Συμπληρώνεται αυτές τις μέρες ο ένας χρόνος από την διεξαγωγή του διεθνούς συνεδρίου με θέμα τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, το οποίο διοργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με το transform! και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το συνέδριο εκείνο έδωσε την ευκαιρία για μια ανοιχτή και ευρεία συζήτηση μιας σειράς ζητημάτων, τα οποία συνήθως η αριστερά διστάζει να ανοίξει, αλλά όμως ήταν κομβικής σημασίας τις παραμονές της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑτον Ιανουάριο του 2015.
Μακάρι σήμερα, υπό το φώς της εμπειρίας που μεσολάβησε κατά την πρώτη θητεία μιας κυβέρνησης με βασικό κορμό ένα κόμμα της αριστεράς, να ήμασταν σε θέση να κάνουμε μια πανηγυρική μνεία μιας συνάντησης που έφερε για πρώτη φορά ένα μέρος της πολιτικής αριστεράς στο ίδιο φόρουμ με πανεπιστημιακούς, ακτιβιστές, μαχόμενους νομικούς, και συνδικαλιστές της αστυνομίας. Ένα χρόνο μετά, όμως, είναι αμφίβολο αν το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός εκείνων των ημερών δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.
Το ζητούμενο του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας δεν είναι πρωτοφανές. Είχε τεθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960, και το σύνολο σχεδόν των σημαντικότερων προοδευτικών πανεπιστημιακών μελετητών του θεσμού το έχει ξαναφέρει στη συζήτηση τα τελευταία δέκα χρόνια. Διατηρείται ζωντανό σε διάφορες χώρες από συλλογικές πρωτοβουλίες και οργανώσεις που απαιτούν αυξημένα επίπεδα διαφάνειας και ελέγχου της δραστηριότητας της αστυνομίας. Έχει καταγράψει νίκες και πρακτική πρόοδο σε πολιτικές συνθήκες που ευνοούσαν μια δραστική αλλαγή της αργάνωσης και της πρακτικής της αστυνομίας.
Στη χώρα μας το ζητούμενο του εκδημοκρατισμού ήταν καταγεγγραμμένο σε παλαιότερο χρόνο στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αποδίδοντας με σαφήνεια τις αρχές, τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες ενός προοδευτικού τμήματος του αστυνομικού συνδικαλισμού. Ένα σημαντικό μέρος του απηχούσε και τους θεσμικούς και επαγγελματικούς προβληματισμούς που διατυπώνουν οι ενώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων, με βάση τη διαπίστωση ότι οι εργασιακές σχέσεις και συνθήκες στο εσωτερικό της αστυνομίας βρίσκονται σε οριακό σημείο, κι ότι ο επαγγελματικός ρόλος του προσωπικού της αστυνομίας και η ίδια η λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας βρίσκονται σε διαρκή απαξίωση. Το πρωτοφανές, λοιπόν, είναι ότι η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 δεν ανέλαβε άμεσες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή του εκδημοκρατισμού, έστω στη βάση αυτού του κοινού παρονομαστή. Θα ήταν μια καλή αρχή.
Ίσως είναι ακόμη νωρίς να προχωρήσουμε σε μια διεξοδική αποτίμηση της προηγούμενης περιόδου. Οι πρόσφατες καταγγελίες του πανεπιστημιακού και εξωκοινοβουλευτικού πρώην αναπληρωτή υπουργού Γιάννη Πανούση, ανεξάρτητα από το εάν αληθείς ή όχι και σε ποιά έκταση (θα κριθεί), κάνουν ακόμη δυσκολότερη την κατανόηση των προβληματισμών, των προτεραιοτήτων, των περιορισμών και των περιθωρίων εντός των οποίων ενέργησε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Προφανώς στο εσωτερικό της αστυνομίας υπάρχουν αντιστάσεις στη λογική μιας οποιούδηποτε τύπου προοδευτικής μεταρρύθμισης, όχι μόνο από τα αντιδραστικά στοιχεία που αναμφίβολα υπάρχουν, αλλά και λόγω της αδράνειας που δημιουργεί η οργανωσιακή και επαγγελματική κουλτούρα της. Εξίσου όμως υπάρχει και ένα κομμάτι της αριστεράς, σημαντικό ίσως, το οποίο αρνείται την δυνατότητα οποιασδήποτε προοδευτικής μεταρρύθμισης της αστυνομίας. Μου φαίνεται ότι οι λόγοι γι’αυτό είναι περισσότερο ιστορικοί, παρά θεωρητικοί και πολιτικοί. Γι’ αυτό το λόγο μου φάνηκε και ακατανόητη η βιασύνη του Γ. Πανούση να αμφιβητήσει το νόημα μιας αριστερής αστυνομίας. Αλλά γιατί ο πολιτικός ορίζοντας της αριστεράς πρέπει σώνει και καλά να αποκλείει τη δυνατότητα παρέμβασης στην οργάνωση και τη λειτουργία της αστυνομίας; Γιατί άραγε δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε και για την αστυνομία αυτό που διεκδικούμε για κάθε οργάνωση της εργασίας;
Να λοιπόν: αριστερή αστυνομία είναι μια αστυνομία της οποίας η μορφή έχει αποστρατιωτικοποιηθεί, ο εσωτερικός καταμερισμός εργασίας έχει απογραφειοκρατικοποιηθεί, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η οργάνωση της υλοποίησής τους βασίζονται σε εκτεταμένη εξωτερική και εσωτερική δημοκρατικήδιαβούλευση. Είναι μια αστυνομία, η οποία υπόκειται σε διεξοδικό και αποτελεσματικό θεσμικό έλεγχο και οργανώνεται με βάση έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο και ηθικά διαφανή επαγγελματισμό. Είναι μια αστυνομία, η οποία διασφαλίζει την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια και την ανάπτυξη των ικανοτήτων και της προσωπικότητας των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτή. Αυτό είναι το νόημα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας.
Προφανώς αυτό δεν αποτελεί μόνο οδηγό για ένα πρόγραμμα άμεσων και απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, αλλά πρόκεται για μια πορεία, της οποίας ο ορίζοντας είναι τελικά ο συνολικός εκδημοκρατισμός της κοινωνίας και η οργάνωση μιας μετακαπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο εκδημοκρατισμός αφορά στα συμφέροντα της συντριπτικής κοινωνικής πλεοψηφίας σήμερα μπορούν να διεκδικηθούν μόνο από μια πλειοψηφική αριστερά που θα πραγματοποίήσει τη ρήξη ενάντια σε μια οικονομική και πολιτική μειοψηφία. Αυτή είναι προφανώς μια μακριά πορεία και απαιτεί συντεταγμένη πολιτική δράση και ευρύτερες συμμαχίες, και με δυνάμεις στο εσωτερικό της αστυνομίας, γιατί δεν πρόκειται για μια μονολιθική οργάνωση. Γίνεται τέτοια, όταν ξεγράφεται σαν πεδίο πάλης και παραδίνεται στη δυναμική των ‘θεσμών’, του γραφειοκρατισμού και του μιλιταρισμού.
Ο εκδημοκρατισμός όμως δεν αφορά μόνο την αστυνομία ως οργάνωση με τη στενή έννοια. Αφορά και το ζήτημα της ασφάλειας, μέσα από το οποίο αναγκαστικά περνάει ο σχηματισμός μιας προοδευτικής πλειοψηφίας. Έτσι όπως προσεγγίζει η αριστερά το ζήτημα σήμερα απλώς και μόνο ενισχύει την ικανότητα της (ακρο-)δεξιάς, και των ίδιων των κρατικών μηχανισμών να αποδιοργανώνουν ευρύτερα τμήματα του λαού με βάση αυτό που εννοοούν εκείνοι ως ασφάλεια, την έννοια δηλαδή που της δίνουν οι ‘έγκριτοι’ και οι εκκολαπτόμενοι οργανικοί διανοούμενοι του βιομηχανικού συμπλέγματος ασφάλειας, το οποίο αρθρώνεται με γρήγορους ρυθμούς και στην Ελλάδα. Η τάση σήμερα είναι η λειτουργική συγχώνευση των μηχανισμών καταστολής και επιτήρησης, ο σχηματισμός ενός συνεχούς μεταξύ στρατού, αστυνομίας, και μυστικών υπηρεσιών, του οποίου η ύπαρξη δικαιολογείται στο δημόσιο διάλογο με βάση τις “πρωτόγνωρες” απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε.
Με ποιά έννοια όμως; Μας απασχολεί άραγε στ’αλήθεια το ζήτημα της συγκρότησης της καθημερινής κοινωνικής ζωής και των σχέσεων στη μετακαπιταλιστική κοινωνία που οραματιζόμαστε; Με ποιές συνθήκες, με τί είδους οργανώσεις, με τι είδους πρακτικές θα φτάσουμε εκεί; Η περιβόητη ‘ασφάλεια’ έχει να κάνει ακριβώς με αυτά τα ζητήματα. Και, για να αντιμετωπίσει τελικά αυτά τα ζητήματα, η αριστερά σήμερα δεν μπορεί να αποβάλει από τον θεωρητικό και πρακτικό πολιτικό της ορίζοντα μια σειρά ζητημάτων, από το άγχος της ανασφάλειας για το μικροέγκλημα και την εντατικοποίηση—τεχνολογικοποίηση και στρατιωτικοποίηση—της καθημερινής αστυνόμευσης ως τη “διαχείριση” των μεταναστευτικών ροών και την “αντιμετώπιση” των ζητημάτων του “οργανωμένου εγκλήματος” και της “τρομοκρατίας”.
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα προφανώς θα βρεθούν μέσα από την ανοιχτή πολιτική δράση δίπλα στο λαό και τα κινήματα. Περνάνε όμως και μέσα από την ιδέα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας, η οποία προσφέρει ένα λεξιλόγιο και ένα πρακτικό πρόγραμμα αλλαγής από τα μέσα, με βάση τα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων σε αυτή, ως εργαζομένων. Το αίτημα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας είναι επίκαιρο, καίριο, και πρέπει να παραμείνει ζωντανό.
*Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι εγκληματολόγος
http://rednotebook.gr/2015/11/11134/Πηγή: Rednotebook.gr