Αν ο Γιάννης Μουζάλας βρισκόταν στην αρχή της θητείας του, και αν η πρωθυπουργική θεωρία περί «αυταπατών» δεν είχε θέσει νωρίτερα το γενικό πλαίσιο, η αναπάντεχη αποκατάσταση του Νίκου Δένδια θα ήταν μια (υπερβολικά) αυθόρμητη ομολογία απελπισίας: το σοκ των «καινούριων» μπροστά στις δυσκαμψίες της γραφειοκρατίας που κληροδότησε το «παλιό». Η απελπισία είναι κακός σύμβουλος για την πολιτική ούτως ή άλλως· εδώ, όμως, δεν πρόκειται καν γι’ αυτό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τομείς της διοίκησης ή της δικαστικής εξουσίας, όπως εν προκειμένω το Ελεγκτικό Συνέδριο, επιδεικνύουν παροιμιώδη αναισθησία όταν πρόκειται για μετανάστες και πρόσφυγες. Όμως ο αρμόδιος υπουργός δεν είναι αμέτοχος παρατηρητής των κακώς κειμένων – ιδίως όταν αυτά κοστίζουν μέχρι σήμερα ανθρώπινες ζωές. Το κυριότερο: ο «δικαιωμένος» Δένδιας ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε αυτοπαρουσιάστηκε ως θύμα της made in Greece γραφειοκρατίας ή της επικάλυψης εξουσιών. Αντίθετα, ήταν ο υπουργός που, μεταξύ πολλών άλλων, καταγγέλθηκε ονομαστικά από το Συμβούλιο της Ευρώπης για τα πογκρόμ του Ξένιου Δία και τη συναφή γενίκευση της κράτησης των «χωρίς χαρτιά» σε άθλιες συνθήκες (Έκθεση Ν. Μούιζνιεκς, 2012).
Όσο ακατανόητη κι αν φαίνεται, για όλα αυτά, η «κατανόηση» του Γιάννη Μουζάλα, δεν ήταν απλά κρούσμα υπεραυθορμητισμού λόγω πολιτικής απειρίας ή μόνο «συμβολική». Η αναγνώριση της «πολυπλοκότητας της κατάστασης», στην περίπτωσή του, είναι η κατανόηση ενός πολιτικού ζητήματος, όπως η συνέχιση και η χρηματοδότηση της πολιτικής κράτησης μεταναστών, ως τεχνικό – για τη διεκπεραίωση του οποίου ευθύνη έχουν τρίτοι προς την κυβέρνηση φορείς: οι ΜΚΟ, το Ελεγκτικό Συνέδριο, πάντως όχι οι κυβερνώντες. Το να κάνεις το πολιτικό ιδεολογικό μπορεί να είναι δογματισμός· το να το υποβαθμίζεις σε τεχνικό είναι ο ορισμός της αποπολιτικοποίησης.
Η αποπολιτικοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής δεν ασχολείται με τη γενική κατεύθυνση – αυτή για την οποία μεριμνά η κυβέρνηση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Κι όμως, δείγματά αυτής της τελευταίας, πέρα βεβαίως από την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στο προσφυγικό ή τη συμφωνία Τουρκίας-Ε.Ε., ο Γιάννης Μουζάλας έχει δείξει αρκετά. Η τροπολογία για τις επιτροπές ασύλου –αυτή που 18 μέλη Επιτροπών Προσφυγών χαρακτήρισαν «ευθεία πολιτική παρέμβαση» για να διευκολυνθούν οι παράνομες απελάσεις προσφύγων στην Τουρκία– είναι από τα πιο πρόσφατα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, εξάλλου, νομικός σύμβουλος του υπουργού βρέθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, υπερβαίνοντας το θεσμικό του ρόλο – κι αυτό για να διαμηνύσει την απροθυμία της κυβέρνησης να χορηγήσει άσυλο σε Σύρο πρόσφυγα αρμενικής καταγωγής.
Όταν η κυβέρνηση θέλει, το πολιτικό είναι πολιτικό. Γι’ αυτό και το νήμα που συνδέει τα «μικρά» και τα «μεγάλα», τα «συμβολικά» και τα «πρακτικά», είναι η παλιά κακή (αλλά εξόχως πολιτική) λογική: «δυσκολεύουμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, στέλνουμε μήνυμα ισχύος στην Ευρώπη». Αυτό το νήμα ενοποιεί παρεμβάσεις που, είτε επικαλούνται την πολυπλοκότητα της πολιτικής είτε όχι, ούτε «τεχνικές» είναι, ούτε από διεθνείς υποχρεώσεις υπαγορεύονται, ούτε βεβαίως με το «παλιό» ξεκόβουν, σε έναν τομέα που η κυβέρνηση υποσχόταν να κάνει τη διαφορά.
Πριν από εννιά μήνες, ο Μουζάλας τασσόταν «ιδεολογικά» υπέρ της κατεδάφισης του φράχτη στον Έβρο – άλλο που, για «τεχνικούς» λόγους, όπως εξηγούσε, κάτι τέτοιο ήταν ακόμα ανέφικτο. Λίγο αργότερα απέκρουε την κριτική εξ αριστερών στο όνομα 27 χρόνων ακτιβισμού υπέρ των προσφύγων. Η «συγγνώμη» προς το Δένδια ανήκει εμφανώς σε άλλο παράδειγμα. Κι όποια ερμηνεία κι αν προτείνει κανείς για να την εξηγήσει, η ίδια συνιστά τη νιοστή υπενθύμιση: Η μάχη στα μετόπισθεν των δικαιωμάτων απαιτεί πολιτικό κεφάλαιο που σήμερα δεν περισσεύει, βούληση που εξαντλείται σε κινήσεις «υψηλής πολιτικής» και επιμονή σε μια μη δημοφιλή ατζέντα που δεν εγγυάται το υπεράνω όλων επιδιωκόμενο: την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Όμως ούτε και η εγκατάλειψη της μπορεί να το εγγυηθεί: ο προσεταιρισμός του Κέντρου, όταν εφαρμόζεις μνημόνια και αντιδικαιωματική πολιτική, δεν φέρνει κοντά τους συμμάχους σου. Μάλλον εσένα φέρνει διαρκώς στη μεριά τους.