Αρχικά είναι κρίσιμο να σημειώσω πως δεν έχω δει την ταινία -παρά μονάχα το καλοφτιαγμένο της trailer-, ούτε έχω διαβάσει το best seller της Ε. L. James στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας. Η τελευταία μου απόπειρα για «λαθροθέαση» (χωρίς κόπο) στο διαδίκτυο στέφθηκε με πλήρη αποτυχία καθώς το βίντεο που διακινείται μέσω του vimeo με τίτλο Fifty Shades of Grey, οδηγεί τελικά σε μία πεντάλεπτη προβολή των πενήντα αποχρώσεων του γκρι (με την κυριολεκτική έννοια).
Παρά τα όλα όσα, το ενδιαφέρον μου αναφορικά με την απήχηση του εν λόγω φιλμ στο κινηματογραφικό κοινό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τροφοδοτήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι το Fifty Shades of Grey αναμένεται να γίνει μία από τις εισπρακτικές επιτυχίες της φετινής κινηματογραφικής σαιζόν στην Ελλάδα. Mάλιστα, η σύμπτωση της κυκλοφορίας του με την πολιτικά πυκνή μετεκλογική περίοδο στην Ελλάδα και κατά συνέπεια στην Ευρώπη, δε στάθηκε τελικά ικανή να ανακόψει το δρόμο ενός «προδιαγεγραμμένου» ως κινηματογραφικού blockbuster. Ειδικότερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Αθηνόραμα την ταινία παρακολούθησαν περίπου 140.443 θεατές στις τέσσερις ημέρες προβολής της, αριθμός εντυπωσιακός για «άνοιγμα» ταινίας στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες και μάλιστα μεσούσης μίας κρίσιμης πολιτικής συγκυρίας.
Τί είναι αυτό όμως που έχει αναδείξει ένα σχετικά προβλέψιμο, ερωτικό –περισσότερο με την έννοια του «σεξορομάντζου»- σε εμπορική επιτυχία της χρονιάς; Δε χωρά αμφιβολία ότι η πολιτική της προώθησης της ταινίας πιστώνεται μεγάλο μέρος αυτής αλλά ταυτόχρονα δεν αποτελεί επαρκή επεξηγηματική της παράμετρο.
Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον κατάλογο των αιθουσών που προβάλλουν την ταινία στην Αθήνα διαπιστώνεται ότι την μερίδα του λέοντος την έχουν οι πολυκινηματογράφοι, χωρίς να αποκλείονται όμως και άλλες αίθουσες που δεν εντάσσονται στην κατηγορία αυτή. Αυτό προφανώς μπορεί να δηλώνει αρκετά και για τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της σύνθεσης του κοινού που μέχρι σήμερα έχει παρακολουθήσει την ταινία.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι της παρουσίασης της κινηματογραφικής μεταφοράς στις ελληνικές αίθουσες είχε προηγηθεί η εντυπωσιακή εμπορική διαδρομή του βιβλίου στις προθήκες εγχώριων βιβλιοπωλείων και «επιλεγμένων» πολυκαταστημάτων. Το βιβλίο της E.L. James Fifty Shades of Grey, το οποίο έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και των οποίων και τα ελληνικά (εκδόσεις Πατάκη) είναι το πρώτο μέρος μίας τριλογίας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2011 ως αυτοέκδοση και κατέληξε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να χαρακτηριστεί παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο. Η εκδοτική περίπτωση αφήνει περισσότερα περιθώρια για κατηγοριοποίηση της μεταφρασμένης εκδοχής του έργου δεδομένης και της τάσης που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια με την έκδοση εκτενών σειρών βιβλίων «ελαφριάς» λογοτεχνίας που ως περιεχόμενο συνδυάζουν τον ερωτισμό με το «γνήσιο» λαϊκό μελόδραμα.
Ειδικότερα, όμως ως προς το περιεχόμενο: Η ταινία περιγράφεται ως ένα εγχείρημα εικονοποίησης των «θηλυκών» σεξουαλικών φαντασιώσεων, όπως αντίστοιχα και το βιβλίο, η εμπορική επιτυχία του οποίου θεμελιώθηκε εν πολλοίς στην προσδοκία της περιγραφής μιας πολύπλευρης σεξουαλικής και ερωτικής σχέσης. Παρά το γεγονός όμως ότι περιλαμβάνονται, όπως αντίστοιχα και στο βιβλίο, αρκετές ερωτικές σκηνές, το φιλμ εν τέλει δεν κατατάσσεται στην πορνογραφία. Όταν μάλιστα πληροφορούμαστε ότι στα δύο επόμενα μέρη της τριλογίας η έκβαση του πολυτάραχου πάθους καταλήγει σε σύναψη γάμου και δημιουργία οικογένειας γίνεται σαφές ότι πρόκειται μάλλον για μια τυπική κινηματογραφική αφήγηση στο πλαίσιο του κινηματογράφου του Χόλυγουντ, όπου αποκαθίσταται πλήρως το κυρίαρχο καθεστώς φύλου. Εξάλλου, σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη, αχαρτογράφητη σχεδόν περιοχή «πραγματικής» πορνογραφίας στο διαδίκτυο η οποία διευρύνει ολοένα και περισσότερο την πρόσβαση στην θέαση του σεξ, εξαλείφοντας αποκλεισμούς φύλου, φυλής σεξουαλικού προσανατολισμού, τάξης και ηλικίας, το ενδιαφέρον για την συστηματική διερεύνηση των χαρακτηριστικών της οποίας από έμφυλη και κοινωνική σκοπιά είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερο.
Μια βιαστική μελέτη των περιλήψεων της ιστορίας του Fifty Shades of Grey (ο αγγλόφωνος τίτλος σαφώς παραπέμπει στο όνομα του κεντρικού ανδρικού χαρακτήρα, του κ. Γκρέι) αναδεικνύει εύκολα διάφορες αφέλειες του περιεχομένου της αφήγησης αναφορικά με ζητήματα που εκτείνονται από την σεξουαλική επιθυμία ως την ψυχική υγεία. Το δίχως άλλο, το φιλμ αναπαράγει στερεότυπα που αφορούν το φύλο και την σεξουαλικότητα αλλά και που σχετίζονται με μια στρεβλή εκλαϊκευμένη ανάγνωση της κλασικής θεωρίας για την σεξουαλικότητα του Φρόυντ: η συναισθηματική εξάρτηση από τον πρώτο εραστή (διακορευτή), η συναισθηματική ανικανότητα, το δίπολο βίας-ηδονής κοκ.
Αρά λοιπόν δικαιολογείται το εν λόγω φιλμ να είναι πηγή φεμινιστικής διαμάχης; Θα μπορούσε να υποκινήσει εκ νέου έναν φεμινιστικό «sex war», αντίστοιχο με αυτόν στον οποίο ενεπλάκησαν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα (κυριότερα στις ΗΠΑ); Προφανώς, είναι αλήθεια ότι σε μια εποχή κατά την οποία η εμβάθυνση της κοινωνικής κρίσης εντείνει φαινόμενα έμφυλης βίας (βιασμοί, ενδοοικογενειακή βία, παγκόσμια δίκτυα διακίνησης ανθρώπων με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευση κα) η περιγραφή μιας διαδικασίας σεξουαλικής αφύπνισης μίας νεαρής γυναίκας μέσα από παιχνίδια βίας –σαν κι αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο και αντίστοιχα αναπαρίσταται στην οθόνη- μάλλον οδηγεί σε λάθος κυρίαρχα συμπεράσματα και αναμφίβολα υπονομεύει την συνομολογημένη ανάγκη για μια πολιτική για την εξάλειψη της σεξιστικής βίας. Από την άλλη, είναι μάλλον υπερβολική η μονοθεματική καταγγελία του «ελαφρού» εν τέλει Fifty Shades of Grey, όταν αυτό αποτελεί ένα ακόμη προϊόν του κυρίαρχου οπτικού πολιτισμού, ο οποίος βρίθει στερεοτύπων για το έμφυλο σύστημα σχέσεων καθώς και για τις πρακτικές επιτέλεσης της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας. Πρόκειται για μια οπτική κουλτούρα που παραμένει βαθιά επιδραστική σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον παθητικής θέασης μιας μονόπλευρης αναπαράστασης της ζωής.
