in

Οικοδομώντας ξανά αυτό που μισούμε. Του Απόστολου Λυκεσά

Οικοδομώντας ξανά αυτό που μισούμε. Του Απόστολου Λυκεσά

Οι συνταξιούχοι είχαν κινητοποιήσεις χθες. Ο υπουργός του δέχθηκε, δήλωσε την κατανόησή του στα αιτήματά τους, τους είπε θα είναι μαζί τους και ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις. Αφήνω, για την ώρα, στην άκρη, την δυνατότητα να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Παρόντα στη διαδήλωση τα κανάλια, που δείχνουν τελευταία ένα ενδιαφέρον για τους πενόμενους γέροντες, τους οποίους καθύβριζαν τα τελευταία πέντε χρόνια ως υπεύθυνους, μεταξύ άλλων, για την κατάτασταση της χώρας αφού, όπως τόνιζαν σε κάθε ευκαιρία, τα άφρονα αιτήματά τους, ήταν μεταξύ των αιτιών που μας έφεραν στην θέση που δεν θέλουμε να είμαστε. Στη διάρκεια της διαδηλώσης ερωτήθηκαν και κάποιοι να πουν την άποψή τους. Ένας από αυτούς δήλωσε στις κάμερες έμπλεος οργής: «είμαστε τελειωμένοι και δεν μας ενδιαφέρει πώς θα πούνε, το μνημόνιο που το έλεγε ο Σαμαράς, μπρασέλ, πως το λένε ετούτοι, εμάς μας ενδιαφέρει η τσέπη μας».

Αφήνω επίσης κατά μέρος ότι ο πολίτης αυτός γνωρίζει καλά ποιός ήταν πίσω από τα μνημόνια, οπότε τον ονοματίζει, ενώ το «μπρασέλ» είναι καινούργιο άρα ανώνυμος ο ανάδοχος, είναι δηλαδή απλώς και υποτιμητικά, «ετούτοι», έτσι που Σαμαράς και «Ετούτοι» καταλήγουν σε ένα και το αυτό. Αυτή είναι η άποψή του και έχει κάθε δικαίωμα να την εκφέρει και να καταγράφεται και, κυρίως, να μεταφέρεται. Δεν αρκείται όμως σε αυτό, αλλά, έχοντας διδαχθεί από την χρόνια εκπαίδευσή του στα μίντια τον τρόπο να θέτει τα ζητήματα και, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του, δεν αρκείται να την πει αλλά την επεκτείνει, χρησιμοποιώντας πληθυντικό αριθμό, ούτε λίγο ούτε πολύ ότι, αυτά που σημειώνει δεν είναι μόνο δική του αντίληψη αλλά και άλλων, προφανώς πολλών. Κι έτσι, δεν λέει «εγώ», παρά, χρησιμοποιεί το «εμάς». Ας το δεχθούμε λοιπόν, αφού το θέλει,  κι ας δούμε τι θέλουν και τι ακριβώς ενδιαφέρει «αυτούς».

Όπως τονίζει ο πολίτης, «αυτούς», τους ενδιαφέρει η τσέπη τους. Δεν κρύβω ότι θα περίμενα κάτι περισσότερο από το ενδιαφέρον για την τσέπη τους. Δεν χρειάζεται, θαρρώ, να σημειώσω, ότι είναι υποχρέωση του κράτους, της κυβέρνησης, να εξασφαλίζει την ανταποδοτικότητα των εισφορών, την δυνατότητα της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων, να μην μετατρέπονται σε αναξιοπρεπείς επαίτες. Κι ύστερα; Ποιό ακριβώς είναι το αιτούμενο της ζωής; Ποιά τα όνειρά τους, οι επιδιώξεις τους, τι προτάσσουν ως αξίες για τις οποίες παλεύει κανείς; Αν η τσέπη είναι γεμάτη, γίνεται ο κόσμος, η πατρίδα τους καλύτερη; Ας το πω ποιό απλά: θα περίμενα, αυτοί που είναι στο δρόμο, θεωρητικά το δυναμικότερο και πιο αποφασισμένο κομμάτι του πληθυσμού να αιτούνται έναν καλύτερο κόσμο, έναν άλλο κόσμο από τον σημερινό. Αυτό όμως δεν καταγράφεται στα αιτήματα «αυτών» ούτε καν σαν ουτοπική επιδίωξη. Εν ολίγοις δεν θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να τον βελτιώσουν έστω, για να μην πω να τον κάνουν καλύτερο. Ο κόσμος είναι μια χαρά, απλώς, η τσέπη τους είναι άδεια και ο κόσμος αυτός μπορεί να παραμείνει ο ίδιος, αρκεί η τσέπη τους να είναι γεμάτη. Με οποιονδήποτε τρόπο και ανεξαρτήτως συνεπειών για τους υπόλοιπους.

Δεν αποπνέει μόνο χυδαίο οικονομισμό η δήλωση του συνταξιούχου. Εκπέμπει αδιαφορία για τον περίγυρο. Με την δήθεν διαμαρτυρία στο υφιστάμενο στάτους, το επιβεβαιώνει και το αναπαράγει με τον καλύτερο τρόπο. Έχει αποδεχθεί πλήρως την κατάσταση, απλώς αυτός έχει άδεια τσέπη, αν γεμίσει η τσέπη του ας διαμαρτυρηθούν αυτοί που την έχουν άδεια, οπότε ποιά η διαφορά από την παγερή αδιαφορία που επιδεικνύουν για τους σημερινούς φτωχούς όσοι έχουν γεμάτο το πουγγί; Προσπαθώ να τον δικαιολογήσω: εφόσον δυστυχεί, αφού έχει το καθημερινό του ζόρι, θέλει να το λύσει και καλά κάνει. Κι εγώ θα είμαι μαζί του. Νοιώθω όμως βαθιά την υποχρέωση να ρωτήσω: «ύστερα;». Διότι το «ύστερα» το έχουμε ζήσει, καταγόμαστε από αυτό, κατάγεται ο ίδιος από αυτό, μπορεί να βοήθησε κιόλας να οικοδομηθεί, εκείνα «τα χρόνια που δένανε τα σκυλιά με λουκάνικα» ή «είχε γίνει η θάλασσα γιαούρτι». Από τις… γεμάτες τσέπες φτάσαμε στο σήμερα διότι δεν υπήρχε κανένα όνειρο να αλλάξει ο κόσμος. Όλος ο κόσμος ήταν και τότε η τσέπη του καθενός. Κι ήταν επιδέξια ξηλωμένη. Φίλος έλεγε τότε, εκείνα τα χρόνια πως όποιος παίζει στο χρηματιστήριο κλέβει από το Ανατολικό Τιμόρ αλλά αυτό ακουγόταν σαν διανοουμενίστικο σχήμα. Ελάχιστους ενδιέφεραν τα δεινά του Τιμόρ. Τώρα που το Τιμόρ είμαστε εμείς συμπεριφερόμαστε λες και δεν έχουμε καταλάβει τίποτα. Μπορεί όντως να μην έχουμε καταλάβει τίποτα αλλά, τότε, ο αγώνας, αυτός ο αγώνας, έχει κάτι αρρωστημένα μαζοχιστικό, γιατί έχει βαλθεί στέρεα να οικοδομήσει αυτό που υποτίθεται ότι μισεί.

Είναι η επιβεβαίωση του Μπένγιαμιν: «Με μια τέτοια διδασκαλία η τάξη ξέχασε τόσο το μίσος όσο και το πνεύμα της θυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλομένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών». (Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας», εκδ. Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα»

Μοιάζει επιπλέον όλο ετούτο με το δραματικά επικαιροποιημένο περιεχόμενο των στίχων του Μανώλη Αναγνωστάκη «…πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται και, υποτίθεται, αγωνίζονται για την ανατροπή του, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτα ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν’ αλλάξει, τουλάχιστον στα αμέσως προσεχές μέλλον».

* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αγαπητή Δανάη

Μυαλά με κάγκελα για τον αόρατο εχθρό. Του Κωνσταντίνου Γιαννέλου