο της Σοβιετικής πατρίδας, θα περάσουμε με το μέρος του ενάντια στους γαλονάδες, τους Βενιζέλους, τους Τσαλδάρηδες, ενάντια σ’ όλους τους εκμεταλλευτές της χώρας μας, τον πόλεμον τον ιμπεριαλιστικό και την στρατιωτική επέμβαση ενάντια στη Σοβιετική Ρωσσία θα τον μετατρέψουμε σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην κεφαλαιοκρατία μας, θα δουλέψουμε ικανοποιητικά για τη διάλυση του στρατού και του στόλου της αστικής Ελλάδος έχοντας επί κεφαλής και ακολουθούντας τους κομμουνιστές, δεν θα μας γελάσει κανένας σακαράκας και κανένας αντιεπαναστάτης που βρίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ενωμένοι μαζί με τους εργάτες και την αγροτική φτωχολογιά της χώρας μας θα αγωνισθούμε με τα όπλα στο χέρι για την επανάσταση, για τη Σοβιετική Ελλάδα.
Ναύτης του 1931β