Προς μια νέα ιστορική ήττα της Αριστεράς
Είμαστε κοντά στη νέα ιστορική ήττα της Αριστεράς που θα τη βάλει στο περιθώριο για πολλές δεκαετίες. Με την υποχωρητικότητα που έδειξε η κυβέρνηση μετά το ΌΧΙ στο δημοψήφισμα οι δανειστές αποθρασύνθηκαν. Τα επιπλέον μέτρα που ζητούν οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ε.Ε. με πρωτοστάτη τη Γερμανία, δε διαφέρουν από στρατιωτική, εδαφική κατάκτηση της χώρας: Ιδιωτικοποίηση ΑΔΜΗΕ (δηλαδή μία ιδιωτική εταιρεία που θα ελέγχει τα δίκτυα ηλεκτροδότησης), μόνιμη εγκατάσταση της ΤΡΟΙΚΑ στην Αθήνα, παράδοση επί της ουσίας όλης της περιουσίας του δημοσίου -συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών- όχι πλέον απλά στο ΤΑΙΠΕΔ, αλλά σε ένα ιδιωτικό γραφείο ιδιωτικοποιήσεων με ισχυρό έλεγχο από τους δανειστές, ξέσκισμα των εργασιακών, περαιτέρω μειώσεις σε συντάξεις, νομοθέτηση της ασυδοσίας των τραπεζών, νομοθέτηση της φτώχειας και της ανισότητας. Και όλα αυτά με μόνιμη παρουσία του ΔΝΤ και με μία εξαιρετικά μικρή αναδιάρθρωση του χρέους που και αυτή είναι ακόμα υπό αίρεση. Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στο ήδη βαρύτατο μνημόνιο που η ίδια η Αριστερά πρότεινε και υπέβαλε στον εαυτό της και μάλιστα «αυτοδεσμευόμενη», ζητώντας τη συναίνεση των «υπεύθυνων» ευρωπαϊκών δυνάμεων της χώρας, οι οποίες είχαν πρωτοστατήσει στην επιβολή των μνημονίων τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Αν ο Τσίπρας τα δεχτεί όλα αυτά, θα είναι απλά το τέλος οποιασδήποτε ελπίδας που ευαγγελιζόμασταν ότι «έρχεται»! Ακόμη χειρότερα, θα είναι η παράδοση της ελπίδας των λαϊκών τάξεων στην πλέον βίαιη ακροδεξιά.
Λαϊκός παράγοντας και σχεδιασμός: Ένα αναγκαίο δίδυμο που αγνοήθηκε
Η ψήφος στο δημοψήφισμα του Ιουλίου και το μεγάλο ΌΧΙ που έφερε, ήταν μία ψήφος ταξική και νεολαιίστικη. Αυτό μας λέει καταρχάς ότι οι λαϊκές τάξεις δεν υποκύπτουν πλέον στο φόβο που κραδαίνει από πάνω τους την έξοδο από το ευρώ, ότι καταλαβαίνουν όλο και περισσότερο ότι αυτή η «παραμονή» είναι ενάντια τόσο στα άμεσα συμφέροντά τους, όσο και στην όποια δυνατότητά τους για μελλοντική ευημερία. Επιπλέον μας λέει ότι το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας είναι κατά κυριολεξία αποφασισμένο να παλέψει για ένα βιώσιμο μέλλον σε μια πραγματικά αναπτυγμένη και ευρωπαϊκή χώρα, και όχι να υπομείνει την αβίωτη διάσωση ενός μίζερου παρόντος (μέχρι την επόμενη «διάσωση», κάθε φορά από χειρότερη θέση!). Αξίζει να σημειωθεί όμως και το γεγονός ότι όλο και περισσότερο στις λαϊκές δημόσιες συζητήσεις και εκδηλώσεις αλλά και στις διεργασίες και την ιδεολογική συζήτηση του ΣΥΡΙΖΑ, τίθεται το ζήτημα της αυτοκριτικής σχετικά με τα όρια, εντός των οποίων διεξήχθη η προεκλογική συζήτηση και ο σχεδιασμός. Ο σχεδιασμός αυτός, ας το πούμε πλέον με σαφήνεια, δεν περιελάμβανε τη ρήξη, ενώ είχε «δαιμονοποιήσει» τη συζήτηση για την αλλαγή νομίσματος. Αντίθετα οι δανειστές είχαν, όπως αποδείχθηκε, προετοιμαστεί και σχεδιάσει ορθολογικά τα πάντα. Το τραγικό αποτέλεσμα αυτής της ελλιπούς στρατηγικής ήταν ότι ούτε τη στήριξη του λαϊκού παράγοντα δικαίωσε, όπως φαίνεται από την αντίδραση της κυβέρνησης στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος που διαστρέβλωσε τη λαϊκή βούληση.
Οι λόγοι της ελλιπούς αυτής στρατηγικής είναι βαθιά ιδεολογικοί και η πλήρης ανάλυσή τους δεν είναι του παρόντος. Θα πρέπει όμως, σε κάθε περίπτωση, να σημειωθεί ότι η στρατηγική και η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε υπερβολικά σε έναν αυθορμησιακό «δημοκρατισμό», που θεωρούσε τον πλήρη και αποτελεσματικό σχεδιασμό κάτι δευτερεύον ή ακόμη και απορριπτέο. Η Αριστερά από τη σκοπιά αυτή δεν ήθελε να λερώσει τα χέρια της με τις τεχνικότητες της οικονομίας και του κράτους –αφήνοντάς τις σε «κεντρογενείς» προσωπικότητες όπως ο Γ. Πανούσης, ο οποίος κακώς δέχεται κριτική σε προσωπικό επίπεδο, αφού η τοποθέτησή του ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής ανεπάρκειας της Αριστεράς να εμπλακεί με τις τεχνικότητες της εξουσίας επικαλούμενη απλά και συνεχώς τις δημοκρατικές αρχές. Η λογική αυτή μεταφερόμενη στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση υπαγόρευε ότι οι ευρωπαίοι θα υποχωρούσαν μπροστά στις αξίες της “αξιοπρέπειας” και της “ευρωπαϊκής αλληλεγγύης”. Με τη λογική αυτή επίσης η κυβέρνηση συνέχισε να πληρώνει με αιματηρό τρόπο και χωρίς χρηματοδότηση τις δόσεις, ελπίζοντας ότι έτσι θα συγκινήσει και θα φέρει «στο φιλότιμο» τους Ευρωπαίους. Το ότι δεν έγινε συζήτηση για τις προϋποθέσεις μίας αξιόπιστης ρήξης, όπως θα ήταν για παράδειγμα η άρνηση μιας συμφωνίας σαν αυτή της 20ηςΦεβρουαρίου (μετά την οποία χάθηκαν τα χρήματα του ΤΧΣ) και οι έλεγχοι κεφαλαίων που θα μπορούσαν να είχαν επιβληθεί (με πολύ υψηλότερο του σημερινού όριο) με πρωτοβουλία της Ελλάδας από τον Μάρτιο κιόλας, είναι μερικά από τα πολλά λάθη που έγιναν επί της διαπραγμάτευσης του Γ. Βαρουφάκη, όμως στην πραγματικότητα είναι συμπτώματα βαθύτερων στρατηγικών αδυναμιών.
Τι υπάρχει μπροστά και σε τι θα βρεθούμε απέναντι;
Μακρό-ιστορικά μιλώντας βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο: Μία χώρα η οποία διέλυσε και αιματοκύλησε την Ευρώπη και απόλαυσε δύο φορές την ασύγκριτη συγκατάβαση και συνεργασία των άλλων κρατών (τόσο το 1953 όσο και κατά την επαν-ενοποίηση του 1989), στο όνομα της «μη επανάληψης» της συνθήκης των Βερσαλλιών. Από την άλλη μεριά μια χώρα που γνώρισε ως αμυνόμενη μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, και σήμερα καλείται να ζήσει εντός μίας μόνιμης, τιμωρητικής και τελετουργικά επαναλαμβανόμενης δικής της «συνθήκης των Βερσαλλιών», η οποία διαλύει ξανά την οικονομία και το κράτος της. Και όλα αυτά με μοναδικό, όσο και κωμικοτραγικό «έγκλημά» της ότι κατά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 βρέθηκε να έχει υπερβολικά ελλείμματα…Ασφαλώς λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά στην αλλαγή του μεταπολεμικού status quo στην Ευρώπη, το οποίο προϋπέθετε την a priori «ενοχικότητα» του γερμανικού εθνικισμού και των συντηρητικών δυνάμεων που τον εκπροσωπούσαν. Και στο βαθμό αυτό δεν πρόκειται για μία ιστορική ρεβάνς της Γερμανίας, αλλά για ρεβάνς των βαθιά συντηρητικών ιστορικών κύκλων εντός της Γερμανίας. Αυτή η αλλαγή έχει ασφαλώς στην πρωτοπορία της την κακομεταχείριση της Ελλάδας, στοχεύει όμως στην πειθάρχηση και των άλλων χωρών του Νότου (και πρωτίστως της Γαλλίας).
Το ένστικτο των λαϊκών μαζών φαίνεται πως βρίσκεται για ακόμα μια φορά μπροστά από τα συμφέροντα του πολιτικού προσωπικού, και γι’ αυτό, υπερβαίνοντας κάθε είδους τρομοκρατία, αποφάσισε το ΟΧΙ στην αέναη συνέχιση της ελληνικής «συνθήκης των Βερσαλλιών», γνωρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση ο δρόμος θα ήταν δύσκολος. Το μεγάλο ερώτημα αυτή τη στιγμή είναι αν θα βρεθεί αυτή η πολιτική δύναμη της Αριστεράς που θα μπορέσει να οργανώσει και να εκπροσωπήσει αυτό το ένστικτο, τόσο σε αμεσοδημοκρατικό επίπεδο όσο όμως και σε επίπεδο κρατικής εξουσίας. Που θα μπορέσει παράλληλα να πει τις «δύσκολες αλλά αναγκαίες αλήθειες» τόσο στον ελληνικό, όσο όμως και στους ευρωπαϊκούς λαούς, για την εναλλακτική σε ένα ευρώ που φαίνεται να γίνεται ολοένα πιο σκληρό και πειθαρχικό. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή: Χρειάζεται επομένως μία επανα-τοποθέτηση της Αριστεράς ως προς την αντιπολίτευση που μπορεί να ασκήσει η ίδια στον εαυτό της, ώστε να μην μετατραπεί σε έναν σύσσωμο “αριστερό” διαχειριστή του πλέον σκληρού μνημονίου, ώστε να μπορέσει να επανέλθει περισσότερο συνειδητοποιημένη και οργανωμένη στο πρόγραμμά της, έχοντας όμως μαζί της και τον λαϊκό κόσμο, το ΟΧΙ του οποίου μετά την εφαρμογή των μέτρων που έρχονται θα ξεπεράσει το 70%.
Το ενθαρρυντικό σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι πάρα πολλοί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ (συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας) χωρίς κατ’ ανάγκην να ανήκουν στην Αριστερή Πλατφόρμα, στρέφονται υπέρ της οργανωμένης και συντεταγμένης αλλαγής νομίσματος. Σε αυτό το πλαίσιο και πάλι, επιχειρήματα του τύπου «με ποια συναλλαγματικά διαθέσιμα» θα πρέπει πλέον να θεωρούνται απλά μία ψευδοδικαιολογία. Η απάντηση είναι: Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα θα δημιουργηθούν σε μεσοπρόθεσμη διάρκεια με την απελευθέρωση των διεθνών συνεργασιών, με ορισμένες επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις που δεν θα θίγουν άμεσα τα λαϊκά συμφέροντα, με σθεναρή διεκδίκηση από την Ε.Ε. μεταβατικών χρηματοδοτήσεων που δικαιωματικά ανήκουν στο ελληνικό κράτος. Και το κυριότερο, με το περίφημο «μνημόνιο για τους πλούσιους» που τόσο υποσχεθήκαμε αλλά δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε.
πηγή: Rednotebook.gr
