Σαν ένα καινούργιο Μνημόνιο – κι αυτό ακόμα πιο βαρύ. Έτσι έλεγε μια φίλη την Τρίτη, όταν βρεθήκαμε στην υποστήριξη του διδακτορικού ενός καλού μας φίλου, ότι νιώθει με την υπογραφή της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας. Ασφαλώς, η αναλογία με όρους ακριβείς δεν στέκει· οι διαφορές είναι σοβαρές και οι επιπτώσεις τους αρκετά διαφορετικές. Ωστόσο, όσοι το λένε –και διαπίστωσα, τις επόμενες μέρες, ότι δεν είναι λίγοι, εντός, εκτός και πέριξ του Σύριζα– έχουν λόγο, ενώ οι όποιες διαφορές επιδεινώνουν την κατάσταση. Γιατί τότε, αν μη τι άλλο, δόθηκε μια μακρά μάχη, και η κυβέρνηση δεν δέχθηκε την «ιδιοκτησία του Μνημονίου», αφού ήταν αποτέλεσμα «πραξικοπήματος» (This is a Coup). Το πλήγμα όμως της τωρινής συμφωνίας είναι πιο βαρύ, και επειδή έρχεται σωρευτικά, και επειδή το προσφυγικό-μεταναστευτικό-δικαιωματικό ήταν ένα κρίσιμο πεδίο για την κυβέρνηση και τον Σύριζα. Όχι τόσο για λόγους παράδοσης, αξιακούς και ευαισθησίας, αλλά και για λόγους ατόφια πολιτικούς: ήταν ένα βασικό πεδίο που έδειχνε τη διαφορά από τη «Δεξιά», αποτελούσε βασικό δίαυλο με τον οποίο η κυβέρνηση αυτή επικοινωνούσε με τους αλληλέγγυους και τα κινήματα, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, βρίσκοντας απήχηση στην κοινωνία. Και το πλήγμα μοιάζει ασήκωτο, επειδή, τούτη τη φορά η κυβέρνηση διεκδικεί την ιδιοκτησία της συμφωνίας, θεωρώντας τη «διπλωματική επιτυχία» και θετικό, έστω δειλό, βήμα.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναλύσω ξανά τη συμφωνία (τις σκέψεις μου για μια πρώτη αποτίμηση τις έγραψα στα περασμένα Ενθέματα· βλ. «Όχι πια πρόσφυγες, μόνο “παράτυποι», Τα προβλήματά της τα έχουν αναδείξει πολλοί, η Διεθνής Αμνηστία οργανώνει καμπάνια εναντίον της με τίτλο «Don’t Trade Refugees», ο Καρίμ Λαχιτζί, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FIDH), μιλάει για «ελεεινή επίδειξη κυνισμού».
Θα σταθώ σε δύο σημεία. Πρώτον, βασική επιδίωξη και κορμός της συμφωνίας, όπως αναφέρεται με σαφήνεια, είναι η μείωση των ροών από την Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά. Ξέρουμε, όμως, ότι οι ροές αυτές είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα προσφυγικές (κατά 90%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ)· επομένως, μείωσή τους σημαίνει μείωση των προσφυγικών ροών. Με όποιον τρόπο δηλαδή και αν επιτευχθεί η μείωση (περισσότερο ή λιγότερο νομότυπο –διότι νόμιμος δεν υπάρχει–, εξατομικευμένο, συλλογικό, με επαναπροωθήσεις, χάρη στην παρουσία των νατοϊκών πλοίων, με το χτύπημα των διακινητών και το κλείσιμο των παράνομων οδών, επομένως και κάθε οδού, αφού νόμιμη οδός δεν υπάρχει κ.ο.κ.), αυτή θα αφορά πρόσφυγες.
Δεύτερον, ας κάνουμε μια αριθμητική πράξη. Ο αριθμός των προσφύγων στην Τουρκία υπολογίζεται γύρω στα τρία εκατομμύρια. Όσοι, ενδεχομένως (γιατί τα κράτη-μέλη δεν έχουν δεσμευτεί), θα επανεγκατασταθούν στην Ευρώπη θα είναι το πολύ 72.000. Λοιπόν, 3.000.000 μείον 72.000 = 2.928.000 (που απομένουν στην Τουρκία). Με άλλα λόγια, μηδέν εις το πηλίκο.
***
Έχω ακούσει αρκετούς, εντός του Σύριζα, να λένε ότι αν δεν ανακοπούν οι ροές η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει· θα καταρρεύσει από την ανεξέλεγκτη κατάσταση που θα δημιουργηθεί και από την έξαρση της ξενοφοβίας. Ο φόβος δεν είναι ασφαλώς αβάσιμος, ωστόσο (εκτός του ότι η ανακοπή πάση θυσία των ροών δεν μπορεί να είναι η λύση), νομίζω ότι όσοι το λένε υποτιμούν τις δυνατότητες της κοινωνίας· δεν είμαι σίγουρος. Σίγουρος όμως είμαι για κάτι άλλο: η υπεράσπιση και εφαρμογή της συμφωνίας οδηγούν τον Σύριζα και την κυβέρνηση στην απαξίωση και, αργά ή γρήγορα, στην πτώση. Γιατί όσο κι αν τα μέλη και τα στελέχη του Σύριζα σιωπούν, βαφτίζουν συχνά το κρέας ψάρι, όσο κι αν το κόμμα μεταλλάσσεται, δεν μπορούν να αντέξουν τις εικόνες των «παράτυπων» παιδιών, μανάδων και γερόντων που θα «επιστρέφονται», των ανθρωπιστικών οργανώσεων που θα αποχωρούν καταγγέλλοντας την κατάσταση. Προσωπικά, αλλά και πολιτικά. Ο Σύριζα δεν θα αντέξει, πιστεύω, την απώλεια ενός πεδίου που υπήρξε τόσο βασικό για τη συγκρότησή του και την άσκηση πολιτικής. Και δεν νομίζω ότι όσα θετικά γίνουν σχετικά με τους πρόσφυγες που παραμένουν στην Ελλάδα (π.χ. η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για εγγραφή στα σχολεία των παιδιών των προσφύγων) δεν αρκούν για να αντιστρέψουν την κατάσταση και να δώσουν τον τόνο.
Δύο παραδείγματα γι’ αυτό που λέω. Πρώτον, η Δευτέρα, ο Γιάννης Μουζάλας, στη Βουλή, απαξίωσε τις αιτιάσεις των ανθρωπιστικών οργανώσεων, και κατηγόρησε τη Διεθνή Αμνηστία για υποκριτική στάση (βλ. το σχετικό ρεπορτάζ του Δημήτρη Αγγελίδη, Εφημερίδα των Συντακτών, 23.3.2016). Ναι, τα είπε αυτά ο αγωνιστής Γιάννης Μουζάλας, που τόσες μάχες έχει δώσει, βγαλμένος μέσα από τον κόσμο των δικαιωμάτων και των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Δεύτερον, δύο μέρες μετά ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα όλου του Τύπου, επικοινώνησε με τον Γ. Στόλτενμπεργκ, εκφράζοντας την ανησυχία του επειδή το ΝΑΤΟ δρα αργά και πλημμελώς, με αποτέλεσμα να μη μειώνονται οι ροές – οι προσφυγικές ροές, να θυμίσω. Ας σκεφτεί ο καθένας, πέραν όλων των άλλων, τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας γραμμής.
Ακούω αρκετούς να ρωτάνε: Μα τι περιθώρια άλλης στάσης είχε η κυβέρνηση; Θα συμφωνήσω: μικρά, πολύ μικρά, ελάχιστα, εντός του πλαισίου της διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, αναρωτιέμαι αν αντιλαμβάνεται ότι, υπογράφοντας τη συμφωνία, και μάλιστα λέγοντας ότι είναι επιτυχία, ακυρώνεται πολιτικά. Επιπλέον, γι’ αυτό το κομμάτι της συζήτησης, έχει σημασία ότι η κυβέρνηση συμμερίζεται τον πυρήνα της συμφωνίας (την ανακοπή των ροών), και έτσι επικέντρωσε τις όποιες διαπραγματευτικές της δυνατότητες σε άλλα ζητήματα (λ.χ. εθνικής κυριαρχίας και το Κυπριακό, σε σχέση με το πακέτο που απελευθερώθηκε για την Τουρκία – και από αυτή την άποψη η συμφωνία μπορεί, πράγματι, να συνιστά ελληνική «διπλωματική επιτυχία»), και όχι στην προστασία και υποδοχή των προσφύγων.
***
Η συμφωνία είναι και ντροπή και ήττα. Μεγάλες και οι δύο. Ήττα, πρώτα από όλα, για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που θα την υποστούν, αλλά και για το διεθνές δίκαιο, τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Και ντροπή για όσους την υπέγραψαν. Ασφαλώς, όσο κι αν στο κείμενο αυτό ασχολούμαι αποκλειστικά σχεδόν με την ελληνική κυβέρνηση, η ευθύνη δεν βαραίνει ούτε μόνο ούτε κυρίως αυτή. Ωστόσο, το ότι την ντροπιαστική συμφωνία την υπέγραψε και την εφαρμόζει η ελληνική (και η πορτογαλική) κυβέρνηση, ονομάζοντάς τη «θετική», μου φαίνεται ασήκωτο αξιακά και πολιτικά.
Όσον αφορά τώρα τις κριτικές που ασκούνται στην κυβέρνηση, το πρόβλημά μου δεν έγκειται τόσο στο ότι είναι αυστηρές ή ισοπεδωτικές. Αλλά στο ότι, συχνά, δεν αντιλαμβάνονται πως η μπάλα τους παίρνει όλους, όσο σκληρή κριτική κι αν κάνουν, όσο ξεκάθαρη στάση κι αν έχουμε. Με κοινωνικούς όρους, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ευκαιρία στην ελληνική κοινωνία για την πραγμάτωση μιας άλλης πολιτικής στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό (και σε πολλά άλλα, βέβαια). Αν αυτό χάνεται τώρα, η ήττα μου φαίνεται συντριπτική, και κάτι που ξεπερνάει πολύ τον Σύριζα – και γι’ αυτό, βέβαια, δεν νιώθω την παραμικρή χαρά ή ικανοποίηση γράφοντας τούτο το άρθρο· το ακριβώς αντίθετο. Την ίδια στιγμή, το κύμα αλληλεγγύης, που συνεχίζεται, σε όλη την Ελλάδα με χιλιάδες «απλό κόσμο» να το απαρτίζει (καθώς και κάποια δείγματα αυτοοργάνωσης των προσφύγων), είναι ελπίδα, άνθισμα και δύναμη αντίρροπη στην ήττα και την ντροπή. #StopTheDeal #RefugeesWelcome!
πηγή: Ενθέματα