Κάθε χρονιά, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, οι κεντρικοί τραπεζίτες όλου του κόσμου βρίσκονται στο θέρετρο του Jackson Hole, στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ, προκειμένου να συζητήσουν τα επείγοντα θέματα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Από την προηγούμενη χρονιά ήδη, ενόψει των υποτιθέμενα επερχόμενων «καλύτερων ημερών» του συστήματος μετά από το σοκ του 2008, η συζήτηση κατευθύνεται προς την ανάγκη μιας πιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής μέσω της «κανονικοποίησης» των επιτοκίων, της αύξησής τους, δηλαδή. Πρώτη το έθεσε, ήδη από το τέλος του 2015, η Yellen της FED (της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ) και, έκτοτε, μια πολύ δειλή κίνηση σε αυτήν γραμμή έχει πραγματοποιηθεί. Εξαιρετικά μετρημένη και διαρκώς υπό επανεξέταση.
Η κατεύθυνση αυτή, έστω και στα χαρτιά, εν πολλοίς, προς το παρόν αποτελεί μια μεγάλη στροφή στην πολιτική των καπιταλιστικών επιτελείων. Από την έναρξη της κρίσης η κύρια κατεύθυνση ήταν η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, μέσω της μείωσης των επιτοκίων και της εκτύπωσης νέου χρήματος προς διάσωση των τραπεζών και ανάσχεση της κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας –που, θυμίζω, δεν ήταν πρόγνωση φευγάτων μαρξιστών, αλλά ζωντανή και σπαρταριστή πραγματικότητα μετά την «εξάτμιση» της Λίμαν και με τους μεγαλύτερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μπροστά σε παρόμοια μοίρα, αν αφήνονταν στις αξιολάτρευτες, κατά τα άλλα, «δυνάμεις της αγοράς». Τα κράτη απέτρεψαν τον Αρμαγεδδώνα σε εκείνη την φάση, δεν έδωσαν, όμως, κάποια οριστική λύση.
Έτσι, από το 2013 κι έπειτα, ως πρώτο βήμα στην κατεύθυνση των «αντισυμβατικών» νομισματικών πολιτικών, επιλέχθηκε η περίφημη «ποσοτική χαλάρωση», το QE, που λέει κι ο Τσίπρας σε άψογα αγγλικά. Η βασική ιδέα ήταν πως οι Κεντρικές Τράπεζες θα τροφοδοτούσαν με χρήμα την οικονομία αγοράζοντας όλων των ειδών τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα από τις εμπορικές τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως κρατικά ομόλογα, ενυπόθηκα δάνεια, τραπεζικά ομόλογα, ακόμη και μετοχές. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες, γεμάτες φθηνό χρήμα και πολύ ασφαλέστερες από ό,τι πριν, θα τροφοδοτούσαν με ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και η κρίση θα γίνονταν παρελθόν.
Συνέβησαν αυτά; Όχι. Φαίνεται, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα του Σαν Φραντσίσκο, πως η επίπτωση του QE στη μεγέθυνση της αμερικανικής οικονομίας ήταν περίπου 0.04 της εκατό! Συνέχισε, όμως, να επιτελείται ο άμεσος «αμυντικός» στόχος: οι τράπεζες, πράγματι, διασώθηκαν και η ραγδαία κατάρρευση αποφεύχθηκε.
Το κόστος αυτής της πολιτικής ήταν σημαντικό. Η FED φορτώθηκε με «χαρτιά» αξίας 4 τρισεκατομμυρίων ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια, ενώ η αντίστοιχη Ιαπωνική έφτασε στο ύψος του 75% του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο το Παγκόσμιο Χρέος –υποτίθεται η βασική αιτία για την Κρίση- όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε κατά 25%. Στην πραγματικότητα, ό,τι κι αν λέγονταν επισήμως, επιλέχθηκε μια πολιτική, η οποία, μαζί με την τερατώδη επίθεση στον κόσμο της εργασίας, διαμόρφωνε μια νέα φούσκα, μέσω του πάμφθηνου χρήματος, ως μόνη δυνατότητα στο μέτρο που η «πραγματική οικονομία» δεν έλεγε να ανακάμψει. Κάποιοι, μάλιστα, από τους γκουρού του παγκόσμιου καπιταλισμού το λένε ρητά, όλα αυτά τα χρόνια: η μόνη δυνατότητα ανάσχεσης ενός επόμενου, ίσως χειρότερου από του 2008, κρισιακού επεισοδίου είναι οι φούσκες. Ζήτω, λοιπόν, οι φούσκες και βλέπουμε.
Στο πλαίσιο αυτό, στην πορεία, επιλέχθηκαν και πιο ευφάνταστες νομισματικές πολιτικές, όπως αυτές του μηδενικού επιτοκίου ή και του αρνητικού επιτοκίου (από την Ελβετία και την Σουηδία, μετά το 2015), που σημαίνει πως οι Κεντρικές Τράπεζες, στην πραγματικότητα, πληρώνουν τις εμπορικές, προκειμένου οι τελευταίες να δανείζονται από τις πρώτες! Πάρε κόσμε, κοινώς, φτιάξε φούσκες κι έχει ο Θεός!
Όπως ήδη σημειώθηκε, σε ό,τι αφορά την υπέρβαση της Κρίσης, οι πολιτικές αυτές ελάχιστα μπορούν να κάνουν. Πράγμα γνωστό, άλλωστε, ήδη από την δεκαετία του 1930, όταν ο αρχικά υποστηρικτής τους Κέινς τις χαρακτήρισε ως προφανή αποτυχία.
Το θέμα είναι πως η παγκόσμια καπιταλιστική ελίτ αρχίζει εύλογα να ανησυχεί πως η φούσκα –έκδηλη και στις επιδόσεις των χρηματιστηρίων- ίσως είναι κοντά στο σκάσιμο. Γι’ αυτό και σκέφτεται εναλλακτικές πολιτικές. Το αν υπάρχουν είναι αμφίβολο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως οι ίδιοι, σε ό,τι τους αφορά, παίρνουν τα μέτρα τους. Όπως σημείωνε πρόσφατα, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Μπάμπης Μιχάλης:
«Αρκετοί χρηματιστηριακοί αναλυτές -παρότι δεν το κοινοποιούν ευρέως- φοβούνται εδώ και καιρό το ενδεχόμενο ενός νέου κραχ και ως μια από τις πιθανές αιτίες θεωρούν τις γεωπολιτικές εντάσεις. Η πολεμική ρητορική της Βόρειας Κορέας τούς έρχεται κουτί.
Ωστόσο, η κρυστάλλινη οικονομική πραγματικότητα είναι ότι οι τιμές των μετοχών έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία δύο χρόνια στη στρατόσφαιρα και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν την ανάπτυξη της οικονομίας και την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Ενδεικτική η συνολική κεφαλαιοποίηση των «5 μεγάλων της υψηλής τεχνολογίας» -Facebook, Apple, Amazon, Microsoft, Google- η οποία είναι πλέον μεγαλύτερη από το μέγεθος της οικονομίας της 7ης μεγαλύτερης πετρελαιοπαραγωγού χώρας του κόσμου, της Βενεζουέλας.
Η καλπάζουσα άνοδος εγκυμονεί όμως και κινδύνους. Ό,τι ανεβαίνει κάθετα πολύ ψηλά βυθίζεται με τον ίδιο ρυθμό και αυτό το γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους οι τραπεζίτες της Wall Street, που φροντίζουν πριν πεινάσουν να… ξεφορτωθούν τις μετοχές τους.
Όπως αποκάλυψε πρόσφατη ανάλυση των Financial Times, τα ανώτερα στελέχη και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των 6 μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών είναι φέτος καθαροί πωλητές των τίτλων της τράπεζάς τους που διατηρούν στο προσωπικό τους χαρτοφυλάκιο.
Συγκεκριμένα, οι αξιωματούχοι των JP Morgan Chase, Bank of America, Wells Fargo, Citigroup, Goldman Sachs και Morgan Stanley πούλησαν -καθαρά- από την αρχή του χρόνου 9,32 εκατομμύρια τραπεζικές μετοχές. Συνολικά, για κάθε μία μετοχή που αγόραζαν στη διάρκεια του έτους πουλούσαν δεκατέσσερις.
Και το έπρατταν αυτό ενώ την ίδια στιγμή οι χρηματιστηριακοί αναλυτές των ιδρυμάτων τους -επικαλούμενοι το «φαινόμενο Τραμπ»- παρότρυναν τους απλούς επενδυτές να αγοράζουν άφοβα τραπεζικές μετοχές».
Το «ξεφόρτωμα» αυτό είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης για της προβλέψεις της καπιταλιστικής ελίτ για το μέλλον. Το γεγονός πως τα περισσότερα από τα τραπεζικά ιδρύματα, που αναφέρονται, σώθηκαν με χρήματα του απλού κόσμου –και «δικά μας», ελληνικά- δεν είναι μόνο αληθινή ειρωνεία. Δείχνει καθαρά το «ποιόν» του συστήματος της «ελεύθερης αγοράς». Το οποίο ήδη είναι πολύ κοντά στο να μας ξεζουμίσει πλήρως πριν μας καταστρέψει (βλ. και το άρθρο: Είναι ευκολότερο να σκεφτούμε το τέλος του κόσμου…, Εφημερίδα των Συντακτών, 30 Αυγούστου 2017).
Και μέσα σε αυτό το τοπίο η κυβέρνησή μας ονειρεύεται αναπτυξιακή εκτόξευση, υπέρβαση της κρίσης και … δίκαια πράγματα. Τρεις λαλούν και δυό χορεύουν. Αλλά γι’ αυτά στο επόμενο άρθρο στο Άλτερθες…