in

Τι σκεφτόταν ο Μιχαλολιάκος;

Τι σκεφτόταν ο Μιχαλολιάκος;

Ύστερα από τρία χρόνια κοινοβουλευτικής δράσης, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει ερευνηθεί εις βάθος η ιδεολογία, η στρατηγική και η πολιτική σύνθεση της Χρυσής Αυγής, ίσως να είναι κάπως πρώιμη – αν και απολύτως δικαιολογημένη – η αισιοδοξία για τις επιπτώσεις της αυτοϋπονόμευσης του αρχηγού της στη χθεσινή συνέντευξή του στον Real FM· μια συνέντευξη στην οποία ο Νίκος Μιχαλολιάκος προσπάθησε κατά τ’ άλλα να χωρέσει ένα καθολικά νέο προφίλ, φιλοδημοκρατικό, κοινωνικό, μετριοπαθές και με αναβαθμισμένο λόγο υπέρ της θεωρίας των δύο άκρων («να βρείτε [κείμενο] του Τσίπρα απ’ όταν ήταν στην ΚΝΕ και έγραφε για τον Στάλιν», ήταν η απάντηση του φύρερ στις κατηγορίες του δημοσιογράφου για ιδεολογικές σχέσεις με τη ναζιστική παράδοση).

Οι πιθανές νομικές συνέπειες της χθεσινής ομολογίας, έχουν ήδη σκιαγραφηθεί από τον Δημήτρη Ψαρρά και την Πολιτική Αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής: η εμπειρία Κουφοντίνα, όπου η ανάληψη πολιτικής ευθύνης βάρυνε την καταδικαστική απόφαση, η στροφή απ’ το «δεν είδαμε-δεν γνωρίζουμε» στην αναγνώριση του Γιώργου Ρουπακιά ως σχετιζόμενου με τη ναζιστική οργάνωση και ο παραλληλισμός της δολοφονίας Φύσσα με τις υποθέσεις Λαμπράκη και Τεμπονέρα που αναγνωρίζει τη διάσταση της εξόντωσης πολιτικού αντιπάλου, αναμένεται να διευκολύνουν εξαιρετικά την ποινική δίωξη, δικαιώνοντας με πανηγυρικό τρόπο το κατηγορητήριο.

Υποψίες, ωστόσο, θα έπρεπε να προκαλέσει ο τρόπος με τον οποίο ο Μιχαλολιάκος προέβη σ’ αυτή την ομολογία: στο τελευταίο λεπτό της συνέντευξης, χωρίς παρότρυνση από τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου, 15 λεπτά αργότερα απ’ την οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση Φύσσα. Ήταν σαν να είχε αποφασίσει a priori ότι αυτή η ανάληψη θα έπρεπε να συμβεί τώρα, πράγμα στο οποίο φάνηκε να αρκείται και ο Νίκος Χατζηνικολάου, που έκλεισε βιαστικά τη σύνεντευξη χωρίς να προβεί σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Μόλις τρεις ημέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής, ο Μιχαλολιάκος επιχείρησε από ραδιοφώνου να ενισχύσει το προφίλ του διωκόμενου αγωνιστή με μία εμπρηστική για τους αντιπάλους του κίνηση. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Ψαρρά, δε, η κίνηση αυτή έχει να κάνει με διπλωματικές κινήσεις προς τα μεσαία στελέχη της Χρυσής Αυγής, που έχουν μάλλον θορυβήθει απ’ τον τρόπο με τον οποίο κινήθηκε ο αρχηγός τους στη δίκη, ακολουθώντας μια στρατηγική ατομικής επιβίωσης εις βάρος των υπολοίπων μελών και στελεχών της οργάνωσής του.

Όπως πολλές άλλες τακτικές επιλογές τα τελευταία χρόνια της εμπλοκής του με το κοινοβουλευτικό σύστημα και τη μαζική πολιτική, έτσι και τώρα, ίσως να μην πρόκειται για μια πρωτογενή επινόηση του Μιχαλολιάκου. Ενδέχεται για μία εισέτι φορά να αντλεί ιδέες, τακτικές και συμπεριφορές κατευθείαν από τους ιστορικούς ηγέτες της φασιστικής παράδοσης. Ακόμα κι αν δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση, ωστόσο, οι ομοιότητες των συνθηκών της ομολογίας του με μια κομβική στιγμή της διαδικασίας ανόδου του Μουσολίνι στην εξουσία, δείχνουν πως μια τέτοια τρικλοποδιά, δεν αρκεί για να εξαφανίσει τον κοινωνικό και πολιτικό κίνδυνο που πρεσβεύει το εν λόγω μόρφωμα.

Στις 10 Ιουνίου 1924, ο Γραμματέας του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος, Τζάκομο Ματεότι, απήχθη και δολοφονήθηκε από πέντε μελανοχίτωνες. Το σώμα του θάφτηκε σε ένα δάσος 25 χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Βρέθηκε δύο ολόκληρους μήνες μετά. Η δολοφονία του αποδόθηκε, σχεδόν αμέσως, στη δράση των φασιστών. Στις 13 Ιουνίου ο Μουσολίνι απάντησε, από το βήμα της βουλής, ότι «μόνο ένας εχθρός που, για πολλές νύχτες σχεδίαζε κάτι διαβολικό εναντίον μου, θα μπορούσε να σχεδιάσει αυτό το έγκλημα. Πρόκειται για ένα αντιφασιστικό, αντεθνικό έγκλημα».

Την ίδια μέρα, οι επικεφαλής της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να αποχωρήσουν οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες από τις εργασίες της Βουλής, μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση. Ήταν μια χειρονομία ηθικής, παρά πολιτικής τάξεως. Νόμιζαν ότι ο χρόνος θα εργαζόταν υπέρ τους, κι ότι η ηθική απαξίωση του φασισμού θα ανέτρεπε το καθεστώς. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε ο βασιλιάς, ούτε ο στρατός, φυσικά, συμμερίζονταν την άποψή τους. Είχαν, άλλωστε, τα δικά τους σχέδια, τα οποία θεωρούσαν ότι εξυπηρετούσε άριστα ο Μουσολίνι.

Οι μήνες περνούσαν, πάμπολλα στοιχεία έρχονταν στο φως της δημοσιότητας, ενοχοποιώντας το φασιστικό κόμμα και τις μυστικές του υπηρεσίες, για την δολοφονία του Ματεότι. Κι όμως, ουδείς κραδασμός στην εξουσία. Στις 3 Ιανουαρίου 1925 ο Μουσολίνι μίλησε στη Βουλή. Διέψευσε την ύπαρξη της μυστικής αστυνομίας, διέψευσε ότι αυτός είχε διατάξει βιαιοπραγίες εναντίον αντιφασιστών, προέβαλε το επιχείρημα ότι «οι φυλακές είναι γεμάτες από φασίστες». Κι ύστερα, είπε αυτό που κανένας δεν περίμενε να ακούσει:

«Ε, ναι λοιπόν, διακηρύσσω εδώ, ενώπιον όλου του ιταλικού λαού, ότι εγώ, μόνο εγώ, αναλαμβάνω την πολιτική, ηθική, ιστορική ευθύνη όλων όσων συνέβησαν. Αν ο φασισμός υπήρξε μια εγκληματική οργάνωση, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτής της εγκληματικής οργάνωσης. Αν όλες οι βιαιότητες ήταν το αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου ιστορικού κλίματος, εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη γι’ αυτό, διότι αυτό το ιστορικό, πολιτικό και ηθικό κλίμα εγώ το δημιούργησα, με μια προπαγάνδα που ξεκίνησε από το 1917 και φτάνει μέχρι και στο σήμερα».

Όπως γνωρίζουμε πλέον απ’ τις τραγικές της συνέπειες, η κίνηση αυτή του Μουσολίνι έπιασε, κι ο ίδιος παρέμεινε στην εξουσία άλλα 18 χρόνια, εμπνέοντας τους επίδοξους ακόλουθούς του, μέχρι την Ελλάδα του 2015, εν μέσω άλλης μιας οξύτατης κρίσης του πολιτικού συστήματος. Είναι επιτακτικό αυτή η καιροσκοπική ομολογία του Μιχαλολιάκου που ποντάρει αδέξια στην κυκλικότητα της Ιστορίας, να αποσπαστεί από τη φαρέτρα του και να στραφεί εναντίον του από το σύνολο των δυνάμεων που δεν διανοούνται να παραχωρήσουν ούτε ίντσα στον «ζωτικό χώρο» τον οποίον η οργάνωσή του επιζητεί συνεχώς.

πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

18/09/2013: Κι αυτός ο κόμπος όλο μεγαλώνει… Του Κώστα Φουρίκου

Ενημερωθείτε πως και που ψηφίζετε – Ανοιχτές οι κάλπες μέχρι τις 19.00