Μεταξύ συμβολικής νεότητας, πολιτικής συναισθηματικότητας και κινηματικής ‘αύρας’. Του Μιχάλη Ψημίτη*
Το ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας θα ενθάρρυνε και θα ενίσχυε εκ των πραγμάτων (αλλά και από επιλογή) την ενεργοποίηση και αναζωογόνηση πολλαπλών κοινωνικών κινημάτων, είναι κάτι που είχαμε προβλέψει και ευχηθεί πριν από καιρό (ΕΠΟΧΗ 11 Νοεμβρίου 2012). Φυσικά, η πρόβλεψη μένει ακόμη να επαληθευτεί, ίσως επειδή η ταύτιση μεταξύ αριστερής κυβέρνησης και αριστερής διακυβέρνησης δεν είναι πάντα τόσο αυτονόητη. Όμως είναι φυσικό να σκεφτεί κανείς πως ολόκληρη η δομή πολιτικών ευκαιριών (πολιτικο-κοινωνικές συνεργασίες, ταξικά μεροληπτικές κρατικές ρυθμίσεις, θεσμικές πολιτικές, νομικό καθεστώς, κοινωνικές συμμαχίες, υποχώρηση κατασταλτικών πρακτικών) θα ανανεωθεί και θα επηρεαστεί θετικά υπέρ των κινημάτων από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει την πολιτική διακυβέρνηση. Ας πούμε, μεταρρυθμίζοντας το νομικό πλαίσιο και τους πόρους που απαιτούνται για τις δυνατότητες εργατικής αυτοδιαχείρισης, τις συλλογικές συμβάσεις, το καθεστώς λειτουργίας των δικτύων αλληλέγγυας οικονομίας, την αυτοοργάνωση των συλλογικοτήτων κοκ. Ή ευνοώντας τη συγκρότηση νέων σχέσεων εξουσίας και σύγκρουσης με κυρίαρχα συμφέροντα μέσω ισχυρής συνεργασίας κυβέρνησης και κινημάτων.
Σήμερα όμως θέλω να γράψω για μια διαφορετική όψη της συσχέτισης μεταξύ αριστερής (δια)κυβέρνησης και κινηματικής δυναμικής. Έχω την εντύπωση ότι, μακριά από τα όποια θεσμικά δεδομένα της πολιτικής μεταβολής, σήμερα έχει ήδη τεθεί σε κίνηση εντός της ελληνικής κοινωνίας ένας υπόγειος και βαθύτερος μετασχηματισμός της βιοπολιτικής μας πραγματικότητας. Και μάλιστα τέτοιος που μοιάζει ικανός να κλονίσει το ισχύον πρότυπο βιοεξουσίας και ελέγχου των συνειδησιακών και συναισθηματικών πηγών του βίου μας, καθώς και των κοινωνικών μας αντανακλαστικών. Ας γίνω σαφέστερος.
Η νεότητα ως κατάσταση ζωής συνιστά ένα σημαντικό βιοπολιτικό δεδομένο, υπό την έννοια ότι αναφέρεται τόσο σε μια βιολογικά προσδιορισμένη περίοδο της ζωής του ανθρώπου όσο και σε μια στάση ζωής με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο πεδίο των σχέσεων κυριαρχίας. Στη θεωρία της κοινωνικής ψυχολογίας που προσανατολίζεται στην ανάλυση των συλλογικών συγκρούσεων, η νεότητα περιγράφεται ως μια εν δυνάμει συνθήκη πολιτισμικής αντίθεσης στην καπιταλιστική ορθολογικότητα και ειδικότερα στην ορθολογική εργαλειακότητα του καπιταλισμού. Σε συνθήκες συγκρουσιακής συλλογικής δράσης οι νέοι υπερασπίζονται το δικαίωμα να ζουν για το παρόν, χωρίς σχέδιο ή να συμμετέχουν σε σχέδια ζωής μέσω επιλογής και όχι μέσω απόδοσης ρόλων. Σύμφωνα με τον Μελούτσι: «Το να είσαι νέος στη σύγχρονη κοινωνία παύει να είναι μια βιολογική κατάσταση και όλο και περισσότερο ορίζεται με πολιτισμικούς όρους. Οι άνθρωποι είναι νέοι όχι επειδή έχουν μια ορισμένη ηλικία, αλλά επειδή συμμετέχουν σε μια κουλτούρα ή ένα στιλ ζωής, επειδή ζουν σε μια κατάσταση αναστολής των υποχρεώσεων, των χρονοδιαγραμμάτων, και των κανόνων της ενήλικης ζωής. Η νεότητα ως συμβολική κατάσταση προϋποθέτει τη δυνατότητα και το δικαίωμα του αναπροσδιορισμού, της μεταβολής και της αντιστροφής των επιλογών. Αυτό το πρόβλημα αφορά όχι μόνο τους νέους αλλά και την κοινωνία ευρύτερα»[1].
Βέβαια, η διεκδίκηση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής πολιτισμικής παράδοσης που οδηγεί τα άτομα να διαμορφώνουν το φάσμα των δυνητικών τους επιλογών μέσα από το ‘χτίσιμο’ λίγο πολύ αυστηρά δομημένων ρόλων. Στο πλαίσιο αυτό, το φάσμα των επιλογών του ατόμου περιορίζεται στα στενά όρια των κοινωνικά προσδοκώμενων συμπεριφορών που απορρέουν από την ‘ανάληψη’ των αντίστοιχων ρόλων που επιτρέπουν συμπεριφορές σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες και ετεροπροσδιοριζόμενες. Αυτή η διαπίστωση εξηγεί γιατί οι νέοι, για να διευρύνουν το φάσμα των δυνητικών τους επιλογών πέραν εκείνων που τους ‘προσφέρει’ το σύστημα, οφείλουν να αμφισβητήσουν ενεργά την πολιτισμική παράδοση που χτίζει περιχαρακωμένους ρόλους εντός των οποίων τους εγκλωβίζει βιωματικά. Όπως είναι φυσικό, στο μέτρο που αμφισβητούνται οι κοινωνικά θεσπισμένοι συμπεριφορικοί κανόνες που απορρέουν από στενούς και παγιωμένους ρόλους, η προκύπτουσα καταστροφή της παράδοσης από τη μια πλευρά ενισχύει το φάσμα των εφικτών επιλογών του ατόμου, ενώ από την άλλη αποδυναμώνει τη σχέση του με την κατεστημένη πραγματικότητα στο πεδίο των σχέσεων εξουσίας και, εύλογα, προκαλεί κοινωνικές συγκρούσεις που εστιάζονται σε ζητήματα διεκδίκησης δικαιωμάτων[2]. Έτσι, τα κινήματα των νέων αμφισβητούν τους θεσμισμένους κοινωνικούς κανόνες της συνέχειας, της συμμόρφωσης και της προβλεψιμότητας, αντιπροτείνοντας βιωματικούς κανόνες βασισμένους στην απροσδιοριστία, στην ασυνέχεια και στον αυτοπροσδιορισμό.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο προκαλεί φόβο και απόρριψη εκ μέρους των θεσμικών συστημάτων της κοινωνίας (κρατικοί μηχανισμοί, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, συστήματα εκπαίδευσης, καθεστωτικά μίντια) όταν κινήματα των νέων εμφανίζονται στο προσκήνιο. Δηλαδή, η εγγεγραμμένη στα πολιτισμικά αντανακλαστικά της νεολαίας αμφισβήτηση των θεσμών και των θεσμισμένων κανόνων συνύπαρξης κλονίζει συθέμελα τις ισορροπίες ενός κοινωνικού σχηματισμού, επειδή δείχνει να υπονομεύει εξ ορισμού τους παραδεκτούς τρόπους προσέγγιση των υπαρκτών σχέσεων εξουσίας. Πράγματι, για κάθε εμπεδωμένη μορφή εξουσίας, διεκδικήσεις δικαιωμάτων όπως ο βιωματικός αυτοπροσδιορισμός, η πολιτισμική ασυνέχεια, ο εμπλουτισμός και η αντιστροφή των ατομικών κα συλλογικών επιλογών συνιστούν άκρως απειλητικές συμπεριφορές για τα όρια συμβατότητας του συστήματος, ακριβώς επειδή δεν εντάσσονται σε ένα λογικά αποδεκτό ορίζοντα θεσμικής προβλεψιμότητας των τελικών συνεπειών τους. Το σύστημα εξουσίας δηλαδή δεν αισθάνεται ικανό να διαχειριστεί προκαταβολικά και αποτελεσματικά σεισμικές πολιτισμικές και πολιτικές δονήσεις τέτοιου τύπου.
Όμως, τι γίνεται όταν μιλάμε πλέον όχι για τη βιολογική αλλά για τη συμβολική νεότητα; Και πώς αυτή συνδέεται με την ελληνική περίπτωση; Είδαμε την άποψη του Μελούτσι για τη νεότητα ως συμβολική κατάσταση. Μια τέτοια πολιτισμική κατάσταση προϋποθέτει αφενός την βιωματική αποδέσμευση του βιολογικά ώριμου ανθρώπου από τα κοινωνικώς αποδεκτά συνειδησιακά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά που του έχουν αποδοθεί με θεσμικό τρόπο (μέσα από τη σχολική παιδεία, την οικογενειακή ανατροφή και τα πολλαπλά διοικητικά τελετουργικά ενηλικίωσης ή εξαναγκαστικής ωρίμανσης) και εξακολουθούν να του αποδίδονται μέσω του κοινωνικού ελέγχου. Αφετέρου, προϋποθέτει μια αναστολή των υποχρεώσεων, των χρονοδιαγραμμάτων, και των κανόνων της ενήλικης ζωής. Δεν έχει σημασία αν η αποδέσμευση και η αναστολή είναι προσωρινές ή διαρκείς. Το σημαντικό είναι ότι όταν συντελούνται φαίνονται να ανατρέπουν την εικόνα του κόσμου και του εαυτού, προσφέροντας ένα άλλο υπόδειγμα κατανόησής τους. Έτσι, ο κόσμος από δεδομένος και ακλόνητος γίνεται συζητήσιμος και «σαθρά δομημένος» και εξ αυτού αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον αλλάξουμε, ενώ ο εαυτός από ενήλικος και ορθολογικά ρεαλιστής γίνεται νέος και απρόβλεπτος με αποτέλεσμα π.χ. να μην αναγνωρίζει «ειλημμένες υποχρεώσεις». Κάπως έτσι, όμως, το δημόσιο χρέος απο-ηθικοποιείται και η ύπαρξή του τείνει να εξηγείται τώρα με τις απλές αναλυτικές κατηγορίες της κριτικής πολιτικής και οικονομικής επιστήμης –έστω και σε απλουστευτική μορφή- και όχι πια με τις μεταφυσικές επικλήσεις της ηθικής ενοχής του χρεωμένου λαού.
Σημειώνει ο Graeber: «Αν μας δείχνει κάτι η ιστορία, αυτό είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να νομιμοποιήσεις σχέσεις που βασίζονται στη βία, να κάνεις αυτές τις σχέσεις να δείχνουν ηθικές, απ’ το να τις αναπλαισιώσεις στη γλώσσα του χρέους – ιδίως, επειδή αυτό δημιουργεί αυτομάτως την εντύπωση ότι το θύμα είναι αυτό που κάνει κάτι μεμπτό»[3]. Στην περίπτωσή μας, η συμβολική νεότητα -που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αναδεικνύεται σε σημαντική (και, επί του παρόντος, πλειοψηφική) πολιτισμική στάση εντός του κοινωνικού σώματος, ανεξάρτητα από τι ψήφισαν οι εν λόγω «συμβολικά νέοι»- κάνει ακριβώς αυτό: με το να απο-ηθικοποιεί τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση περί του χρέους και να απενοχοποιεί τα θύματα, μετατοπίζει την εστίαση της νέας αφήγησης σε ζητήματα αδικίας, αξιοπρέπειας και εκμετάλλευσης. Έτσι, καταργεί ουσιαστικά το βασικότερο εμπόδιο στη δημιουργία κοινωνικών κινημάτων που είναι ο φόβος και ρίχνει στη «μηχανή» των κινημάτων τα τρία καλύτερα συναισθηματικά λιπαντικά: το θυμό, τον ενθουσιασμό και την ελπίδα. Με λίγα λόγια, γινόμαστε ξαφνικά (αλλά σαν έτοιμοι από καιρό) ένας λαός από βιοπολιτική άποψη «ανώριμος». Ένας λαός που αποσείει συστημ(ατ)ικά καλλιεργημένες συλλογικές ενοχές, αρνείται να συνεχίσει να ετεροπροσδιορίζεται, απορρίπτει τη λογική συνέχεια και το προβλέψιμο τέλος της ιστορίας στην οποία εμπλέκεται. Και το βασικότερο, απορρίπτει και αντιστρέφει προηγούμενες πολιτικές επιλογές . Τώρα, δηλαδή, στην ιστορία του δεν εμπλέκεται άθελά του σαν ώριμος ενήλικας: πρωταγωνιστεί συνειδητά με τα όπλα μιας νεανικής πολιτισμικής συνθήκης που διεκδικεί και παλεύει. Κάνει πράξη μια βιοπολιτική αποδέσμευση των σωμάτων, των συνειδήσεων και των συναισθημάτων. Αποδέσμευση από τις βιωματικές αγκυλώσεις ενός ‘πραγματισμού’ που από καιρό μύριζε αποσύνθεση και σαπίλα.
Ένα απελευθερωτικό συλλογικό ξέσπασμα λαμβάνει χώρα και παίρνει τον χαρακτήρα της επανιδιοποίησης του χρόνου («επιτέλους ανασαίνουμε! «Επιτέλους ξαναζούμε!)», αποκαθιστώντας, πολύ πέρα από τα θεσμισμένα όρια της απλής βιολογικής ηλικίας, μια ευαίσθητη βιωματική σχέση με τη χρονική παράμετρο, με το τώρα. Υπό την έννοια αυτή, κεντρική επιδίωξη του θεσπισμένου συστήματος εξουσίας εντός και εκτός της χώρας είναι πλέον μια όσο γίνεται γρηγορότερη «ενηλικίωση» του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι ώστε να αποδεχθεί το συντομότερο δυνατό τη φωνή της λογικής, τη λογική του ρεαλισμού και να προσχωρήσει στους κατεστημένους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτή η ασύμβατη με τους κανόνες μορφή αριστερής πολιτικής διακυβέρνησης που επικαλείται αξίες όπως η αξιοπρέπεια ως κριτήριο της ανθρώπινης ευτυχίας, που αναδεικνύει την αδικία, την κοινωνική ανισότητα και την εκμετάλλευση σε βασικές πηγές της δυστυχίας των ανθρώπων, αυτή η μορφή πρέπει να εκφυλιστεί σε υποτακτικά σώφρονες πολιτικές, ορθολογικές επιλογές, ώριμες πρακτικές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στη λογική του νεοφιλελεύθερου ρεαλισμού οφείλει να μπει στο πετσί του ρόλου του ως «υπεύθυνης κυβέρνησης» έτσι ώστε μακροπρόθεσμα να αποτραπούν επικίνδυνες συνάψεις μεταξύ θεσμικών πολιτικών και αναγκών «των από κάτω». Από την άλλη σκοπιά, εκείνη της αριστερής ριζοσπαστικής δημοκρατίας, από τη στιγμή που συλλαμβάνουμε την αύρα καινούργιων κινημάτων που παραμονεύουν στις ανεξέλεγκτες πτυχές της συμβολικής μας νεότητας, έχουμε έναν πολύ καλό λόγο για να παλέψουμε να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ «ανώριμος», «ανεύθυνος», «μη ρεαλιστής» και «επικίνδυνος για τη χώρα»! Γιατί αν, όπως υποστηρίζει ο Castells, το πραγματικό big bang ενός νέου κοινωνικού κινήματος ξεκινά με το μετασχηματισμό του συναισθήματος σε δράση[4], τότε βρισκόμαστε ήδη σε διαδικασία έναρξης κινηματικού big bang!
*Ο Μιχάλης Ψημίτης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου Αιγαίου
Photo Credit: Konstantinos Tsakalidis / SOOC
[1] Melucci, Alberto 1994: “A Strange kind of Newness: What’s “New” in New Social Movements?”. In E. Laragna, H. Johnston & J. Gusfield (eds.) New Social Movements. From Ideology to Identity. Philadelphia: Temple Univ. Press, σελ. 118.
[2] McDonald, Kevin 1999: Struggles for Subjectivity: Identity, Action, and Youth Experience. Cambridge: Cambridge University Press.
[3] Graeber, David 2013: Χρέος. Τα Πρώτα 5.000 Χρόνια. Αθήνα: Στάσει εκπίπτοντες, σελ. 14-15.
[4] Castells, Manuel 2012: Networks of Outrage and Hope. Social Movements in the Internet Age. Cambridge: Polity Press, σελ 13.