Πριν δώδεκα χρόνια ήταν ο πολιτικάντικος μαξιμαλισμός που ήθελε τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης να γεννιέται σαν «αντίπαλος» της αντίστοιχης στη Φρανκφούρτη. Το «σουφλέ» είχε φουσκώσει πριν ακόμη αναμειχθούν τα υλικά του, πριν ψηθεί και, πολύ πριν σερβιριστεί. Επαγγελλόταν πολιτιστικές εκστρατείες με βάση όνειρα για μια συνάντηση στην οποία θα υπογράφονταν συμβόλαια για βιβλία που έχουν γραφτεί και παραγγελίες, αν ήταν δυνατό, για αυτά που θα ακολουθούσαν. Η ματαίωση της γενέθλιας χρονιάς ολοκληρώθηκε την δεύτερη. Απέμεινε η ευχάριστη γεύση της συμμετοχής του κοινού το οποίο σε πείσμα της θεσμικής αδιαφορίας που επεδείκνυε η πόλη με Παπαγεωργόπουλο, Ψωμιάδη και Μητροπολίτη αγκάλιασε τον θεσμό. Οι εκδότες έκαναν ταμείο, οι δημοσιογράφοι τις βόλτες τους και οι συγγραφείς καλλιεργούσαν την ματαιοδοξία τους. Όλοι δηλαδή έκαναν το κομμάτι τους.
Η έκθεση προσγειωνόταν από το κλείσιμο κιόλας της δεύτερης διοργάνωσης στις αληθινές συνθήκες της βαλκανικής κουζίνας, της γεωγραφικής και γλωσσικής συμπίεσης, της εγχώριας ξινίλας που σερνόταν σαν ανίκητος μύκητας στους πάγκους των ευπώλητων. Από την τρίτη διοργάνωση κι ύστερα η προσγείωση που είχε δοκιμαστεί ήδη στον θάλαμο προσομοίωσης ανατέθηκε στον γνωστό πιλότο του διαδρομισμού, στα σπρωξίματα του στυλ «παρακαλώ οι μπροστινοί να κάνουν ένα βήμα να χωρέσουν κι άλλοι» καθότι το λεωφορείο ήταν μικρό και, στην εφαρμογή της συμβουλής «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη». Οπότε και αφού δεν ήταν δυνατό να ζητήσουμε αποζημιώσεις από την Φρανκφούρτη, όχι γι’ αυτό το θέμα τουλάχιστον, έδωσε και πήρε η υπόγεια αντιπαράθεση με το παραλιακό Φεστιβάλ Βιβλίου γνωστό και ως «βιβλιοπάζαρο» ή «τσίκι τσίκι», ονομασία βασισμένη στην συνήθεια των περιπατητών να χαζεύουν τίτλους βιβλίων τρώγοντας μπατιρόσπορα. Ο καθείς και οι αντίπαλοί του. Ήταν μια ωραία κόντρα που κράτησε μια πενταετία και η οποία λειτούργησε θετικά και για τις δύο διοργανώσεις αφού οι μεν επισκέπτονταν τους δε για να συγκρίνουν μεγέθη, οπότε η καθεμιά δάνειζε τους σταθερούς πελάτες της στην άλλη. Ίσα βάρκα, δηλαδή, και τα νερά στεκούμενα. Το σουφλέ δεν είχε εντυπωσιακή όψη, νόστιμο όμως ήταν, κάτι διορθωτικές απόπειρες με το πυρέξ ψησίματος, κάτι από εισαγωγές εκλεκτών συνδαιτημόνων, έδιναν ένα άλλο αέρα στο τραπέζι, η σκέψη για εξαγωγές απωθήθηκε από το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Αυτό, το τελευταίο, δεν ήταν δα και κανένα δράμα, ίσα ίσα η αυτογνωσία λειτούργησε και θεραπευτικά και παιδευτικά.
Την τελευταία πενταετία δοκιμάσαμε την άλλη διαδικασία. Ολοχρονίς όλοι αγωνιούν αν το ευπρόσωπο σουφλέ θα συνεχίσει να παράγεται, μήπως θα ήταν καλύτερα να κατασκευαζόταν στην Αθήνα, μήπως το αττικό φως το φούσκωνε περισσότερο, μήπως να βάζαμε εισιτήριο -ευτυχώς δεν μπήκε ποτέ-, οι πρώτες δυό μέρες ήταν πάντα ζόρικες καθότι καθημερινές, λίγοι επίσημοι, λίγο το ταμείο, τις άλλες δύο όμως, τα σαββατοκύριακα ερχόταν το σουφλέ και φούσκωνε ωραιότατα και ήταν πάντα λίγο παραπάνω από αξιοπρεπές. Δοκιμαζόταν πάντα και με άλλα τυριά, μια με γαλλικό ροκφόρ, μια με τούρκικο ανεβατό αλλά και με γερμανικό λουκάνικο δίπλα δεν ήταν άσχημο ως και το πολύ μακρινό κινέζικο ιδεόγραμμα μια χαρά χαράχτηκε στην επιτυχώς ροδοψημένη επιφάνειά του. Και η αντιπαλότητα με το «βιβλιοπάζαρο» ξεχάστηκε, κανένας πια δεν την αναφέρει καν.
Δώδεκα χρόνια μετά η κρίση απείλησε να μην φτιαχτεί καν το σουφλέ. Το έσωσε η δύναμη της συνήθειας η οποία σώζει τελικά τις παραδόσεις οι οποίες δεν έχουν γεράσει και ξεθυμάνει. Ο έμπειρος αρχιμάγειρας ΕΚΕΒΙ απολύθηκε βέβαια μέσα σε ένα βράδυ με σκαιό τρόπο, η προμήθεια υλικών -έστω φτηνών- για την δωδέκατη διοργάνωση έγινε την τελευταία στιγμή, οι πρώτες δυό μέρες έδειξαν ότι οι πελάτες το είχαν σκάσει αλλά το σαββατοκύριακο μπούκαραν οι αργοπορημένοι και τα χαμόγελα πήραν πάλι τη θέση της κατήφειας.
Αν κάτι μάθαμε φέτος είναι ότι η διοργάνωση μπορεί να τα καταφέρει και με λίγα. Δεν χρειάζεται να κατατρώγεται από το άγχος της επιτήδευσης, την αγωνία του διαγωνισμού με τον εαυτό της την υπερπληθώρα εκδηλώσεων. Αν ενισχυθεί στοιχειωδώς το κομμάτι της επικοινωνίας, αν οργανωθεί έτσι που περισσότεροι να προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν λιγότερα γεγονότα, μπορεί να καταστεί ουσιαστικότερο. Τι νόημα υπάρχει να είναι ωραίες κάποιες εκδηλώσεις που είναι ενδιαφέρουσες για να ακολουθούνται από αδιάφορες; Τα γεγονότα και η ουσία παράγονται όταν ανάβει η συζήτηση, όταν το σουφλέ φουσκώνει, τώρα, μοιάζει να το σβήνουμε αμήχανα. Μια τέτοια συνείδηση, εδώ που φτάσαμε, θαρρώ ότι δύναται ακόμη και να εξαχθεί.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].