Ένας καμαριέρης τη ρωτούσε αν, σε περίπτωση που το ΝΑΤΟ αποφάσιζε την έναρξη χερσαίων επιχειρήσεων και η Γαλλία έστελνε στρατεύματα, εκείνη και οι σύντροφοί της θα παρέμεναν στην κυβέρνηση. Ναι, άρθρωσε με το ξανθό της χαμόγελο και την άχρωμη φωνή. Τίποτ’ άλλο. Τρία γράμματα, η πιο λακωνική πένθιμη κωδωνοκρουσία. Η Ντεμπορά επαναλαμβάνει την αντίρρησή της: και σε τι θα εξυπηρετούσε…; Η Μαριόν και αυτός, ο Νικολά Μπλαντέν και αυτός, γυρίζουν γύρω γύρω, ομαδικοί τάφοι, βομβαρδιστικά. Αν δεν είχαν υπάρξει οι ομαδικοί τάφοι, δεν θα είχαμε και βομβαρδιστικά. Αν δεν είχαν υπάρξει τα βομβαρδιστικά, θα υπήρχαν και λιγότεροι ομαδικοί τάφοι, κυρίως μετά. Την πεντηκοστή μέρα περίπου, γράφει ένα άρθρο και μου το στέλνει με το φαξ. Σ’ αυτό παινεύει τον πιο άνετο πόλεμο που έγινε ποτέ. Δεν μας κόστισε ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένα φτερό Μιράζ. Εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε νύχτα μέρα τα αγαθά της ύδρευσης, του ηλεκτρισμού, των υπονόμων μας και της τηλεόρασης. Καμία δυσκολία στον ανεφοδιασμό μας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα […]
Φρανσουά Σαλβέν, Αποχαιρετισμός στο Κόμμα
[…] κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Μανόλης Αναγνωστάκης
Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ίσως η πιο «αναίμακτη» κόμματος της Αριστεράς που έγινε ποτέ, έχει περάσει πια στη δικαιοδοσία των ιστορικών. Το γεγονός παρήλθε, θα έλεγαν οι παλιότεροι. Και στο μεταξύ γράφτηκαν ήδη αρκετά: σοβαρές αναλύσεις και επιφυλλίδες υπηρεσίας, σχόλια οξυδερκή ή απλώς χολερικά, ακροδεξιές βενεζουελιάδες και «αποκαλύψεις» φαντασμαγορικής αυτοδικαίωσης. Ό,τι ήταν να πει κανείς, ό,τι ήταν να πούμε, τo είπαμε: καιρό τώρα, τα σημαντικότερα είναι οι πράξεις – ή οι μη πράξεις.
Πότε λέγεται, όμως, πραγματικά η τελευταία κουβέντα; Κι αν, στην περίπτωσή μας, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «πράξη» σε έναν πόλεμο ασύμμετρο, οικονομικό και πολιτικό, μέσα και έξω από τη χώρα, πότε τελειώνουν στ’ αλήθεια οι πόλεμοι;
Το ίχνος της διάσπασης: οι αριθμοί, τα γεγονότα και οι άνθρωποι
Όπως με κάθε κόμμα που «έλαχε» ή που πάσχισε να συναντηθεί με τις αγωνίες μιας ολόκληρης κοινωνίας σε καιρό πολέμου, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τα αποτελέσματά της δεν τέλειωσε ποτέ. Ξεκινώντας από την επόμενη κιόλας στιγμή της, από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, που υποτίθεται δικαίωσαν τους Μένουμε Κυβέρνηση, το υπουργείο Εσωτερικών μέτρησε περισσότερους από 700.000 απόντες: από τους 6.330.356 δηλαδή, που πήγαν στις κάλπες τον Γενάρη του 2015, η ψυχρή γλώσσα των αριθμών λέει πως λόγο να ξαναψηφίσουν βρήκαν οι 5.567.930. Από την κάλπη ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ, έλειψαν περισσότεροι από 300.000.
Αυτά είναι μόνο η εκλογική αριθμητική. Όμως η σημασία των «παράπλευρων απωλειών» της διάσπασης (σαν τέτοιες τις αποσιώπησε η κυβερνητική απολογητική) δεν αποτιμάται σε αριθμούς. Γι’ αυτήν λοιπόν, για την απόσυρση δηλαδή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που «ρυμούλκησε» στην κεντρική σκηνή ως και το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ, μιλούν τα γεγονότα – αν τουλάχιστον τα ρωτάει κανείς. Και πρώτα απ’ όλα η αποστράτευση ενός πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού, είτε αυτό ξαναψήφισε είτε όχι, είτε έφυγε είτε «έμεινε» – σαστισμένο, απογοητευμένο, σκιά του παλιού εαυτού του.
Μιλά, επιπλέον, η σιγή νεκροταφείου στους δρόμους της τελευταίας διετίας – μείγμα πολιτικής ματαίωσης, οικονομικής ασφυξίας, και μαζί της απορρόφησης ενός δυναμικού, κινηματικά δραστήριου μέχρι πρότινος, τώρα όμως «χρεωμένου» σε κρατικές και κοινοβουλευτικές θέσεις. Δεν λέω εδώ τα γνωστά περί επαγγελματοποίησης, που άλλοτε είναι απλώς ηθικολογικά, κι άλλοτε θυμίζουν την παλιά γνώση ότι «το είναι καθορίζει τη συνείδηση». Δεν λέω για την υλική πρόσδεση, που είναι πολιτικά κρίσιμη σε καιρούς δύσκολους· ούτε για το κλειστό φαντασιακό που φτιάχνει η καθημερινότητα του γραφείου για το τι είναι «πραγματική πολιτική» και τι «ανεύθυνη καταγγελία». Δεν λέω τίποτα για την αλληλεγγύη και την οικειότητα που συνέχουν κάθε κομματική γραφειοκρατία στη βάση της καχυποψίας, της ειρωνείας κι ενίοτε της εχθρότητας για την έξωθεν κριτική· γι’ αυτά μιλά ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», του (απέναντι) Ρόμπερτ Μίχελς, για τον οποίο προειδοποιούσε έγκαιρα ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος. Λέω για τις αναπόφευκτες ιεραρχήσεις που οι θέσεις αυτές υπαινίσσονται – και πάντως δεν το λέω εκ των υστέρων[1]. Λέω, εντέλει, για τη συρρίκνωση της κομματικότητας σε «κυβερνητικότητα»: για την κρατική αφομοίωση ενός αριστερού κόμματος, όχι μόνο εξαιτίας οικονομικών λόγων (του πού αντλεί, δηλαδή, πόρους να επιβιώνει και να κάνει κάθε μέρα πολιτική). Αλλά για την κρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και για λόγους πολιτικούς: για τους λόγους που έκαναν τα όργανά του Εφημερίδα και Ραδιόφωνο της Κυβέρνησης αντίστοιχα. Που αποψίλωσαν τις κομματικές οργανώσεις. Και που τελικά απομείωσαν τον ίδιο σε αβλαβές φερέφωνο της κυβέρνησης.
Πόσο βαθύ παραμένει το ίχνος της διάσπασης, το βεβαιώνει ακόμα περισσότερο η απαισιοδοξία για το μέλλον που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις – λες και δεν την ξέρουμε από πρώτο χέρι. Κυρίως, όμως, το δείχνει η αδυναμία, όσο προσωρινή αυτή, να συγκροτηθεί αυτόνομα μια ορατή ανταγωνιστική Αριστερά μετά τον ΣΥΡΙΖΑ. Αριστερά: όχι δηλαδή υπόθεση προσωπικοτήτων, αλλά «των πολλών». Αριστερά: «σύνθετο στοιχείο της κοινωνίας», κόμμα δηλαδή, με στρατηγικό ορίζοντα πέρα από το κλείσιμο της αξιολόγησης – ή τον εξωραϊσμό, αφελή έως κουτοπόνηρο, «της Ευρώπης». Αυτό είναι το λιγότερο συζητημένο μέχρι σήμερα. Αυτή, όμως, είναι και η σοβαρότερη ζημιά που διαρκεί, ανάμεσα στις τόσες του Αυγούστου του 2015.
Ας το θυμόμαστε: η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε στα μέσα Ιούλη του 2015, με την υπογραφή δηλαδή της περίφημης «συμφωνίας»: έγινε τον Αύγουστο, με την αιφνιδιαστική προκήρυξη των εκλογών από τον πρωθυπουργό – όταν δηλαδή η κυβέρνηση κατάπιε απροσχημάτιστα το κόμμα. Και το μάθημα-πάθημα που δεν τελείωσε έκτοτε, είναι το πόσο εύκολα πέρασε το πραξικόπημα των έξω στο εσωτερικό: πώς, με σημερινούς όρους, η αποτυχία αυτή θα πάψει να θεωρείται μοίρα κάθε εκδοχής Αριστεράς, όταν αυτή πάει να δει λίγο πιο πέρα από τη σκιά της.
(Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι «εμείς τα λέγαμε» ή ότι «οι εργάτες μπορούν και χωρίς Αριστερά»: χωρίς κόμμα, σε απόσταση ασφαλείας από τους «θεσμούς» που κατάπιαν και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά από την κριτική ενός ολόκληρου 20ού αιώνα στον «αυθόρμητο» οικονομισμό, ως και τις σημερινές στρατηγικές αναζητήσεις[2], υπάρχει επίσης σοβαρή και πλούσια σκέψη, που δεν μπορεί να αγνοηθεί).
***
Ως γεγονός, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε. Έκτοτε, το blame game των ημερών (φοβερός ο εξευγενισμός του λεξιλογίου μας από τις μέρες της «διαπραγμάτευσης»: παλιά λέγαμε απλά «το μπαλάκι των ευθυνών»…), δεν αφορά πλέον κανέναν. Όμως τα γεγονότα και οι συνέπειές τους, για όποιον τουλάχιστον μπαίνει στον κόπο να τα ρωτήσει, λένε πράγματα ακόμα κρίσιμα.
Η αποφυγή της αβεβαιότητας είναι κι αυτή μια βεβαιότητα
Η διάσπαση του πιο «ενοχλητικού» κόμματος της μεταπολεμικής Ευρώπης ξεκίνησε την επαύριο της 20ης Αυγούστου: Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, η Κεντρική Επιτροπή του συμφωνούσε, και μάλιστα διατασικά, να είναι συνέδριο αυτό που θα αποφασίσει το πρόγραμμα του κόμματος, μετά τη «συμφωνία»-Μνημόνιο. Στις 20 Αυγούστου, λοιπόν, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσιζε μόνος του, αν και όχι τελείως μόνος, λέγοντας απλά «εκλογές». Αυτό το ξεκαθάρισμα ήταν που πυροδότησε τις αποχωρήσεις, και τελικά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι ότι επρόκειτο για ξεκαθάρισμα, για συνειδητή δηλαδή επιλογή, ο εκβιασμός των έξω να μεταφερθεί εντός (και έτσι να οδηγηθούν εκτός οι διαφωνούντες), το παραδεχόταν λίγο αργότερα ο ίδιος: «Βάλαμε», έλεγε στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, «την πατρίδα πάνω από το κόμμα».
Αλλά γιατί; Άνθρωπος που δεν μασάει τα λόγια του, ο Στέλιος Παππάς εξηγούσε εκείνες τις μέρες τη στρατηγική επιλογή που υπαγόρευσε και την τακτική διαχείριση της εσωκομματικής αντιπαράθεσης: μια σύγκρουση με τους δανειστές, πάει να πει η συμμόρφωση της κυβέρνησης με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που η ίδια είχε προκηρύξει, θα σήμαινε Grexit: «Θα σήμαινε γεωπολιτική απομόνωση αυτό. Και τη φορά εκείνη που η χώρα έπραξε κάτι τέτοιο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βυθίστηκε στον εμφύλιο» (24.8.2015).
Να γιατί η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μας αφορά ακόμα: Γιατί η ιεράρχηση «της πατρίδας πάνω από το κόμμα», με τους όρους του Αλέξη Τσίπρα, η διάσπαση δηλαδή του κόμματος, υπαγορεύθηκε από τη στρατηγική πάση θυσία αποφυγή της αβεβαιότητας που συνεπαγόταν μια μετωπική σύγκρουση: από την επιλογή της πάση θυσίαομαλότητας. Από αυτήν και μετά τη στρατηγική επιλογή, ήταν θέμα χρόνου να θεωρείται «αριστερό ό,τι φέρνει ανάπτυξη» – και όλα τα άλλα, και πάλι διά τσιπρικών χειλέων, να απαξιώνονται μονοκοντυλιά ως «αυταπάτες». Από αυτή την επιλογή και μετά, οι μέχρι χτες «σύντροφοι εν όπλοις» ήταν πια αποστάτες και επαναστάτες του πληκτρολογίου, παράφοροι και ανεύθυνοι ρομαντικοί.
Ότι ένα αριστερό κόμμα στην κυβέρνηση θα ήταν ασύμβατο με την ομαλότητα, αυτό ήταν κάτι πολύ σοβαρό για να ανακαλυφθεί μόλις στις 20 Αυγούστου του 2015. Προφανώς, λοιπόν, δεν επρόκειτο περί αναλαμπής. Μέχρι και τότε, ωστόσο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με πρώτο τον Τσίπρα, θα εξέπεμπε δεκάδες μηνύματα κατευνασμού προς κάθε κατεύθυνση, ως εάν να ήταν εφικτή αυτή η αδύνατη «ομαλότητα». Εκ των υστέρων μόνο, ο Τσίπρας θα παραδεχόταν, αυτοκριτικά αλλά δωρεάν, ότι «χάσαμε [σ.σ.: ποιοι και γιατί άραγε] χρόνο» (βλ. συνέντευξη στον Πολ Μέισον).
Ευρωκομμουνισμός;
Το τραύμα του ‘49 δεν είχε εμποδίσει δύο εκατομμύρια ανθρώπους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του ’15 – και, παρά τα όσα, ούτε τους 3,5 εκατομμύρια να στηρίξουν «ΌΧΙ» στο δημοψήφισμα. Αλλά το τραύμα αυτό καθοδηγούσε τις επιλογές των ανθρώπων που καθοδήγησαν και τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Τα περί «τραύματος» δεν υπαινίσσονται ψυχαναλυτικό πόρισμα: πέρα, θέλω να πω, από τις ψυχοσυνθέσεις των ανθρώπων, που προφανώς μετράνε ανάλογα με τη θέση τους στα πράγματα, το ζήτημα είναι γιατί και προς τα πού κινήθηκαν οι πολλοί.
Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε πειστικά το χαρτί του «ευρωκομμουνισμού» που νωρίτερα, το 2010, είχε επιλέξει η ΔΗΜΑΡ – στο όνομα, και αυτή, της ομαλότητας και της εθνικής οικονομικής προκοπής. Το ανάλογο στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική ιστορία του 20ού αιώνα είναι ίσως ο «ευρωκομμουνισμός» του Τολιάτι (και πάντως όχι του Πουλαντζά, που επέμενε πως ο δημοκρατικός δεν ήταν ένας απλά ειρηνικός και κοινοβουλευτικός δρόμος):
«Θυμάμαι», ιστορεί ένας εργάτης, «ότι αμέσως μετά τον πόλεμο ο Τολιάτι ήρθε να μιλήσει στην πλατεία Κρίσπι –ύστερα ήρθε και ο De Gasperi– και οι δυο υποστήριζαν ακριβώς το ίδιο πράγμα: την ανάγκη να σωθεί η οικονομία… «Πρέπει να δουλέψουμε σκληρά γιατί η Ιταλία έχει γονατίσει, μας βομβάρδισαν οι Αμερικάνοι …αλλά μην ανησυχείτε γιατί αν αυξήσουμε την παραγωγή, αν δουλέψουμε σκληρά, σε ένα-δυο χρόνια όλα θα είναι μια χαρά…». Έτσι, οι αγωνιστές του ΙΚΚ μέσα στο εργοστάσιο τάχθηκαν στο πολιτικό τους καθήκον, να παράγουν για να σωθεί η εθνική οικονομία, και οι εργάτες έμειναν χωρίς κόμμα[3].
Δεν είναι τυχαίο τι διάλεξαν κατά πλειοψηφία οι βουλευτές και τα «ιστορικά στελέχη» του παραδοσιακού ελληνικού ευρωκομμουνισμού – οι ίδιοι που το 2010 δεν είχαν ακολουθήσει τη ΔΗΜΑΡ. Ούτε, στον αντίποδα, ότι οι νέες και οι νέοι του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν εγκαλούνταν ιστορικά πρώτα από την ήττα του εμφυλίου, αλλά από το αβέβαιο μέλλον της κρίσης, κινήθηκαν πλειοψηφικά απέναντι στο κόμμα ή αποστρατεύτηκαν – όταν οι γενιές που βίωσαν την ήττα υπερασπίζονταν τον ΣΥΡΙΖΑ ως «τελευταίο σταθμό». Με όρους κοινωνικούς πια, δεν είναι τυχαίο ότι οι πανεπιστημιακοί του κόμματος έμειναν στο κόμμα κατά συντριπτική πλειοψηφία, όταν η φοιτητική νεολαία του αποκόπηκε στα Πανεπιστήμια από την υπόλοιπη Αριστερά, και σήμερα παραμένει ακραία μειοψηφική στη φοιτητική νεολαία. Και είναι, τέλος, απολύτως προφανές πως το δυναμικό που έμεινε, είναι αυτό με τη μεγαλύτερη εγγύτητα στον κομματικό, τον κοινοβουλευτικό και τον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό – όταν, στην άλλη όχθη, το δυναμικό που αποχώρησε ή δεν εντάχθηκε, υποεκπροσωπείται πολιτικά, σε βαθμό ανάλογο της οικονομικής και της κοινωνικής θέσης του. Να μην είμαστε ανθρωποφάγοι, συμφωνώ· ας παραμένουμε, όμως, όσο γίνεται υλιστές.
***
Το μάθημα της διάσπασης, τέτοια μέρα το 2015, κρατά ακόμα, και δεν αφορά μόνο όσους πέρασαν από τον ΣΥΡΙΖΑ: με στρατηγικούς όρους, ως γνωστόν, τα συντρίμμια του «υπαρκτού» δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των μελών του ΚΚΕ. Η διάσπαση αυτή, όπως και τα αποτελέσματά της, είχαν και έχουν πρόσημο συγκεκριμένο: ιδεολογικό, κοινωνικό, και εντέλει ταξικό. Σε συνδυασμό με την πρωτόγονη επιθετικότητα της Δεξιάς και της (όλο πιο «λούμπεν») αστικής τάξης, θυμίζει ότι κανένα διάλειμμα δεν μπορεί να κρατήσει πολύ, όταν κανένα αυτονόητο δεν λειτουργεί, και κανένα κοινωνικό «συμβόλαιο» δεν δεσμεύει. Για τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, ο πρωτογονισμός αυτός είναι το τελευταίο καταφύγιο, τώρα που η επαγγελία του μνημονίου με ανθρώπινο πρόσωπο κατέληξε στα εξωφρενικά πλεονάσματα μέχρι το 2060. Για εμάς είναι μια προειδοποίηση: ναι, η μελαγχολία είναι η αναπόφευκτη σφραγίδα της επίγνωσης – είναι, όμως, μόνο η σκοτεινή μισή πλευρά του φεγγαριού. Ακόμα και σε βαθύτερα σκοτάδια, σε καιρούς ακόμα δυσκολότερους, ο τυφλοπόντικας δεν έπαψε ποτέ του να σκάβει. Σιγά να μη σταματήσει σήμερα.
__________________
Σημειώσεις
[1] «Γράμμα σε ένα φίλο», Red Notebook 24.1.2015
[2] «1. Τα όρια του πλανήτη καθιστούν απαγορευτική τη συντήρηση της αυταπάτης ενός κόσμου ‘δίχως σπάνη’· 2. εάν η παραγωγή και η διανομή των αγαθών δεν είναι δημοκρατικά σχεδιασμένες, αυτό σημαίνει ότι τις αφήνουμε στα χέρια της αγοράς· 3. η ριζοσπαστική οικολογική αναδιοργάνωση της παραγωγής, με την κατάργηση ολόκληρων κλάδων της βιομηχανίας και της ορυκτής ενέργειας, την αντικατάσταση των αυτοκινητικών και των οδικών μεταφορών από τα τρένα και τις δημόσιες μεταφορές κτλ., όλα αυτά δεν μπορούν να περιοριστούν στο επίπεδο των μικρών ‘αυτάρκων’ κοινοτήτων. Χωρίς δημοκρατικό σχεδιασμό, δεν υπάρχει οικοκοινωνική επανάσταση…». Στο: Μικαέλ Λεβί, Ολιβιέ Μπεζανσενό, Επαναστατικές συγγένειες. Τα κόκκινα και τα μαύρα αστέρια μας, Ακυβέρνητες Πολιτείες 2016.
[3] Παρατίθεται στο: Steve Wright, Η Έφοδος στον Ουρανό, Κόκκινο Νήμα 2012.
Πηγή: rednotebook.gr