Ασυνόδευτο ανήλικο προσφυγόπουλο από το Αφγανιστάν βρισκόταν σε σχετική δομή που διευθύνεται από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης.
Χώρος προστασίας, χώρος υπέρβασης των τραυματικών εμπειριών, χώρος προετοιμασίας για την κοινωνική ένταξη στην κοινωνία της δικής μας χώρας ή/και της χώρας όπου θα μεταβεί αργότερα (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Γαλλία, όπου ζει και τον περιμένει ο μεγαλύτερος αδερφός).
Απόκτησε φίλους εδώ. Μια κοινότητα παιδιών, εφήβων πια, με κοινή την ελπίδα ότι πίσω τους έχουν αφήσει για πάντα τον κόσμο της απόλυτης ανασφάλειας, του ετσιθελισμού των εκάστοτε ισχυρών, του πανταχού παρόντα κινδύνου από τη μια στιγμή στην άλλη να χάσουν την ελευθερία ακόμη και τη ζωή τους, τον κόσμο της γενέτειρας πατρίδας τους όπου ζωή, αξιοπρέπεια και μέλλον δεν είχαν. Εδώ ξεκίνησαν να γνωρίζουν και να συνηθίζουν ένα κόσμο, όπου θα μπορούσαν να κάνουν σχέδια τουλάχιστον για την αυριανή ημέρα.
Έτσι του είπαν, κι εκείνος ξεκίνησε να μορφώνεται διαβάζοντας τις λέξεις και προσπαθώντας μέσα από αυτές να διαβάσει και να μάθει τον κόσμο. Τον δικό μας κόσμο, όπου αναζήτησε ασφάλεια, ελευθερία, αξιοπρέπεια, μέλλον.
Ξαφνικά πριν μερικές μέρες τον πήραν και τον μετέφεραν στα κρατητήρια του Αστυνομικού Τμήματος Γιαννιτσών. Στις αλληλέγγυες φίλες που κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί του δήλωσε «δεν έκανα τίποτε, ούτε μου εξήγησε κανείς γιατί βρίσκομαι εδώ». Οι προσπάθειές τους να πληροφορηθούν κάτι περισσότερο από την υπεύθυνη οργάνωση έμειναν άκαρπες. Ως απάντηση δέχτηκαν την ερειστική ερώτηση «εσείς πώς πληροφορηθήκατε το γεγονός;». Αυτό ήταν για τη Διεθνή Οργάνωση το θέμα, όχι η εντελώς παράνομη μεταφορά ενός ανηλίκου στα κρατητήρια!
Βρέθηκα στη δομή που τον φιλοξενούσε μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να τον ξαποστείλει στα κρατητήρια. Συνειδητή η διατύπωσή μου «δομή που αποφάσισε να τον ξαποστείλει στα κρατητήρια». Επειδή εκεί μου ειπώθηκε ότι αυτό έγινε με απόφαση εισαγγελέα και στο πλαίσιο σχετικής υπουργικής απόφασης. Στο ερώτημα, όμως, «ποιος κάλεσε και για ποιο λόγο τον/την εισαγγελέα» δεν υπήρχε απάντηση, μόνον οι υψηλά ιστάμενοι της Διεθνούς Οργάνωσης έχουν το δικαίωμα ν’ απαντήσουν, κι αυτοί ούτε παρόντες ήταν ούτε τηλεφωνικά εντοπίζονταν. Αποδέχομαι, πάντως, ότι πιθανόν τυπικά να μην δικαιούμουν απάντηση.
Άλλωστε, για άλλο λόγο είχα έρθει στη δομή: για να υπενθυμίσω ότι απαγορεύεται αυστηρά ο εγκλεισμός ανηλίκων σε κρατητήρια. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί γι’ αυτό, μα ούτε και οι ελληνικοί νόμοι λένε κάτι διαφορετικό.
Και ως απόρροια αυτού, είχα έρθει να δηλώσω στις/στους εκπροσώπους της ΔΟΜ, καταθέτοντας σχετική γραπτή αίτηση, ότι είμαστε πρόθυμοι, η Sigrid κι εγώ, να φιλοξενήσουμε το παιδί στην οικογένειά μας (όπως το έχουμε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις).
Μέχρι να αντιμετωπίσει η ΔΟΜ το οποιοδήποτε πρόβλημα, κατά την άποψή της, την «ανάγκασε» να απομακρύνει το παιδί από τη δομή φιλοξενίας και να ζητήσει τη μεταφορά του στα κρατητήρια της αστυνομίας. «Όχι κρατητήρια, σε καθεστώς προστατευτικής φύλαξης», επέμεναν να με διορθώνουν. Τυπικά έτσι λέγεται, στην πράξη όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται απλά και καθαρά για «εγκλεισμό σε κρατητήριο».
Πήγαμε (η Sigrid, ο φίλος μου ο Σάκης κι εγώ) στο αστυνομικό τμήμα και τον επισκεφτήκαμε. Για δυο λεπτά στο κελί του. Αρκετά, πάντως, για να τον διαβεβαιώσω ότι τη Δευτέρα θα βγει, αφού με το δικηγόρο μας, το Θοδωρή Τσιάτσιο, θα ζητήσουμε από τον εισαγγελέα να αναλάβει η οικογένειά μας τη φιλοξενία του και την ευθύνη γι’ αυτόν. Για όσο καιρό οι ισχυρές οργανώσεις (ΜΚΟ και μη) δηλώνουν ανίκανες να επιτελέσουν το παιδαγωγικό έργο που ανέλαβαν και –αναφωνώντας «απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο!»- καλούν τον εισαγγελέα να το αναθέσει στη Αστυνομία.
Τη Δευτέρα θα ξέρουμε εάν η διαβεβαίωσή μου θ’ αποδειχτεί αληθινή. Το ελπίζω και το προσδοκώ.
Ο Faizullah είναι ένα από τα εκατοντάδες ασυνόδευτα ανήλικα προσφυγόπουλα που σήμερα κοινωνικοποιούνται στις αξίες της δικής μας κοινωνίας μέσω της αποπομπής τους από τις δομές ανηλίκων και της εγκατάστασής τους σε κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων (και για να είμαστε δίκαιοι: όχι επειδή το επιθυμεί ή το ζητάει η αστυνομία, το αντίθετο μάλλον).
Έχω συνηθίσει στην αδιαφορία και στην αναλγησία των υπευθύνων τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο εκείνων που εφαρμόζουν στην πράξη την κυβερνητική πολιτική.
Αναρωτιέμαι όμως: δεν αντιλαμβάνονται τους πολυποίκιλους εν δυνάμει κινδύνους που συνεπάγεται και για τη δική μας κοινωνία τούτη η εντελώς παράνομη και βαθιά αντικοινωνική συμπεριφορά τους απέναντι σ’ αυτούς τους νέους; Ή κι εδώ απλώς αδιαφορούν;