Μια βδομάδα μετά από την σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, ένας πρώτος σχολιασμός, λιγότερο εν θερμώ, είναι πια δυνατόν να γίνει. Αν και οι διαρροές (sic) περί «επισπεύσεως των εκλογών» από τη μια μεριά, μαζί με τις περιοδείες ντε φάκτο κόμματος από μια άλλη μεριά, κάνουν την κατάσταση εξαιρετικά ρευστή και ανισόρροπη θα πρέπει να συντηρηθεί μια οδός προβληματισμού και διαλόγου, νομίζω. Ίσως έτσι κάτι να προκύψει στο τέλος, που να είναι καλύτερο από τα ως εδώ διαμειφθέντα.
Είναι γνωστό, πλέον, και η ΚΕ έδωσε την πιο χρονοβόρα δυνατότητα για να επιβεβαιωθεί αυτή η γνώση, πως η πλευρά της κυβέρνησης θεωρεί πως η συμφωνία της 12ης Ιουλίου ήταν, δεδομένων των συνθηκών, ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να περιμένουμε και, συνεπώς, αυτό που απομένει είναι να βρεθούν οι τρόποι έτσι ώστε να εφαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, από κοινωνική και οικονομική άποψη. Αν και προϊόν εκβιασμού, αφήνει δυνατότητες θετικών παρεμβάσεων και, σε συνδυασμό με αυτά που μπορεί η κυβέρνηση να κάνει σε περιοχές που δεν εμπίπτουν στη συμφωνία, η άσκηση προοδευτικής πολιτικής όχι μόνο δεν εμποδίζεται, αλλά και δοκιμάζει στην πραγματικότητα τις ικανότητες και τη βούληση «όλων μας».
Έτσι, λοιπόν, το βασικό είναι «να μην πέσει η κυβέρνηση» -όλα τα άλλα είναι ανοιχτά.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το «να μην πέσει η κυβέρνηση» δεν συνιστά συμπέρασμα, όπως πιθανόν φάνηκε από την έκθεση της προηγούμενης παραγράφου, αλλά προκείμενη του συλλογισμού. Το «να μην πέσει η κυβέρνηση» είναι η εκκίνηση της σκέψης –η ανάλυση έπεται. Με άλλα λόγια, όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση συνίσταται στο «να μην πέσει η κυβέρνηση».
Είναι η πιο ακριβής εφαρμογή του γουντιαλενικού διαλόγου: «-Έχω μια απάντηση. –Έχεις μια ερώτηση;».
Πράγμα, που κάνει αυτό το «καθήκον» («να μην πέσει η κυβέρνηση») το μοναδικό επιχείρημα που συνεισφέρεται στη συζήτηση. Έτσι δεν προσφέρονται ενδείξεις, έστω, πως αυτά που λέγονται περί ρωγμών, διακένων και βελτιώσεων ή περί των άλλων, εκτός συμφωνίας, «ανεξάρτητων» επιλογών έχουν την παραμικρή βάση. Και, μοιραίως, σε οποιαδήποτε συζήτηση επιδιώκει μια ελάχιστη ορθολογικότητα, όλα αυτά δεν είναι παρά τα παραφερνάλια του «καθήκοντος». Με αποτέλεσμα, φυσικά, να μην είναι πειστικά ούτε σε όσους τα χρησιμοποιούν –κι αυτό φαίνεται.
Το επιπλέον εντυπωσιακό, από την άλλη, είναι πως αυτό το απώγειο του βολονταρισμού σε μια συνθήκη εξαιρετικά περιοριστική, όπως η τωρινή, όταν είναι να κρίνει «τι δεν κάναμε καλά» και φτάσαμε στο αδιέξοδο, την συνθηκολόγηση, την ήττα –πείτε το, όπως θέλετε- ισχυρίζεται πως ήταν ο βολονταρισμός και ο μαξιμαλισμός που μας έφαγε. Και εδώ, πλέον, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια. Διότι αν από κάτι χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, νομίζω, η εξάμηνη κυβερνητική θητεία ήταν η προφανής και εκκωφαντικώς διακηρυσσόμενη ισχυρή βούληση για συμβιβασμό και η πλήρης διάθεση να γίνουν αποδεκτές οι «δομικές αιτιότητες της ευρωπαϊκής μας συμμετοχής». Θυμίζω πως ακόμη περιμένουμε την αποφασισμένη, ξανααποφασισμένη (από την ΠΓ και την ΚΕ) και χιλιοτραγουδισμένη νομοθετική παρέμβαση για τα εργασιακά. Μάλλον, τώρα πια, δεν την περιμένουμε.
Όχι, λοιπόν: κανένας βολονταρισμός και κανένας μαξιμαλισμός δεν βρίσκεται στη βάση της αποτυχίας μας. Το αντίθετο, ακριβώς –αν κάτι σίγουρα δεν έγινε είναι η προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αποφάσεις των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ επί τριετία. Κι έτσι είναι εξαιρετικά έωλο το επιχείρημα πως απέτυχε η στρατηγική μας, το πλαν Α κτό. Δεν απέτυχε γιατί δεν δοκιμάστηκε. Πουθενά δεν προβλέπονταν πως οι «εταίροι» θα συμφωνήσουν μέρα μεσημέρι ούτε πως οι αγορές θα ξεκωλωθούν στο χορό. Διαβάστε τα σχετικά χωρία των συνεδριακών αποφάσεων για την επερχόμενη μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση και θα το δείτε μπροστά στα μάτια σας ανάγλυφα.
Δυστυχώς, όμως, υπάρχει κι άλλο.
Ο σουρεαλισμός –λέξη που τόσο κακόπαθε διαχρονικώς- της δήλωσης του πρωθυπουργού περί των «15 αλλοδαπών» ή η απίστευτη επιμονή στη διατήρηση Πανούση στην κυβέρνηση δείχνει αντικειμενικά (sic) πως ούτε τα μη χείρονα είναι διασφαλισμένα, ούτε καν η αστική δημοκρατία, που, ως γνωστόν, «δεν έχει αδιέξοδα».
Αρκετά, όμως, είπα, σχετικά με τα πέριξ. Το ουσιώδες είναι αν ισχύει ή δεν ισχύει, τελικά, πως το μνημόνιο είναι έστω στοιχειωδώς επιτρεπτικό στην άσκηση άλλης (;) πολιτικής. Δεν θα αναλύσω[1]. Φτάνει, νομίζω, η παράθεση της γνώμης του κάθε άλλο παρά εξάλλου αριστεριστή Βόφγκανγκ Μίνχαου των Financial Times, ο οποίος ισχυρίζεται πως το αποφασιστικής σημασίας λάθος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πως δεν προχώρησε με δική της πρωτοβουλία στον έλεγχο των κεφαλαίων και στην άμεση εισαγωγή παράλληλου χρήματος, ώστε να διαπραγματευτεί με ουσιαστικά όπλα στα χέρια της. Με τα λόγια του: «Όμως ο κ. Τσίπρας δεν επέλεξε ούτε αυτό ούτε κάποιο άλλο plan B. Αντιθέτως, συνθηκολόγησε. Σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν ήταν μάλιστα πια σε θέση να επιλέξει και την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Μια ομαλή αποχώρηση θα απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα και ισοδύναμο πλεόνασμα στον ιδιωτικό τομέα. Οι Έλληνες δεν είχαν συναλλαγματικά αποθέματα… [Ο]ι ελάχιστες προϋποθέσεις […] υπήρχαν τον Μάρτιο και όχι τον Ιούλιο. Έτσι, όπως και οι προκάτοχοί του, ο κ. Τσίπρας κατέληξε με μια ακόμη πολύ κακή συμφωνία διάσωσης, που πάσχει από τις ίδιες θεμελιώδεις αδυναμίες των προηγούμενων. Και αυτό με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Grexit παραμένει το πιο πιθανό τελικό αποτέλεσμα».
Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, παραιτήθηκε και ο ειδικός γραμματέας, υπεύθυνος για την Επιθεώρηση Εργασίας, Απόστολος Καψάλης, δηλώνοντας: «Το σημερινό ασφυκτικό πλαίσιο δεν επιτρέπει να υλοποιηθεί ένα πολιτικό σχέδιο ώστε να προωθηθούν ρυθμίσεις που θα έθεταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που συντελείται εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια μνημονιακής πολιτικής».
Δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια άσκησης πολιτικής στο υπάρχον μνημονιακό πλαίσιο. Όπως έλεγε, άλλωστε το διαχρονικό επιχείρημα όλων μας το μνημόνιο δεν είναι μέτρα, είναι καθεστώς. Χωρίς την άρση του, λέγαμε, είναι απαγορευμένη οποιαδήποτε δυνατότητα μεροληπτικής παρέμβασης υπέρ των πολλών. Μια χαρά τα λέγαμε. Και δεν βλέπω τι άλλαξε, για να πάψουμε να τα λέμε.
Ίσως μερικοί νομίζουν πως η «στήριξη» του δημοσκοπικού ΣΥΡΙΖΑ είναι επαρκής δικαιολογία για μια τέτοια στάση. Κάνουν λάθος, όμως. Αν δεν βρεθεί τρόπος απεμπλοκής από την εξελισσόμενη συμφορά η μοίρα και αυτής της κυβέρνησης είναι προδιαγεγραμμένη. Γιατί, όπως σωστά το έθεσε ο Δημήτρης Τρίμης στην ΕφΣυν, προχθές, «[μ]ε τα σημερινά δεδομένα της ανυπόφορης ανεργίας των νέων, την ακμάζουσα μαύρη εργασία, τους επίσημους μισθούς των 450 ευρώ και την προδιαγραφόμενη υποτυπώδη σύνταξη στα 67, έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι δεν θα ξανάρθουν στο επόμενο διάστημα… «τα αύρια να διώξουν τα σήμερα», όπως έλεγε και το σύνθημα της βίαιής εξέγερσης των νέων του Δεκέμβρη του 2008;». Δεν είναι απολύτως προφανές; Ποιος δεν το βλέπει;
[1] Βλ. Χρήστος Λάσκος, Ρήξη, ο δρόμος για την αμοιβαία επωφελή συμφωνία, Alterthess, 25 Απριλίου 2015