Πολιτική και ηθική ενός καθεστωτικού αντάρτικου
Ο «αιώνας των άκρων» τελείωσε, λέει ο Έρικ Χόμσμπάουμ, το 1989. Αν όμως τελείωσε πράγματι, τότε αυτό που μας προσφέρεται ως καμπάνια για την υπεράσπιση της μνήμης του, είναι απλά η ηχώ της ιστορίας του σε distortion: μνήμη παραμορφωμένη από τις σκοπιμότητες της εποχής, είδωλο ιστορίας για κάθε πολιτική χρήση – αν και όχι για οποιαδήποτε πολιτική. Όλο και συχνότερα πια, οι χρήσεις δεν είναι «αντιστασιακές», όπως παλιά. Κρατικές είναι – και όλο και πιο αναθεωρητικά φιλελεύθερες.
Αν όμως «υποτίθεται» ότι τελείωσε ο εικοστός, αν δηλαδή συνεχίζεται ακόμα, τότε τι εξηγεί τέτοια προσκόλληση στους φασισμούς και τους κομμουνισμούς του, όταν αυτοί βρίσκονται πίσω τουλάχιστον πέντε δεκαετίες; Σε ποιο κοινό απευθύνεται αυτός ο διαρκώς διευρυνόμενος όγκος άρθρων, σκίτσων, μαρτυριών, βιβλίων ιστορίας και φιλοσοφίας, που θυμίζει πως «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ»; Κυρίως: προς τι η ολική επαναφορά, από τις επιφυλλίδες, τη λογοτεχνία και τις πανεπιστημιακές εκδόσεις, στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενός ψόγου που στην πολιτική πρωτοδιατυπώθηκε, και που φιλελεύθεροι τον πρωτοαπηύθυναν – αλλά στον Μουσολίνι, όχι στην Αριστερά, το μακρινό 1923; Γιατί τόσο λίγη αγωνία για την Λευκή Υπεροχή, που σκοτώνει σήμερα στις ΗΠΑ ή φτιάχνει κανόνα για την Ευρώπη στις χώρες του Βίσενγκραντ – και γιατί, αντίθετα, τόση πολλή για την κόκκινη βία του Μεσοπολέμου; Άσκηση της ιστορικής μνήμης ή πολιτική αισθηματική αγωγή;
Εκσυγχρονισμός που αντλεί ζωή από το παρελθόν
Η αντιολοκληρωτική φρενίτιδα της εποχής, φαινόμενο υποτίθεται εξευρωπαϊσμού της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, μοιάζει αθέλητη παραδοχή πως ό,τι συμβαίνει τώρα, στις μέρες μας και στον εικοστό πρώτο αιώνα, είναι από κρίσιμες απόψεις μισακό: «λιγότερο». Μοιάζει λοιπόν αυτό το λιγότερο να χρειάζεται αντιπερισπασμούς και δάνεια πολιτικού πάθους για να γίνει ενδιαφέρον – δάνεια που μόνο στο παρελθόν μπορεί να βρει κανείς διαθέσιμα στην απαιτούμενη δόση. Τέτοιο δάνειο ηρωισμού, μέσα στο αφόρητο γκροτέσκο του, ήταν από τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα το περιοδικό Σαμιζντάντ, που εξέδιδαν «αντιστασιακοί» σαν το Στέφανο Μάνο, τον Κωστή Χατζηδάκη, τον Γιώργο Αλογοσκούφη και τον Νίκολας Μπερνς.
Ο Στάλιν πέθανε το ’53, η προσωπολατρία αποκηρύχθηκε το ’56, η «ειρηνική συνύπαρξη» Δύσης-Ανατολής μετρά αισίως έξι δεκαετίες, κι από το 1989, το Τείχος έγινε χρωματιστά σουβενίρ για τους τουρίστες στο Charlie Checkpoint. Τα κόμματα και οι οργανώσεις που δεν άκουσαν τίποτα για δίκες και στρατόπεδα στη Ρωσία ανήκουν πια στην κατηγορία του μουσειακού είδους. Τα δε στρατόπεδα όπου φυλακίστηκαν «οι πιο αφοσιωμένοι κομμουνιστές» (βλ. Τσβετάν Τοντόροφ, «Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού»), έχουν κλείσει κι αυτά από δεκαετίες. Όσο για τις Αριστερές που χρεώθηκαν ερήμην τους τις εγκληματικές αποτυχίες του «υπαρκτού» (ερήμην τους: αυτές ήταν που κατήγγελλαν τις κοινωνίες του «υπαρκτού» ως εκμεταλλευτικές και απάνθρωπες), οι μεν βασικές εκδοχές ευρωκομμουνισμού είναι πια συνθηκολογημένες Ευρω-Αριστερές· η δε επαναστατική Αριστερά κάθε λογής είναι, ακόμα, μειοψηφική υπόθεση. Σε ποιους λοιπόν απευθύνεται αυτή η χυδαία εξίσωση της επαναστατικής ελπίδας με την αντεπαναστατική απελπισία;
Αν θυμόμαστε ότι η κατηγορία «ολοκληρωτικός» είναι μια υπόθεση που ξεκινά από την πολιτική σκηνή, με τη διαμάχη Αμέντολα-Μουσολίνι το 1923, για να επανέλθει προσαρμοσμένη στις ανάγκες της συγκυρίας όπως πάντα συνέβαινε (προσαρμοσμένη: άλλο ο αντιολοκληρωτισμός μέχρι να νικηθεί ο ναζισμός, άλλο μετά, ως εργαλείο διάλυσης της αντιφασιστικής συμμαχίας χάριν του Ψυχρού Πολέμου[1], άλλο μετά το ‘89), είναι στην πολιτική και στην εξουσία που πρέπει να ζητηθεί η απάντηση.
Το αντιολοκληρωτικό επιχείρημα ως πολιτικό εργαλείο
Δεν υπάρχει εξουσία, αν η εξουσία δεν επιδιώκει τη διαρκή διεύρυνση της επικράτειάς της. Και δεν υπάρχει τέτοια διεύρυνση, παρά μόνο ως διαρκής ιδεολογικός ανταγωνισμός: ως αγώνας για τη λέξη και ως πολιτική μέσα στις έννοιες, ως κατάκτηση δηλαδή «εδαφών» και άνοιγμα «μετώπων». Ως συνεχής πόλωση και διαρκής επαναχάραξη του πολιτικού χάρτη. Η εξουσία, λέει ο Φουκώ, είναι προληπτική δράση επί δράσεων: δράση για να καθοριστούν τα όρια της δράσης. Για να επιτευχθούν ή να αποτραπούν ανασυνθέσεις σήμερα: η ανασύνθεση του κόσμου της αντίστασης υπό κομμουνιστική αιγίδα, όπως τη δεκαετία του ’40 – η ανασύνθεση του αστικού κόσμου στη βάση του αντικομμουνισμού, όπως στον Μεσοπόλεμο και τον ελληνικό Εμφύλιο.
Ελλείψει θετικής προοπτικής που να δικαιώνει την ευφορία του 1989, οι φιλελεύθεροι της εποχής επιδίδονται στη δική τους «εργασία του αρνητικού»: το ζήτημα δεν είναι η ανάδειξη μιας θετικής πρότασης, αλλά η έκθεση της αντίπαλης ως μεγαλύτερο δεινό. Από εκεί θα προκύψουν και οι συμμαχίες της.
Ελλείψει δυνατότητας προβολής της αστικής πολιτικής στο μέλλον, το ζητούμενο είναι η δικαίωση στην Ιστορία: οι πόλεμοι της μνήμης. Αν λείπει η υπόσχεση μιας κάποιας προόδου, το ασφαλέστερο καταφύγιο είναι η ρητορική της αντι-επανάστασης: κάθε προσπάθεια αλλαγής του κόσμου καταλήγει «νομοτελειακά» στο αντίστροφο αποτέλεσμα, είναι λοιπόν μάταιη, και βάζει σε κίνδυνο πολιτισμικά κεκτημένα. Απουσία λογικής επιχειρηματολογίας για την πειστική υπεράσπιση του υπάρχοντος, το επιχείρημα απευθύνεται προνομιακά στο συναίσθημα: τη μαρτυρία κι όχι την ιστορία κινητοποιεί, τη συγκίνηση αντί της κατανόησης, τα θύματα του (ενός: του κόκκινου, εννοείται) «ολοκληρωτισμού», απογυμνωμένα από τους αγώνες τους ή αθωωμένα για την σύμπραξη με τον ναζισμό.
Ο αντιολοκληρωτικός υποδύεται τον αντάρτη, γιατί γοητεύεται από τη γοητεία που ασκεί εκείνος διαχρονικά· μιμούμενος τον αντάρτη, ωστόσο, παραμένει καθεστώς. Με τα λόγια του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, ο αντικομμουνισμός του σήμερα είναι ο σταλινισμός του χτες.
Από αυτή την άποψη, δεν πείθεται πως «το ναζιστικό καθεστώς δεν άντλησε καμία σημαντική έμπνευση από τα γκουλάγκ», όπως έδειξε ο ιστορικός Νικόλαους Βάχσμαν στις εκατοντάδες σελίδες του για τα ναζιστικά στρατόπεδα. Δεν ασχολείται με τον Ζέεβ Στερνχέλ, όταν στη συζήτηση για τον «επαναστατικό» ρόλο του ναζισμού, λέει πως κομμουνισμός και ναζισμός βρίσκονταν στους αντίποδες: οικονομική και κοινωνική η κόκκινη επανάσταση, πολιτισμική ηθική, ψυχολογική και πολιτική η υποτιθέμενη μαύρη. Προορισμένη να αλλάξει τον πολιτισμό η πρώτη, ως κληρονόμος του Διαφωτισμού. Προσανατολισμένη να τον καταστρέψει η δεύτερη, ως νεκροθάφτης του.
Προσαρμοσμένος στους γρήγορους χρόνους της μιντιακής επικοινωνίας, ο αντιολοκληρωτικός δεν χολοσκάει με λεπτές διακρίσεις – ανάμεσα στον διεθνισμό και τον εθνικισμό, την «καθολική» εργατική τάξη και τη φυλή, τη βία ως μέσο ή ως σκοπό της Ιστορίας, τη βία των ορθολογικών-οικονομικών σκοπών και, στον αντίποδα, των ανορθολογικών-βιολογικών. Ο ναζισμός, κι ας σκοτώνει σήμερα στις ΗΠΑ, είναι το έλασσον: η μνήμη των σταλινικών στρατοπέδων και των δικών της Μόσχας, κι ας ανήκουν στο βαθύ παρελθόν, είναι το βασικό.
Η ακραία πολιτική σκοπιμότητα καταλήγει στη φτήνια· σωστά λέει ο Τσβετάν Τοντόροφ ότι οι μορφωμένοι δεν είναι κατανάγκην και αγαθοί. Όταν λοιπόν το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και ρατσισμού που εκπροσωπεί ο Τραμπ παίρνει τα πάνω του, είναι έτοιμοι να μιλήσουν για «λαϊκισμό», υπονοώντας ένα είδος Αριστεράς· ακόμα και τη στιγμή που ο τραμπισμός ρυμουλκεί τον νεοναζισμό στο κέντρο της πρώτης καπιταλιστικής δύναμης του πλανήτη, αρκεί ένα κρατικό συνέδριο στην Εσθονία, μια χώρα που αφιερώνει μνημεία στους ναζί, για να οργιάσει ο φαρισαϊσμός περί τα «εγκλήματα κομμουνιστών».
Αν η συζήτηση γινόταν στο πλαίσιο της Αριστεράς, θα κινούνταν στα όρια που έθεσε ο Έντζο Τραβέρσο: σε σχέση με τον λενινισμό, ο σταλινισμός δεν αποτελεί «ούτε ριζική ρήξη, ούτε γραμμική εξέλιξη». Αλλά ο αντιολοκληρωτισμός δεν έχει στόχο τον σταλινισμό: στην εξίσωσή του, ο ολοκληρωτισμός είναι το αποτέλεσμα κάθε υπόσχεσης για την καθολική ευτυχία – κάθε ουτοπία είναι χιλιασμός, που καταλήγει στον δεσποτισμό. «Ο θεωρητικός ολοκληρωτισμός είναι ένας ουτοπισμός [και] ο ουτοπισμός συνδέεται απαραιτήτως με τον καταναγκασμό και τη βία», γράφει ο Τοντόροφ. Γι’ αυτό, λοιπόν, η τόση φιλελεύθερη εμμονή στη μνήμη του Κακού: ό,τι επείγει να αντιμετωπιστεί είναι «ο πειρασμός του Καλού».
Οι τέσσερις εποχές του αντιολοκληρωτισμού
Η εποχή που ο φιλελεύθερος Αμέντολα κατηγορούσε τον Μουσολίνι ως «ολοκηρωτικό», λίγα μόλις χρόνια μετά την εκλογική συμμαχία των Φιλελεύθερων του Τζολίτι με την ιταλική Ακροδεξιά, ήταν η πρώτη εποχή του «αντιολοκληρωτισμού». Η εποχή της ριζοσπαστικής καταγγελίας των σταλινικών στρατοπέδων, που εγκαινίασε ο έγκλειστος αναρχικός Βικτόρ Σερζ, ήταν η δεύτερη. Υπάρχει μια τρίτη, από το ’45 και μετά: το ζήτημα τώρα είναι να ξηλωθεί η «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», απότοκο της πολιτικής της ηγεμονίας στην αντιφασιστική αντίσταση: να ξηλωθεί, γιατί συνιστά εμπόδιο στον μεταπολεμικό οικονομικό φιλελευθερισμό. Εκεί στοχεύουν οι Πόπερ και Χάγεκ στη φιλοσοφία. Και με αυτήν τα βάζουν ιστορικοί, όπως ο Φρανσουά Φυρέ στη Γαλλία και ο Ρέντζο Ντε Φελίτσε στην Ιταλία – αποδομώντας, ως υπερβολικά «ιδεολογική», την μέχρι τότε ιστορία του φασισμού, και φτάνοντας να βλέπουν στη Γαλλική Επανάσταση τη ρίζα του σταλινικού τρόμου.
Μετά τη δεκαετία του ’80, φαίνεται να ζούμε την τέταρτη εποχή: αυτήν που εγκαινίασαν στη Γερμανία ο Ερνστ Νόλτε (αμφισβητώντας τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος και συμβάλλοντας στον αποστιγματισμό του ναζισμού ως «αρνητικού αντίγραφου του μπολσεβικισμού»), και ο Στεφάν Κουρτουά, της «Μαύρης Βίβλου» και του περιοδικού Communisme, στη Γαλλία (φτάνοντας να εξοργίζει συναδέλφους του ακαδημαϊκούς, με την εμμονή στην αστυνομική σύλληψη της κομμουνιστικής ιστορίας και την πτωματομετρία).
Αντλώντας από το προηγούμενο «κύμα», ο τελευταίος αυτός αντιολοκληρωτισμός έχει διεθνή εμβέλεια και πολιτικά κινείται σε περισσότερους του ενός άξονες. Ο πρώτος είναι η ιδεολογική θωράκιση της «ελεύθερης οικονομίας» ως της μόνης λογικής, καθότι «φυσικής» τάξης πραγμάτων. «Το να διατείνεσαι ότι θα εκτρέψεις το υπαρκτό προς την κατεύθυνση του δέοντος αποτελεί μεγίστη λογική ακροβασία. Ο κόσμος της ανθρώπινης δράσης εκφράζει πρώτα απ’ όλα σχέσεις ισχύος, όχι σχέσεις δικαίου: οι πιο δυνατοί επιβιώνουν εις βάρος των αδύναμων»[2]. Από θέση υπεράσπισης του φιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού, η καταγγελία της «μαρξιστικής ορθοδοξίας» είναι γιατί αυτή «μεταθέτει την οικονομική εξουσία στα χέρια εκείνων που κατέχουν ήδη την πολιτική», όπως καταγγέλλει ο Τοντόροφ.
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος άξονας: η ενοποίηση, στο έδαφος του νέου αντιολοκληρωτισμού, του εσωτερικού-κοινωνικού εχθρού, των «κόκκινων», με τον εξωτερικό-πολιτισμικό – τους «ξένους». Αν στη δεκαετία του ’30 η αστική Ευρώπη φαινόταν να ενοποιείται στο κυνήγι του «ιουδαιο-μπολσεβικισμού», να συγχωνεύει δηλαδή στο ίδιο μείγμα αντισημιτισμό και αντικομμουνισμό, αν και στην Ελλάδα είδαμε μια παραλλαγμένη βερσιόν, αυτή του «σλαβοκομμουνισμού», τότε μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να είναι και σήμερα δυνατή: ο «ολοκληρωτισμός», ως επίθεση στις κεντρικές φιλελεύθερες αξίες, τον πλουραλισμό και την αυτονομία, μπορεί να είναι είτε «ισλαμιστικός», είτε «κομμουνιστικός» – μπορεί να είναι όμως και τα δύο, δηλαδή «ισλαμο-αριστερισμός»[3]. Κάπως έτσι, σε πολιτικό επίπεδο πια, ο αστισμός μπορεί να διεκδικεί μερίδιο στα πολιτικά πάθη που εξάπτει η Ακροδεξιά. Αλλά αυτά δεν έχουν σχέση με οποιαδήποτε εκδοχή δημοκρατίας.
[1] Βλ. Samuel Moyn, “Intellectuals and Nazism”, στο: Dan Stone (ed.),The Oxford Handbook of Postwar European History, 2012.
[2] Τσβετάν Τοντόροφ, Μνήμη του Κακού, πειρασμός του Καλού. Στοχασμοί για τον αιώνα που έφυγε (μτφρ.: Κώστας Κατσουλάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2003.
[3] Βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Shlomo Sand, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με θέμα το σχετικό σλόγκαν της κυβέρνησης Μανουέλ Βαλς: «Du “judéo-bolchévisme” à “l’islamo-gauchisme”: une même tentative de faire diversion», Le Nouvel Observateur, 8.6.2016. Για την υπεράσπιση της τάσης αυτής, βλ. το άρθρο του Jacques Juillard, συνδαιτυμόνα του αναθεωρητή ιστορικού Φρανσουά Φυρέ στο Ίδρυμα Saint-Simon, «Qu’est-ce que l’islamo-gauchisme», Le Figaro, 28.6.2016.