Είναι που συχνά συμπίπτουν γεγονότα και αναστοχασμοί. Κι είναι που, πάλι, βρίσκεται η χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας». Κορυβαντιούν για πολλοστή φορά οι ξένοι για το ελληνικό ζήτημα και μετέρχονται, για πολλοστή φορά, λεξιλόγιο που έρχεται από τα παλιά, εκσυχρονισμένο όμως, άλλωστε είναι μάστορες στα σχετικά. Κι αν τους εχθρούς ή τους ενάντιους τους γνωρίζουμε στο πρόσωπο, είναι οι ντυμένοι φίλοι που με ανησυχούν, λέω, βρε μπας και δούν οι επόμενες γενιές τίποτα προτομές στα πάρκα με τις οποίες θα δοξάζονται τα κρυφά κουμάσια;
Είναι, λοιπόν, που συνέπεσε, να πληροφορηθούμε χθες ότι άγνωστοι βανδάλισαν μια αναθηματική στήλη για τον γάλλο φιλλέληνα Κάρολο Φαβιέρο που πολέμησε κατά την επανάσταση δίπλα στον Καραισκάκη. Κι ας είχαν τις διαφωνίες τους περί στρατηγικής, κι ας κύλησε τρεις αρχαίους κίονες για να βρουν ευκαιρία οι πολιορκημένοι να βγουν από την Ακρόπολη. Αν του Φαβιέρου βανδαλίστηκε η στήλη, στέκουν περήφανες άλλες προτομές, που εξωραίζουν με την παρουσία τους τη δράση κάποιω,ν που το δικαστήριο της ιστορίας θα αποδώσει κάποια στιγμή όχι δάφνες αλλά κανονικότατα γιουχαίσματα. Λίγο μετά την ανάγνωση της σχετικής είδησης, άνοιξα το τελευταίο, ογκώδες τεύχος, του περιοδικού «Νέα Εστία» (τεύχος 1865, Μαρτίου 2015) και σκόνταψα κυριολεκτικά πάνω στο κείμενο του Ευριπίδη Κλέοπα για τον ρόλο του άγγλου συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ στην Κύπρο, όπως και ο συγγραφεύς του κειμένου «σκόνταψε» πάνω στην προτομή του Ντάρελ στο Μποσκέτο Κέρκυρας. Κι όταν του συνέβη αυτό, δίπλα του, μουρμούριζε σαν την νέμεση ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης τα ονόματα του Παλληκαρίδη και του Αυξεντίου.
Κι άρχισα να διαβάζω τις λέξεις, το κατηγορητήριο της ιστορίας, για τον συγγραφέα, το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του οποίου καταλάμβανε εξέχουσα θέση στη βιβλιοθήκη μου, για περισσότερους της καλλιτεχνικής του αξίας λόγους. Ήταν γνωστός ο Ντάρελ για τα φιλελληνικά του αισθήματα κι είχε φίλους εξέχοντες σαν τον Γιώργο Σεφέρη. Υπάρχουν όμως πράγματα που δεν κρύβονται με τίποτα κάτω από υγρές λέξεις και φιλοτεχνημένες ωραιοποιήσεις. Κι έτσι, πληροφορήθηκα και αρμοδίως πληροφορώ με την σειρά μου, ότι ο ίδιος Ντάρελ που καμπάρντιζε στη βιβλιοθήκη μου, ήταν και πράκτορας, κανονικός πράκτορας, με τα σέα και τα μέα του, παρότι είχε υιοθετήση την ελληνική κουλτούρα κι έγραφε ότι «δεν μένει τίποτε άλλο εκτός απ’ το να διασώσει κανείς την προσωπική του τιμή», αυτός, ο ίδιος, διεκδίκησε μετά πάθους την θέση του διευθυντή του γραφείου πληροφοριών και δημοσίων σχέσων και του ραδιοφωνικού σταθμού της αποικιακής βρετανικής κυβέρνησης στην Κύπρο, διότι όπως είπε στον διευθυντή του Βρετανικού Συμβουλίου Μόρις Κάρντιφ «ήταν πολλά τα λεφτά που θα έπαιρνε απ’ τον διορισμό του» κι επιπλέον «θα βοηθούσε να αναχαιτισθεί, αν όχι να εξολοθρευτεί, το ενωτικό συναίσθημα».
Κι έγραψε ύστερα και τα «Πικρολέμονα» όπου ξεχνά εντελώς τους βασανιστές Ντρίσκολ και Λίντζι, κι είχε προκαλέσει απανωτούς εμετούς ακόμη και σε αστούς συγγραφείς όχι τίποτα επαναστάτες, τον Σεφέρη τον ίδιο αλλά και τον Ρόδη Ρούφο, και την ώρα ο Αλμπέρ Καμύ όπλιζε τις λέξεις του να σώσει τον Καραολή και τον Αυξεντίου, αυτός ο Ντάρελ έβγαζε την λιτή κυνική του ανακοίνωση «Ο πρώτος τρομοκράτης δολοφόνος (Μιχάλης Καραολής) συνελήφθη και καταδικάστηκε». Κι είχε φτιάξει ακόμη έναν χάρτη διχοτόμησης του νησιού, ίδιο με αυτόν του Κίσινγκερ, ίδιον συμπτωματικά με την σημερινή κατάσταση διχοτόμησης του νησιού, για αυτόν το χάρτη ήταν περήφανος ο «φιλέλλην» που έβλεπε στην Κύπρο «ένα είδος Κένυας», «χέρσα και άθλια» που χρειάζεται «αποβαρβαροποίηση».
Γράφει κι άλλα πολλά ο Κλέοπας που μπορείτε να τα διαβάσετε, να θυμηθείτε, διότι έχουμε ξεχάσει, αλλά ετούτη η τρομαχτική διήγηση περιλαμβάνει και τις αναμνήσεις του δημοσιογράφου και κριτικού κινηματογράφου Νίκου Φένεκ Μικελίδη ο οποίος, έφηβος κι αυτός τότε, ήταν συγκρατούμενος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη κι ως μαθητής είχε δάσκαλο τον Ντάρελ, γιατί αγαπούσε την λογοτεχνία, κι είχανε φτιάξει και όμιλο εκείνοι οι νέοι και κοίταγαν με δέος τον γνωστό συγγραφέα και… φιλέλληνα. Και το έφερε η μοίρα, ο δάσκαλος τους να επισκεφτεί τις φυλακές στις οποίες ήταν φυλακισμένοι και είδε ότι στα κελιά τους οι νεαροί είχαν βιβλία του Καβάφη και του Βενέζη και του Μυριβήλη αλλά του Τ.Σ. Έλιοτ και, αφήνω στην άκρη τα πολιτικά του σχόλια, αλλά έκανε κάτι χειρότερο, καμώθηκε ότι δεν τους γνώριζε καν, τόσο άθλιος. Κι έτσι οδηγήθηκε ο Σεφέρης να γράψει στα «Περίχωρα της Κερύνειας»: «Πάρα πολύ ασυνήθιστος/ τι θέλει να πει δεν το ξέρει κανείς,/ κυνικός και φιλέλλην».
Κι όπως έκλεινα συγχυσμένος το τεύχος, θυμήθηκα μια προσωπική στιγμή πριν 22 χρόνια, μια συνάντηση με τον αιγύπτιο ελληνιστή Ναίμ Ατία που συγχωρέθηκε πριν απο κάποια χρόνια, τον είχα συναντήσει στο ξενοδοχείο Σέσιλ, μπροστά στη λεωφόρο Καρνίς, κατάντικρυ της Μεσογείου, κι είπα να τον ρωτήσω για τον Ντάρελ, οι ήρωες του οποίου στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο περνούσαν τον χρόνο τους στο ίδιο σημείο. Θυμάμαι πάντα την απάντησή του Ατία –η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό ΑΝΤΙ- που ήταν ένας από τους πλέον τρυφερούς και ευγενικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. «Α, ο Ντάρελ» μου είπε, το σκέφτηκε μια στιγμή, «ναι, έγραψε το Κουαρτέτο αλλά θα σου πω κάτι. Η αληθινή Αλεξάνδρεια δεν είναι μέσα στην τριλογία, αυτή είναι η Αλεξάνδρεια των αποικιοκρατών που πίνουν το τσάι τους στα λόμπι ξενοδοχείων σαν το Σέσιλ. Αν σε ενδιαφέρει, η αληθινή Αλεξανδρεια είναι ακριβώς απ’ έξω». Έχω ανάγκη να θυμηθώ αυτόν εξαίσιο σεμνό άνθρωπο, τον Ατία, που μιλούσε ελληνικά όπως θα ήθελα να τα μιλάω, και να αναστοχαστώ το βαθύτερο πια νόημα των λόγων του, για να αντισταθμίσω την προηγούμενη αηδία που μου φέρνει το όνομα και μόνο του Ντάρελ. Δεν γνωρίζω τι άλλο θα κάνω με τα βιβλία του που τα απέσυρα σε πρώτη φάση από την πρώτη γράμμη της βιβλιοθήκης μου, δεν μπορώ όμως να μην αναφωνήσω «Α, τον κανάγια. Τον σιχαμένο. Α, το κάθαρμα!».
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].
