** E.O.Wright, νέες πολιτικές ηγεμονίας και τα κινήματα του δημοτισμού
Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση του γράφοντος, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κόιμπρα της Πορτογαλίας, σε συνέδριο (23-24 Ιανουαρίου 2020) προς τιμή του E. O. Wright, κοινωνιολόγου καθηγητή στις Η.Π.Α., ο οποίος ανήκε στην ευρύτερη «αναλυτική» σχολή του ακαδημαϊκού Μαρξισμού και καταπιάστηκε με τη σύγχρονη ταξική δομή.
Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή*
Τα τελευταία χρόνια στοχαζόταν ιδιαίτερα το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού μέσα από τη δημιουργία «πραγματικών ουτοπιών» εδώ και τώρα. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί το συναφές έργο του Ρεαλιστικές Ουτοπίες (εκδόσεις Ασίνη, 2018). Ο γράφων είχε τη χαρά και την τιμή να συμμετάσχει στο τελευταίο σεμινάριο με αυτή τη θεματική που πραγματοποίησε ο E. O. Wright στην έδρα του, στο πανεπιστήμιο του Madison, Wisconsin, από τον Μάρτιο ως τον Μάιο του 2019. Στην τελευταία συνεδρία, ανακοίνωσε στο κοινό την ασθένειά του, μας δίδαξε ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στο θάνατο, και μίλησε με συγκίνηση για το βασικό κίνητρο που εμψύχωνε το ενδιαφέρον του για τον «σοσιαλισμό», όπως ονόμαζε μια κοινωνία ελευθερίας και ισότητας: την αγάπη για τη ζωή, τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον πλανήτη. Πέθανε μερικούς μήνες αργότερα. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του, συνεχίζοντας μια συζήτηση που ξεκινήσαμε εκεί.
Την τελευταία δεκαετία, ο Erik Olin Wright επιδόθηκε σε έναν συστηματικό στοχασμό γύρω από τις σύγχρονες πολιτικές στρατηγικές που μπορούν να προωθήσουν την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, της εμβάθυνσης της δημοκρατίας και της οικονομίας της αλληλεγγύης.1 Οι σκέψεις του συγκλίνουν αρκετά με το επιχείρημα των Hardt και Negri και άλλων θεωρητικών της εποχής μας με χειραφετητικές βλέψεις, όπως ο Massimo De Angelis. Προτείνουν τον συνδυασμό των πρακτικών της «προεικόνισης», δηλαδή εναλλακτικών σχέσεων και δραστηριοτήτων που προτυπώνουν την κοινωνία της ίσης ελευθερίας στην οποία προσβλέπουμε, με τη συγκρότηση κοινωνικών αντιεξουσιών, αλλά και την ενασχόληση με τους υπάρχοντες θεσμούς και το κράτος, ενσωματώνοντας όλες αυτές τις τακτικές σε μια ευρύτερη στρατηγική για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Τα διαφορετικά διαβήματα της κοινωνικής αλλαγής συνυφαίνονται με άξονα τη γενική ιδέα της «διάβρωσης» του καπιταλισμού παρά της άμεσης «συντριβής» [smashing] του (Wright 2018: 26-30).
Η πορεία προς τη συστημική αλλαγή
Η στρατηγική της «συντριβής» είναι η λογική της επαναστατικής ρήξης που ξεκινά με την καταστροφή των θεμελιωδών θεσμών του κράτους και της αγοράς. Αντίθετα, η λογική της «αποσυνάρθρωσης» [dismantling] είναι η πολιτική των κρατικών μεταρρυθμίσεων που τείνουν βαθμηδόν προς την εγκαθίδρυση μιας άλλης κοινωνικής τάξης πραγμάτων, ενώ η «φυγή» [escaping] από τον καπιταλισμό αναφέρεται στην οικοδόμηση εναλλακτικών θεσμών και αντιεξουσιών στα χάσματα και τα ρήγματα του κυρίαρχου συστήματος. Η «τιθάσευση» [taming] του καπιταλισμού αναπτύσσει κρατικές πολιτικές με στόχο να θεραπεύσει τα χειρότερα κοινωνικά δεινά που επιφέρουν οι καπιταλιστικές οικονομίες, χωρίς να επιζητεί τον ριζικό μετασχηματισμό. Η «αντίσταση» στον καπιταλισμό επιδιώκει μια αντίστοιχη ελάττωση ή αντιμετώπιση των κακών με διαμαρτυρίες, απεργίες και άλλες δράσεις της κοινωνίας και των κινημάτων που θέλουν να επηρεάσουν τις ελίτ (Wright 2018: 17-24). Τέλος, η «διάβρωση» του καπιταλισμού αποτελεί ένα σύνθετο στρατηγικό μόρφωμα που αναδύθηκε προς τα τέλη του 20ου αιώνα. Συνδυάζει την «αποσυνάρθρωση», την «τιθάσευση», τη «φυγή» και την «αντίσταση», μέσα από συμμαχίες μεταξύ προοδευτικών κυβερνήσεων που επιχειρούν κρατικές μεταρρυθμίσεις και κινημάτων βάσης, τα οποία αντιστέκονται και κτίζουν εναλλακτικούς θεσμούς ή αντιεξουσίες (Wright 2018: 26-27).
Για τον Wright, ωστόσο, όπως και για τους (σχετικά) ομόδοξούς του στη σύγχρονη σκέψη, θεμέλιο και ατμομηχανή αυτής της πορείας προς τη συστημική αλλαγή είναι η συνεχιζόμενη οικοδόμηση νέων σχέσεων και θεσμών, ή η ανασυγκρότηση των υπαρχόντων, που πρέπει να διέπεται από τις κοινές αρχές της κοινωνικής συμμετοχής, της ισότητας, της αμοιβαιότητας, της ανοικτότητας και του πλουραλισμού. Η διάδοση της ομότιμης παραγωγής, των «κοινών» -συλλογικών αγαθών που διαχειρίζεται από κοινού μια συλλογικότητα για το κοινό όφελος-, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, με την αρωγή των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, διαδραματίζει έναν απολύτως ζωτικό ρόλο σήμερα για μια πραγματική αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής στην κατεύθυνση των παραπάνω αρχών.
Η αμφισβήτηση και η δράση ενάντια στις κυρίαρχες δυνάμεις υποστηρίζουν και ενισχύουν αυτή τη διαδικασία συγκρότησης μιας άλλης κοινωνίας μέσα στην παλιά. Οι κρατικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις είναι επίσης καταλυτικές για τη διεύρυνση του υπαρκτού πεδίου για νέες κοινωνικές δημιουργίες, για την εξάπλωση της ομότιμης παραγωγής και της αλληλέγγυας οικονομίας, κ.α. Μπορούν, επίσης, να συμβάλουν στην αναμόρφωση των κυρίαρχων θεσμών εισάγοντας, λ.χ. δομές συλλογικής διακυβέρνησης των δημόσιων πόρων και υποδομών για το κοινό καλό. Είναι σε θέση, ακόμη, ενίοτε να υψώσουν αναχώματα στη δύναμη των πολυεθνικών και ισχυρών οικονομικών συμφερόντων. Αλλά η εργασία της εναλλακτικής δημιουργίας διατηρεί την αυτονομία της και μπορεί να συνεχίζεται ακόμη και όταν οι φορείς της κρατικής εξουσίας είναι αδιάφοροι ή και εχθρικοί. Αυτό το μακροπρόθεσμο έργο της νέας κατασκευής είναι το πρωταρχικό επίκεντρο της στρατηγικής της «διάβρωσης» παρά η άμεση κατεδάφιση των κυρίαρχων θεσμών, μολονότι στιγμές ρήξης και αναταραχής μπορούν να ενισχύουν και να επιταχύνουν τη διαδικασία του μετασχηματισμού (Wright 2018: 27-28, 66).
Η δημιουργία συλλογικών δρώντων
Ο Wright (2018: 28) επιμένει, ωστόσο, ότι πρέπει να αναμετρηθούμε με την πρόκληση της αναδιάρθρωσης του κράτους ώστε να το καταστήσουμε φιλικότερο προς δημοκρατικές πρωτοβουλίες από τα κάτω και λιγότερο δέσμιο των συμφερόντων των ολίγων ή γραφειοκρατιών. Το καθοριστικό, όμως, στρατηγικό διακύβευμα το οποίο προτάσσει εν τέλει ο Wright (2018: 55) αφορά τη συλλογική δράση: ποιος φορέας δράσης θα επιδιώξει και θα ενορχηστρώσει τη νέα θεσμική δημιουργία και τη μεταμόρφωση των κοινωνικών συστημάτων, ποιος μαζικός φορέας θα αντιμετωπίσει και θα υπερνικήσει οργανωμένα και ισχυρά συμφέροντα που αντιτίθενται στην εξισωτική αυτο-οργάνωση και την αλληλεγγύη σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, ποιο συλλογικό υποκείμενο ή κίνηση θα ασκήσει επαρκείς πιέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς ώστε να πετύχει την ανασυγκρότησή τους και την προαγωγή της κοινωνικής αυτοδιαχείρισης και ενδυνάμωσης;
To μεγαλύτερο αίνιγμα σε αυτό το επιχείρημα για τη στρατηγική της διάβρωσης του καπιταλισμού είναι η δημιουργία συλλογικών δρώντων που θα μπορούν να δράσουν πολιτικά για να αμφισβητήσουν και να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού σε μια προοδευτική κατεύθυνση (Wright How to be an Anticapitalist for the 21st Century, 2018: 57).
Συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μπορεί να διατυπώσει μια πραγματική απάντηση, αλλά μόνο να φωτίσει το έργο με το οποίο έχουμε να αναμετρηθούμε (Wright 2018: 56). Επισημαίνει ότι ο συλλογικός φορέας δράσης εν προκειμένω θα αποτελείται από έναν ιστό ποικίλων αλλά συνδεόμενων δρώντων και οργανώσεων, που θα κινητοποιούνται και στην κοινωνία των πολιτών και στο κράτος και θα είναι προσηλωμένες στο πολιτικό σχέδιο της «διάβρωσης»: ακτιβιστές κοινοτήτων που δραστηριοποιούνται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, κοινοτικές οργανώσεις και συλλογικότητες που εργάζονται για την αλλαγή στην υγεία και την εκπαίδευση, εργατικά συνδικάτα, ενεργοί πολίτες και κινήματα που προσπαθούν να επηρεάσουν τους κρατικούς θεσμούς, κοινωνικά κινήματα και κόμματα (Wright 2018: 57).
Τα θεμέλια της κινητοποίησης
Υποστηρίζει, επίσης, ότι θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στις ταυτότητες, τις αξίες και τα συμφέροντα που συγκροτούν το έδαφος για τον σχηματισμό συλλογικών υποκειμένων. Κοινές ταυτότητες με βάση το φύλο, την τάξη, τη φυλή, το έθνος κ.ο.κ. έχουν ζωτική σημασία για τη σφυρηλάτηση δεσμών αλληλεγγύης, ιδιαίτερα αν έχουν τις ρίζες τους σε δομές ανισότητας και κυριαρχίας. Τα συμφέροντα που αφορούν συνθήκες και μέσα τα οποία θα βελτίωναν τη ζωή των ατόμων, σε διαστάσεις που είναι σημαντικές για αυτά, διαπνέουν τους στόχους της δράσης. Αξίες ή πεποιθήσεις σχετικά με το αγαθό μπορούν να θεμελιώσουν συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων και ταυτοτήτων (Wright 2018: 58, 60-61). Ωστόσο, αυτοί οι καταλύτες της συλλογικής δράσης δεν ενεργοποιούνται αυθόρμητα, γραμμικά και ενιαία. Αποτελούν πεδίο αγώνα και ενεργού παρέμβασης. Τα συλλογικά υποκείμενα της δράσης πρέπει να στρέψουν τις υπάρχουσες ταυτότητες, αξίες και τα συμφέροντα σε ιδιαίτερες κατευθύνσεις, διαμορφώνοντάς τα με κατάλληλους τρόπους, συχνά σε σύγκρουση με άλλα κοινωνικά υποκείμενα που τα αρθρώνουν με ανταγωνιστικούς τρόπους (Wright 2018: 62).
Για να συσπειρώσουν και να κινητοποιήσουν κρίσιμες μάζες γύρω από το σχέδιο της διάβρωσης των κυρίαρχων καθεστώτων ανισότητας και ισχνής δημοκρατίας, τα πολιτικά υποκείμενα θα πρέπει να δουλέψουν πάνω σε αυτά τα θεμέλια της κινητοποίησης. Και θα κληθούν να υπερνικήσουν τρία μείζονα εμπόδια για τη συνάρθρωση κοινών ταυτοτήτων προσηλωμένων στο πολιτικό σχέδιο της διάβρωσης του καπιταλισμού: τις ιδιωτικοποιημένες ζωές και το διάχυτο ήθος του ανταγωνιστικού ατομικισμού· τις ποικίλες, διασταυρούμενες και συχνά συγκρουόμενες μορφές ταυτότητες (της φυλής, του φύλου, της τάξης, της εθνότητας, τον εθνικισμό που αποκλείει, τον ρατσισμό, τον καταναλωτισμό κ.ο.κ.)· κατακερματισμένες και περίπλοκες ταξικές δομές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την ανάδυση μιας εύκολης και στέρεας ενότητας γύρω από την ταξική ταυτότητα, η οποία θα εδραζόταν στις κοινές συνθήκες εργασίας, την καθημερινή ζωή και το κοινό πεπρωμένο (Wright 2018: 62-64).
Από την ηγεμονική στρατηγική του Γκράμσι
Eδώ ακριβώς έγκειται η σημασία ενός γκραμσιανού επιχειρήματος για την κοινωνική αλλαγή στην εποχή μας. Η κοινωνική αναδημιουργία στη βάση της κοινωνικής ζωής -οι νέες κοινότητες των κοινών, οι νέες, ανοικτές και συλλογικές τεχνολογίες της παραγωγής κ.ο.κ.- θα πρέπει να ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερη πολιτικό κίνημα που θα διεκδικεί την ηγεμονία: σε ένα ιστορικό μπλοκ ή μέτωπο (Gramsci 1971: 137, 168, 366, 376-377). Στη σκέψη του Γκράμσι, μια ολοκληρωμένη ηγεμονική πολιτική επαναστατικής πολιτικής δημιουργεί ένα μαζικό πολιτικό υποκείμενο μετασχηματισμού, έναν περιεκτικό συνασπισμό δυνάμεων, ο οποίος συνυφαίνει και συστρατεύει μια πολλαπλότητα κοινωνικών αντιστάσεων και πολιτικών αγώνων, συνδέοντάς τους με οικονομικά σχέδια και παραγωγικές δραστηριότητες που ικανοποιούν κοινωνικές ανάγκες. Αυτή η σύγκλιση γίνεται βάσει της σύστασης μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, της σύνταξης ενός κοινού πολιτικού σχεδίου και της διάδοσης νέων, κοινών πολιτικών αξιών και κριτικών ιδεών. Όλα αυτά τα στοιχεία ενορχηστρώνονται και οργανώνονται μέσω της συνεκτικής δύναμης μιας αποφασισμένης πολιτικής συμμαχίας.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου λαϊκού μετώπου προϋποθέτει τη δράση μιας πολιτικής οργάνωσης η οποία θα οικοδομήσει οργανικούς δεσμούς με πλατιά στρώματα της κοινωνίας στην καθημερινή τους ζωή, και θα επιδιώκει να κερδίσει τον νου και τις καρδιές των πολλών. Το μέτωπο θα διεξάγει έναν παρατεταμένο «πόλεμο θέσεων» στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος, με τρόπους που γεφυρώνουν πραγματικά τη μικρο- και τη μακρο- πολιτική. Η πολιτική δραστηριότητα θα εμμένει στο μικρο-επίπεδο των καθημερινών κοινωνικών δραστηριοτήτων και ομάδων και θα αλληλεπιδρά με τις υπαρκτές κοινωνικές σχέσεις και υποκειμενικότητες, έτσι ώστε να τις μετασχηματίσει σε μια νέα συλλογική ταυτότητα, μια καινούρια κουλτούρα και έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, μια κοινή πολιτική πλατφόρμα/οργάνωση συνυφαίνει την πληθώρα των μικρο-πολιτικών διαδικασιών, συντάσσει ένα συνεκτικό και περιεκτικό πολιτικό σχέδιο που καλύπτει έναν ολόκληρο κοινωνικό σχηματισμό, και παλεύει με τις μακρο-δομές και τους θεσμούς του κράτους, της οικονομίας, του πολιτισμού, κ.ο.κ.
Ωστόσο, η ηγεμονική στρατηγική του Γκράμσι θα μπορούσε να υπηρετήσει σήμερα μια πολιτική στρατηγική για ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή μόνο αν αναθεωρήσουμε και ανασυγκροτήσουμε ορισμένα στοιχεία της που τείνουν προς τον συγκεντρωτισμό, την άνωθεν διεύθυνση των μαζών και την ομοιογένεια της εθνο-λαϊκής ταυτότητας. Αυτά έρχονται σε σύγκρουση με την άμβλυνση των ιεραρχιών, την πολιτική συμμετοχή με όρους ισότητας, την ανοικτότητα και τον πλουραλισμό που αποτελούν αρχές-οδηγούς των σύγχρονων «κοινών» και των προοδευτικών κινημάτων της εποχής μας. Μεταξύ άλλων, τα κινήματα των πλατειών του 2011 και του «δημοτισμού» (municipalismo) από το 2015 και μετά κυοφόρησαν ιδέες και πρακτικές που μπορούν να μας βοηθήσουν να φανταστούμε διαφορετικά την αντι-ηγεμονική πολιτική σε συμφωνία με τις ριζοσπαστικές αρχές τους.
Πολιτική της ηγεμονίας και «οριζοντιότητα»
(1) Ενότητα -σχηματισμός συλλογικής ταυτότητας, (2) αντιπροσώπευση, (3) συγκέντρωση ισχύος και ηγεσία: αυτή είναι η σπονδυλική στήλη της πολιτικής της ηγεμονίας. Τα τελευταία χρόνια, κινήματα όπως το Occupy και το ισπανικό 15 Μ (15 Μαϊου -ή ‘Indignados’) επιχείρησαν επίσης ηγεμονικές παρεμβάσεις με στόχο να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων. Ενώθηκαν, έτσι, γύρω από κοινούς σκοπούς, πρακτικές (πλατείες, συνελεύσεις) και σημαίνοντα (όπως το 99% και «ο λαός» ή «απλός κόσμος»). Συντόνισαν τη δράση τους από ορισμένα κέντρα, όπως η Puerta del Sol στην Μαδρίτη. Απευθύνθηκαν σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια που είχαν πληγεί από τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, και επεδίωξαν να πυροδοτήσουν διαδικασίες βαθύτερου δημοκρατικού μετασχηματισμού. Άρθρωσαν αιτήματα βαθιάς κοινωνικο-πολιτικής αλλαγής (π.χ. «πραγματική δημοκρατία») και αντιπαρέθεσαν στις κυρίαρχες δομές εξουσίας ένα πλήθος ανθρώπινων σωμάτων και δικτύων.
Αλλά αυτές οι πολιτικές κινήσεις καινοτόμησαν, και ανανέωσαν την πολιτική της ηγεμονίας παντρεύοντάς τη με την «οριζοντιότητα». Τα κινήματα των πλατειών του 2011 έβαλαν στο στόχαστρο τον θεσμικό διαχωρισμό των πολιτικών ηγετών από τον λαό και την κυριαρχική εξουσία των αντιπροσώπων. Επιχείρησαν, αντιθέτως, να ανοίξουν την πολιτική αντιπροσώπευση και ηγεσία στους απλούς πολίτες. Η ίδια η επιλογή δημόσιων πλατειών και δρόμων για τη σύγκληση λαϊκών συνελεύσεων αναδεικνύει τη βούληση να καταστεί η πολιτική εξουσία πραγματικά δημόσια, διαυγής και ελεύθερα προσιτή σε όποιον/α επιθυμεί να συμμετάσχει. Επιπλέον, οι συνελεύσεις του 2011-2012 εφάρμοσαν, στις λειτουργίες της εκπροσώπησης στα μμε, των συντονιστών των συνελεύσεων και των ειδικών ομάδων εργασίας, τον κανόνα της εντεταλμένης εξουσιοδότησης και της εναλλαγής. Θεσμικές πρακτικές όπως ο κλήρος, η εναλλαγή, η περιορισμένη θητεία, η αυξημένη λογοδοσία και η τυχαία εναλλαγή όσων συμμετέχουν σε ανοικτές συνελεύσεις μπορούν να συμβάλλουν έμπρακτα στην αποφυγή της παγίωσης διαχωρισμών μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, «ειδημόνων» και απλών πολιτών.
Περαιτέρω, η ποικιλομορφία και η ανοικτότητα έγιναν οι ίδιες θεμέλιο της λαϊκής ενότητας σε συλλογικές κινητοποιήσεις όπως το Occupy και οι πλατείες στην Ισπανία και την Ελλάδα. Ο ανοικτός πλουραλισμός έγινε πράξη και προωθήθηκε μέσα από ένα πλέγμα κανόνων, πρακτικών και οργανωτικών επιλογών. Καλλιεργήθηκε επίσης με τη διάχυση μιας ορισμένης πολιτικής κουλτούρας που αποκηρύσσει τους ιδεολογικούς δογματισμούς και τους αυστηρούς προγραμματικούς ορισμούς για να βρει απήχηση σε όλους τους πολίτες με την ετερογένειά τους. Αυτή η πολιτική κουλτούρα προάγει την ανεκτικότητα, τη συμπερίληψη, τον κριτικό σεβασμό προς τη διαφορετικότητα, τη γενναιοδωρία, μια χαλαρή ατμόσφαιρα πολιτικής συζήτησης και διαμάχης, και μια συναισθηματική πολιτική φροντίδας και αγάπης μεταξύ διαφορετικών προσώπων που αγωνίζονται από κοινού παρά τις αντιθέσεις και τις αποκλίσεις τους.
Η δικτυακή μορφή, που είναι διαδεδομένη στη δημοκρατική συλλογική δράση της εποχής μας, έχει επίσης καθοριστική σημασία. Τα «κατανεμημένα δίκτυα» επιτρέπουν τον χαλαρό συντονισμό διαφορετικών ομάδων και ατόμων που δεν υποχρεώνονται να υποτάξουν τις διακριτές τους ταυτότητες σε μια υπερκείμενη συλλογική ταυτότητα ή σε μια ηγεμονική δύναμη, εντάσσονται, ωστόσο, στον ίδιο ιστό επικοινωνίας και δρουν από κοινού. Νέες οργανώσεις, όπως η Plataforma de Afectados por la Hipoteca (Πλατφόρμα υποστήριξης ληπτών στεγαστικών δανείων) στην Ισπανία φανερώνουν πώς ένας πιο συνεκτικός οργανωτικός πυρήνας μπορεί να συναρθρωθεί με μια χαλαρή πολλαπλότητα ατόμων που συμμετέχουν σε διαφορετικούς βαθμούς, συγκροτώντας ένα ανοικτό «δικτυακό σύστημα» το οποίο υποστηρίζει τη διαφορετικότητα και αντιστέκεται σε τάσεις ισχυρού συγκεντρωτισμού και παγιωμένων ιεραρχιών.
Τέλος, ο πραγματισμός διευκολύνει μορφές κοινής ταυτότητας και σύγκλισης που διαφυλάσσουν την ποικιλομορφία και την ανοικτότητα. Μια ετερογενής συνάθροιση δρώντων υποκειμένων και πρακτικών μπορούν να συγκλίνει πιο εύκολα γύρω από πρακτικούς στόχους παρά γύρω από συλλογικές ταυτότητες και καθορισμένα προγράμματα ή ιδεολογίας. Έτσι η συλλογική δράση μπορεί να αποφύγει τον κατακερματισμό των «πολιτικών της ταυτότητας». Η αποδοχή της εμπειρικής περιπλοκότητας και υβριδικότητας, μια ευέλικτη λογική που προσανατολίζεται στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, μια πνευματική ανοικτότητα και μια απροθυμία να προσκολλάται κανείς σε καθολικές, δογματικές θέσεις συνθέτουν μια πραγματιστική αντίληψη, η οποία μπορεί να «απο-πολώσει» στρατηγικές επιλογές και να γίνει το έρεισμα για ευρύτερα πλουραλιστικά μέτωπα που υπηρετούν τα συμφέροντα των πολλών.
* O A. Κιουπκιολής είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στη Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Σημείωση
1. Βλ. Wright, E. O. (2010) Envisioning Real Utopias, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, Wright, E. O. (2018) How to be an Anticapitalist for the 21st Century, https://www.ssc.wisc.edu/~wright/How%20to%20be%20an%20anticapitalist%20f…—%20full%20draft,%20July%2025%202018.pdf.
Πηγή: Εποχή