ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ – JIL RUBERY (επιμ), Γυναίκες και Λιτότητα: Η οικονομική κρίση και το μέλλον της ισότητας των φύλων, μτφρ: Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Καράμπελας, Μιχάλης Λαλιώτης, εκδόσεις Νήσος, σελ. 492
Mέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται η συζήτηση αναφορικά με τις διάφορες όψεις των κοινωνικών συνεπειών της λιτότητας διεξάγεται υπό το βάρος πυκνών πολιτικών εξελίξεων και αναπόφευκτα επικαθορίζεται από αυτές. Οι εξελίξεις που δρομολογούνται έχουν επιβεβαιώσει με τον πιο υλικό οδυνηρό τρόπο τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και των πολιτικών που την υπηρετούν.
Αντίστοιχα, το μέγεθος της κρίσης της δημοκρατίας στην Ευρώπη, η ομολογούμενη εδώ και καιρό κρίση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών της, η έμπρακτη αμφισβήτηση λαϊκής βούλησης για ρήξη με την λιτότητα στην Ελλάδα, όπως αυτή εκφράστηκε με το δημοψήφισμα οριοθετούν ένα σημείο – εφαλτήριο μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού θεσμού σε μια ολοένα και πιο βαθιά συντηρητική κατεύθυνση. Η αναβίωση του “Τhere is no alternative” και η ισχυροποίηση της τάσης για την με κάθε κόστος συνέχιση της υλοποίησης της πολιτικής της σκληρής λιτότητας θέτουν αναπόφευκτα τα όρια του αναδιανεμητικού χαρακτήρα των πολιτικών που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι μελέτες που φιλοξενούνται στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκαν η Μαρία Καραμεσίνη και η Jill Rubery Γυναίκες και Λιτότητα: Η οικονομική κρίση και το μέλλον της ισότητας των φύλων, (Νήσος 2015) αναφορικά με την έμφυλη διάσταση των κοινωνικών συνεπειών από την εφαρμοζόμενη λιτότητα υπηρετούν σε αυτή τη φάση δύο στόχους: αφενός να σκιαγραφήσουν με έντονα υλικό τρόπο τις διεργασίες που κινητοποιούνται εντός του κοινωνικού ιστού και στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων –ταξικών, έμφυλων, φυλετικών- μέσα από την εμβάθυνση των διάφορων όψεων της λιτότητας, αφετέρου να συμβάλλουν στην αποτίμηση των υλικών συνεπειών πολιτικών για την ισότητα όπως αυτές έχουν εφαρμοστεί στο πεδίο της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Είναι κοινά ομολογούμενη διαπίστωση ότι οι κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονται σε δυσμενέστερη στον άνισο κοινωνικό καταμερισμό θέση –οι γυναίκες, οι μετανάστες, η νεολαία σήμερα- έχουν θιγεί εντονότερα από τις κοινωνικές συνέπειες της λιτότητας. Πιάνοντας το νήμα από την Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα και μέχρι και τις σύγχρονες Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία ή και Ιρλανδία, η υποτίμηση της εργασίας των γυναικών, με την απώθηση τους στην ανεργία και στην στην ημι-απασχόληση αλλά και σε άλλες μορφές αόρατης εργασίας, υπήρξε ένας σημαντικός μοχλός της προώθησης του σχεδίου της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.
Ειδικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η λιτότητα υπήρξε μεταξύ άλλων ένας από τους βασικούς μοχλούς υπονόμευσης της έμφυλης ισότητας, τόσο στο επίπεδο το κοινωνικό αλλά ακόμη και στο επίπεδο το θεσμικό στην Ευρώπη μέσα από την αμφισβήτηση ή ακόμη και κατάργηση θεσμών «που προστατεύουν την απασχόληση και την κοινωνική πρόνοια παραγκωνίζοντας τις πολιτικές που προωθούν την έμφυλη ισότητα στο πεδίο της εργασίας[1]»
Είναι γεγονός πως σύμφωνα και με τα στοιχεία οι πιο δραματικές συνέπειες της πολιτικής λιτότητας και της γενικευμένης κοινωνικής κρίσης που προκάλεσε «έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, όπου τα ποσοστά της ανδρικής απασχόλησης έπεσαν κατά 14 με 15 μονάδες και τα ποσοστά τις γυναικείας απασχόλησης κατά 4 με 7 μονάδες από τα μέσα του 2008.[2]»
Ένα χρήσιμο συμπέρασμα που επισημαίνεται και στο πλαίσιο του συλλογικού τόμου «οι πολιτικές λιτότητας είχαν και έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε κρίσιμους τομείς που βοήθησαν ιστορικά τις γυναίκες να βελτιώσουν την θέση τους στην εργασία, την οικογένεια, την κοινωνική και την πολιτική ζωή και να επαναδιαπραγματευτούν τους κοινωνικούς τους ρόλους του φύλου» και κατά συνέπεια χωρίς περιθώρια να αμφισβητηθεί το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο φύλου[3].
Με άλλα λόγια, η σταδιακή επικράτηση επισφαλών μορφών εργασίας, η προωθούμενη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα αλλά και η διάλυση του κοινωνικού κράτους αποτελούν ορισμένες από τις βασικές αιτίες της ολοένα και μεγαλύτερης υποβάθμισης της εργασιακής θέσης των γυναικών. Ειδικότερα, για το πεδίο της εργασίας όπως φαίνεται μεγάλο μέρος των αναλύσεων αφιερώνεται και στην μελέτη του αντίκτυπου της έμφυλης διάστασης της κρίσης του τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος ιστορικά αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο για την καθιέρωση και ισχυροποίηση του ρόλου των γυναικών ως κατηγορίας στην εργασία.
Κι εδώ να σημειωθεί ακόμη ένα στοιχείο που μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση μοιάζει αντιφατικό: Αν σε επίπεδο απόλυτων αριθμητικών στοιχείων δημιουργείται η εντύπωση ότι η εργασιακή ανισότητα μεταξύ ανδρών γυναικών έχει μειωθεί κατά την περίοδο της κοινωνικής κρίσης αυτό δε συμβαίνει προφανώς γιατί βελτιώθηκε η θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας αλλά γιατί αντίθετα επιδεινώθηκε δραματικά και αυτή των ανδρών. Εν προκειμένω, αναφέρεται η πρωτόγνωρη ιστορικά αντιστροφή του λεγόμενου «χάσματος φύλου» στην εργασία καθώς πράγματι εν μέσω κρίσης ισοπεδώθηκαν «όλα τα κυρίαρχα χάσματα προς τα κάτω – και στην απασχόληση, εκτός από την ανεργία, αλλά και στις αμοιβές, την αεργία και την φτώχεια[4]». Για παράδειγμα, η ανεργία στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 2008 ως σημείο έναρξης της ύφεσης υπολογιζόταν στο 7,4% για τις γυναίκες έναντι του 6,4% για τους άνδρες, ενώ σήμερα και μέχρι ώρας εκτιμάται ότι το ποσοστό ανεργίας για τους άνδρες έχει προσεγγίσει το 10,8% έναντι του 10,6% για τις γυναίκες. Αντίστοιχες, «παράδοξες» αντιστροφές σημειώνονται και σε άλλες πλευρές των εργασιακών σχέσεων όπου διαχρονικά αποκρυσταλλωνόταν η έμφυλη άνισοτητα, όπως για παράδειγμα η απασχόληση και η αεργία. Αυτές οι αντιστροφές όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως είναι αποτελέσματα της βαθιάς κρίσης της εργασίας και της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που συντελέστηκε στις χώρες. Παρά τα όλα όσα βέβαια, μία από τις κυριότερες αιχμές της έμφυλης ανισότητας στο πεδίο της εργασίας φαίνεται ότι διατηρήθηκε ακόμη και μέσα σε μια συνθήκη γενικευμένης συρρίκνωσης το χάσμα των μισθολογικών αποδοχών μεταξύ ανδρών και γυναικών, αν και επίσης φαίνεται ότι οι αμοιβές των γυναικών μειώθηκαν συγκριτικά με άλλες περιόδους λιγότερο[5]. Σε όλα αυτά ωστόσο, η αξιοσημείωτη εξαίρεση στις γενικές τάσεις που παρατηρούνται αφορά το κομμάτι της απλήρωτης εργασίας, όπου «η απλήρωτη οικιακή εργασία και φροντίδα είναι πιθανό να αυξήθηκαν και οι γυναίκες υπέστησαν μεγαλύτερη αύξηση, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί το χάσμα φύλου[6]».
Η ελληνική περίπτωση σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο της εφαρμοζόμενης πολιτικής στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων προσιδιάζει- όπως περιγράφεται γλαφυρά και στο βιβλίο- σε μια κατάσταση που μετεωρίζεται μεταξύ της κατάργησης των ανδρικών προνομίων στην εργασία. και της κατακρήμνισης των κατακτήσεων των γυναικών εργαζομένων. Ενδεικτικά, σημειώνεται ότι μέσα στο διάστημα από το 2008 ως 2014 το ανδρών κλιμακώθηκε από το 5,4% στο 23,5% και το γυναικείο από 11,8% στο 30,4%.
Τέλος, είναι ιδιαίτερο σημαντικό να αναφερθεί ότι από την σκοπιά των βαθύτερων πολιτικών συνεπειών της λιτότητας ως κρισιμότερη αναγνωρίζεται η υποβάθμιση της ισότητας στο πεδίο της εργασίας καθώς και η παραγνώριση των δομικών έμφυλων ανισοτήτων που επιβιώνουν στις εργασιακές σχέσεις μέσα στο κυρίαρχο καθεστώς φύλου και η υποτίμηση της ανάγκης για την αντιμετώπιση τους μέσα από πολιτικές για την εργασία και βέβαια μέσα από τις κοινωνικές διεκδικήσεις.
Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας σταδιακής υπαναχώρησης από ένα κατακτημένο υψηλό επίπεδο έμφυλης ισότητας στο πεδίο της εργασίας είναι η Ισλανδία, μια από τις χώρες πρωτοπορία στην θεσμοποίηση της έμφυλης ισότητας[7].
Προφανώς και λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω είναι σαφές ότι η εισαγωγή της διάστασης του φύλου στην διαμόρφωση πολιτικών για την απασχόληση μέσα σε αυτές τις συνθήκες της κρίσης της εργασίας είναι προαπαιτούμενη αλλά όχι μοναδική ικανή συνθήκη σε μια πορεία μετασχηματισμού. Αφενός η αναγνώριση του βαθμού στον οποίο οι εργασιακές σχέσεις επικαθορίζονται από την κυρίαρχη δομική ανισότητα που απορρέει από το πατριαρχικό σύστημα σχέσεων, αφετέρου η πολιτική σύγκρουση με τις υφεσιακές πολιτικές που έχουν ως πρώτη τους συνέπεια την υποτίμηση της ποιότητας της εργασίας και κατά συνέπεια την εμβάθυνση των ανισοτήτων φύλου στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων συνιστούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ανάδυση/οικοδόμηση ενός εναλλακτικού εργασιακού παραδείγματος. Το τελευταίο βέβαια και μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές τίθεται υπό την αίρεση των όσων συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
[1] σελ. 17
[2] σελ. 458
[3] σελ. 18
[4] σελ. 100
[5] σελ. 103
[6] σελ. 105
[7] σελ. 158
Πηγή: Rednotebook.gr