in

«Βανδαλίζοντας» τις πυραμίδες και τα Πολυτεχνεία Αθηνών Θεσσαλονίκης. Του Απόστολου Λυκεσά

«Βανδαλίζοντας» τις πυραμίδες και τα Πολυτεχνεία Αθηνών Θεσσαλονίκης. Του Απόστολου Λυκεσά

Πριν από 3.259 χρόνια, ο αιγύπτιος γραφέας που άκουγε στο όνομα Φθα – Εμουέ, μαζί με τον πατέρα του και ένα φίλο, πήγαν για προσκύνημα στις πυραμίδες που ορθωνόταν ήδη καταμεσής της Σαχάρας, στα δυτικά της Μέμφιδας. Θα έκαναν τις σταυρογονυκλισίες τους σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο, θα ήπιαν δροσερό νερό από το κεραμικό λαγήνι που κουβαλούσαν και θα κάθισαν σε μια σκιά να ξαποστάσουν. Ανήκαν σίγουρα σε ανώτερη τάξη διότι εκείνα τα χρόνια, γράμματα, δηλαδή ιερογλυφικά, δεν ήξερε όποιος όποιος. Η πλήξη θα κυρίευσε τον Φθα Εμουέ, η αχανής αμμουδερή έρημος και οι οφθαλμαπάτες της δεν τον συγκινούσαν και, τότε, ο Φθα Εμουέ έβγαλε από το δισάκι του το σφυράκι του και το καλέμι και προέβη σε μια πράξη η οποία θα έσωζε την μνήμη της εκδρομής του μέχρι τις μέρες μας, μέχρι ετούτο το σημείωμα. Σκάλισε ο αφιλότιμος στον ναΐσκο που βρισκόταν κολλητά στην κλιμακωτή πυραμίδα του Ζοζέρ την φράση: “…ήρθαν να ατενίσουν την σκιά των πυραμίδων, αφού έκαναν πρώτα τις προσφορές τους στην Σεχμέτ”. Παραδίπλα, καθόταν ένας άλλος γραφέας, σε μια άλλη παρέα, που όταν αντιλήφθηκε την σκανταλιά του φίλου μας πήγε και σκάλισε στην πέτρα των οικοδομημάτων τη φράση «ο γραφέας…(δείνα), με τα επιδέξια δάχτυλα, ήρθε να επισκεφθεί το ναό του σεπτού Βασιλέα». Τα μηνύματά τους είναι από τα  παλαιότερα γκραφίτι που έχουν καταγραφεί. Εξάλλου, γκραφίτι (graffiti), στα ιταλικά σημαίνει γρατσουνίσματα, κι αν εισάγαμε μια δόση κομψότητας στην περιγραφή του όρου, θα λέγαμε ότι άφησαν το επισκεπτήριο μήνυμά τους, την καρτ βιζιτ της εποχής τους.

Ανακάλεσα αυτές τις μνήμες με αφορμή την συζήτηση για το «βάψιμο» του κτιρίου του Πολυτεχνείου Αθηνών με την μέθοδο του γκραφίτι το οποίο από τα χρόνια του Φθα Εμουέ έχει εξελιχθεί πλέον σε τέχνη. Το γκραφίτι που κατέλαβε δύο όψεις του Πολυτεχνείου, είναι ένα δυσοίωνο ολόγραμμα μαύρης φωτιάς που αναδύεται από το πεζοδρόμιο και φτάνει στην κεραμοσκεπή του μέλλοντος. Τηρουμένων των αναλογιών, το κέντρο της Αθήνας στα χρόνια της ανθρωπιστικής κρίσης, είναι μια Σαχάρα. Το «επισκεπτήριο» των καλλιτεχνών του δρόμου δεν ήταν όμως μια φράση στον τοίχο αλλά ένα ολόκληρο έργο αφηρημένης ζωγραφικής. Τρεις νύχτες λέγεται ότι πήρε στην ομάδα αυτών των νεαρών να βάψουν δυό όψεις του κτιρίου, χώρια η προπαρασκευή και ο σχεδιασμός. Επίτευγμα, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, αναλογιζόμενοι και το γεγονός ότι η πράξη συντελέσθηκε σε συνθήκες παρανομίας. «Βανδαλισμός» ονομάστηκε η πράξη από τους περισσότερους, τέχνης ξάφνιασμα από λιγότερους. Οι αρχιτέκτονες εξεγέρθηκαν διότι ένοιωσαν ότι οποιοδήποτε δημιούργημά τους θα μπορούσε να έχει την ίδια ατυχία. Το γκραφίτι είναι για πολλούς μαγάρισμα. Κι έτσι, λαμβάνεται, όπως ήταν αναμενόμενο, απόφαση να ξαναβαφούν οι όψεις του κτιρίου, οπότε, η Μαύρη Φωτιά θα χαθεί κάτω από αλλεπάλληλες επιστρώσεις ώχρας.

Η υπόθεση έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και φυσικά πολλά μπορούν να ειπωθούν, αναντίρρητα πάντως, η επέμβαση της ομάδας έχει μέσα της το στοιχείο της αυθαιρεσίας. Η αυθαιρεσία ενοχλεί περισσότερο από την ποιότητα του έργου. Κανείς δεν τους ανέθεσε να βάψουν τις όψεις του Πολυτεχνείου. Κανένας δεν ενέκρινε το σχεδιαζόμενο εικαστικό αποτέλεσμα. Παρά το επικάλυμμα ελευθεριότητας που έχει η πράξη, είναι κατά βάση αντιδημοκρατική, αφού θέλει να επιβάλει με το έτσι θέλω αισθητικά κριτήρια. Είναι, ακόμη, βυθισμένη σε καλλιτεχνικό ναρκισσισμό, από τον οποίο αναδύεται υπεροψία και περιφρόνηση για τις υφιστάμενες κοινωνικές προδιαγραφές. Δικαίως, βέβαια, θα αναρωτηθεί κάποιος για την ποιότητα των αρχιτεκτονημάτων ή των καλλιτεχνημάτων που έχουν την άδεια και την νομιμοποίηση των θεσμών και τα οποία απαρτίζουν τον περιβάλλοντα κόσμο μας. Άθλιες πολυκατοικίες, αθλιότερα δημόσια κτίρια, αγάλματα που προσβάλουν στα πάρκα και τις πλατείες την τέχνη της γλυπτικής. Αθλιότητες που η νομιμοποίηση τα κρατά ακόμη όρθια. Το παρήγορο όμως είναι πως σε ότι αφορά την τέχνη τα κριτήρια χώρια που αλλάζουν κρίνονται από την αντοχή τους στον χρόνο.

«Αν η Μαύρη Φωτιά έφερε την υπογραφή κάποιου διακεκριμένου στις δημόσιες σχέσεις καλλιτέχνη τι θα λέγατε»; Σαρκάζει, η άλλη άποψη, που συντάσσεται με το καλλιτεχνικό αντάρτικο. Και πως να μην σαρκάσει όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρείται πρωτοπορία η έκθεση στην Τέητ Γκάλερι κονσερβοποιημένων κοπράνων «καλλιτέχνη» που πλήττει περισσότερο την τέχνη από όσο το καλέμι του Φθα Εμουέ την πυραμίδα στη Σαχάρα. Βέβαια στο επιχείρημα αυτό αναπάντητη είναι η ερώτηση, πώς ο νόμιμος καλλιτέχνης θα ένοιωθε αν στο δικό του γκραφίτι χανόταν κάτω από ένα άλλο. Η συζήτηση μοιάζει και ίσως είναι ατέρμονη.

Στους νεαρούς που προχώρησαν στην καταδρομική καλλιτεχνική πράξη έχω να πω μια ιστορία. Περισσότερο για να θυμίσω -και όχι μόνο στους νεαρούς- ότι παρτιζάνικη είναι μεν η πράξη τους, δεν βλέπω όμως τίποτα πρωτοποριακό στο έργο τους, τίποτα παρθένο, κι ας στραβομουτσουνιάσουν αν θέλουν. Πριν από 26 χρόνια, ένα καλοκαίρι που έβραζε από υψηλές θερμοκρασίες και εμφύλια πολιτικά γεγονότα, ένας καλλιτέχνης στη Θεσσαλονίκη βάλθηκε να ζωγραφίσει -με όλες τις επίσημες βούλες και την τήρηση των γραφειοκρατικών νομιμοποιητικών διαδικασιών- και έφερε σε πέρας το έργο, να ζωγραφίσει την εξωτερική πλευρά του αμφιθεάτρου στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του, μια γαλαξιακού επιπέδου έκρηξη χρωμάτων, το πρώτο και μοναδικό στην Ελλάδα γκραφίτι σε δημόσιο κτίριο έχει σήμερα κυριολεκτικά βανδαλιστεί και εξαφανιστεί κάτω από επιστρώσεις ασβέστη και οι διαμαρτυρίες του Απόστολου Κιλεσσόπουλου ούτε καν ακούστηκαν. Ούτε υπουργοί έκαναν δηλώσεις, ούτε το Πολυτεχνείο καταδέχτηκε να ασχοληθεί με το θέμα, ούτε οι άλλοι καλλιτέχνες έγραψαν έστω μια αράδα, υπέρ ή κατά. Τι λένε άραγε για το θέμα οι καλλιτέχνες του δρόμου οι οποίοι ενδέχεται να μην είχαν γεννηθεί καν τότε;

Η συζήτηση αυτή κρατάει από τότε που σηκώθηκαν οι πυραμίδες. Η αληθινή τέχνη έχει τους δικούς της δρόμους αλλά αφήνει τους καλλιτέχνες να ανοίγουν και νέους. Διαθέτει επιπλέον ένα κριτήριο η δύναμη του οποίου  είναι η διαχρονικότητα. Τα ίδια ερωτήματα που έρχονται από παλιά λαμβάνουν εξίσου αρχαίες απαντήσεις. Σαν αυτή που σκάλισε επίσης στον ναΐσκο της πυραμίδας του Ζοζέρ σε γκραφίτι ένας άλλος γραφέας οποίος έγραψε σχολιάζοντας και αναθεματίζοντας ίσως τον Φθα Εμουέ: «Ήρθε ο γραφέας με τα επιδέξια δάχτυλα, ένας επιδέξιος γραφέας που όμοιός του δεν υπάρχει στη Μέμφιδα, ο γραφέας Αμενεχμέτ. Του λέω: εξήγησέ μου αυτά τα λόγια (κάποια ακαταλαβίστικα σκαλίσματα που είχε δει). Η καρδιά μου πονάει όταν βλέπω τα έργα των χεριών τους… Είναι σαν τα έργα άμυαλης γυναίκας. Ας είχαμε κάποιον που να τους καταγγέλλει πριν ακόμη μπουν στον Ναό. Αυτό που είδα ήταν σκανδαλώδες. Αυτοί δεν είναι γραφείς φωτισμένοι από τον Τοθ (θεό προστάτη των γραφέων)».

Τα στοιχεία για τα γκραφίτι προέρχονται από το βιβλίο του Lionel Casson «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο» (μτφ. Λίνα Σταματιάδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1995).

* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τα ενδεχόμενα. Του Γιώργου Κυρίτση

100 δόσεις για εμάς, 56 δόσεις για τον Γκίκα. Του Πέτρου Κατσάκου