in

Αλλαγή οπτικής στη διοίκηση της εκπαίδευσης. Του Βασίλη Συμεωνίδη

Αλλαγή οπτικής στη διοίκηση της εκπαίδευσης. Του Βασίλη Συμεωνίδη

Αμήχανους άφησε τους περισσότερους σχολιαστές η απόφαση της εκπαιδευτικής πολιτικής να δώσει λόγο στο πλήθος των εκπαιδευτικών. Εννοώ την βούληση που εξαγγέλθηκε να δοθεί δικαίωμα λόγου σε όσους μέχρι τώρα αντιμετωπίζονταν σαν πρόβατα για μνημονιακή σφαγή μα βάση την «αξιολόγησή» τους. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου η γνώμη των εκπαιδευτικών θα βαραίνει κατά το ένα τρίτο (1/3) στην τελική κρίση για τη θέση του διευθυντή στο σχολείο τους. Με ανάλογο τρόπο και για τους προϊσταμένους εκπαίδευσης θα βαραίνει κατά το ένα τρίτο (1/3) η γνώμη των διευθυντών.

Αυτό που αλλάζει, ή αυτό που φαίνεται ότι υπάρχει η βούληση να αλλάξει, είναι η οπτική. Αν μέχρι τώρα όλοι – από τους εκπαιδευτικούς της αίθουσας έως τους υπεύθυνους διάφορων γραφείων, διευθυντές, κλπ –, κοιτούσαν προς τα “πάνω”, προς τον ιεραρχικά προϊστάμενο, από όπου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η κρίση, οι εργασιακοί όροι και η επαγγελματική εξέλιξή τους, αν μέχρι τώρα το ενδιαφέρον αντί να στρέφεται προς τη βάση, προς την ουσία της εκπαίδευσης, στρεφόταν προς τη γραφειοκρατία και προς τους μηχανισμούς διοίκησης, αν μέχρι τώρα ο σβέρκος σκέβρωνε από την στάση να κοιτά με υποτακτικό δέος τον ανώτερο με ένα μοντέλο υποταγής, τώρα φαίνεται ότι υπάρχει η βούληση να δούμε τα πράγματα στην ουσία τους, να δώσουμε αξία στην κρίση αυτού του εργαζόμενου εκπαιδευτικού που αγωνίζεται μέσα στην αίθουσα με τα παιδιά του κόσμου μας απέναντί του, να δούμε τα πράγματα με όρους εκπαιδευτικούς.

Η δομή και η κατεύθυνση των επιλογών που γίνονταν μέχρι τώρα στην εκπαίδευση απέκοπταν τον διευθυντή του σχολείου από τον συνάδερφο της διδακτικής πράξης και τη μαθησιακή δουλειά με τους μαθητές, απέκοπταν τον προϊστάμενο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τα προβλήματα της σχολικής μονάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προϋποθέσεις για ανάληψη θέσης ευθύνης περιλαμβάνεται η διδακτική προϋπηρεσία, προφανώς η δουλειά μέσα στις αίθουσες, οκταετής για τους διευθυντές σχολείων και δεκαετής για τους διευθυντές εκπαίδευσης. Απλά, δεν νοείται να έχει κάποιος διοικητική θέση ευθύνης χωρίς σαφή γνώση για αυτό που διοικεί… Αλήθεια, πόσοι μπορεί να ήταν αυτοί που διοικούσαν με όρους γραφειοκρατίας και άγνοιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Αλλιώς, πόσοι διοικούσαν με κίνητρο την αποφυγή ή τον φόβο της σχολικής αίθουσας και την τριβή με τους μαθητές;

Προφανώς όσα καταγράφω μέχρι τώρα δεν περιγράφουν πρόσωπα, αλλά πολιτικές. Προφανώς είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις συναδέρφων που διαφοροποιούνται και είναι αυτές χάρη στις οποίες η εκπαίδευση μένει όρθια. Αλλά αυτό γίνεται αντίθετα με τους πολιτικούς σχεδιασμούς που κυριάρχησαν μέχρι τώρα, γίνεται με περισσότερο κόπο και όχι με βοήθεια, όπως θα ήταν το αναμενόμενο.

Ας δούμε, λοιπόν, ότι οι προθέσεις των αλλαγών στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πιο σημαντικές απ’ όσο φαίνονται αρχικά. Ας δούμε ότι πλέον όσοι θέλουν θέση ευθύνης είναι αναγκασμένοι να σκύβουν με ενδιαφέρον στα ζητήματα των υφισταμένων, ας δούμε ότι πλέον η εκπαιδευτική πολιτική είναι σύμμαχος προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή προς την ματιά όσων γίνονται στη σχολική αίθουσα τελικά. Προφανώς υπάρχουν κενά, αδυναμίες, ασάφειες, ερωτηματικά, ανασφάλειες. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ουσιαστική κατεύθυνση των αλλαγών. Προφανώς και υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να ανακύψουν παθογένειες και αντιεκπαιδευτικές πρακτικές. Στο κάτω κάτω όμως, καλύτερα να κάνουν λάθος δέκα, είκοσι, τριάντα εκπαιδευτικοί σε κάθε σχολείο, παρά μία επιτροπή πέντε, έξι, εφτά μελών για όλα τα σχολεία. Πλέον θα πρέπει όσοι ζουν και δουλεύουν μέσα στα σχολεία να απαντήσουν στο ερώτημα σχετικά με το πρόσωπο της διεύθυνσης που θέλουν και εμμέσως στο ερώτημα πώς θέλουν το σχολείο. Το επόμενο σημαντικό βήμα θα είναι η απάντηση στο ερώτημα για το πλαίσιο και τις αναγκαίες αλλαγές εντός του οποίου παρέχεται η εκπαίδευση.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Από το λόφο Σκουζέ της παραλιακής σε άλλη μια κορφούλα. Του Απόστολου Λυκεσά

«Η πιο μεγάλη μπίζνα είναι το μουνί». Της Ντίνας Δασκαλοπούλου