Παρά τη βαρύτητα που είχε η στρατιωτική και οικονομική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, η δυναμική του εμφύλιου πολέμου διαμορφώθηκε από τις πολιτικές εδαφικότητας των δύο αντιπάλων. Ο ΔΣΕ επεδίωξε να εδραιώσει την κυριαρχία του στη Βορειοδυτική Ελλάδα και σε εκείνη την περιοχή συγκέντρωσε τις δυνάμεις του. Στις υπόλοιπες περιοχές υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει εδάφη και πληθυσμούς, για να διαφυλάξει τις δυνάμεις του. Η κυβέρνηση, έχοντας υπό τον έλεγχό της τις πόλεις και τις πεδινές περιοχές, επεδίωξε να επεκτείνει την κυριαρχία της στις ορεινές, που βρίσκονταν ή απειλούνταν να τεθούν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Αποφασιστικής σημασίας για τον έλεγχο του ορεινού χώρου από τις κυβερνητικές δυνάμεις, εκτός των ίδιων των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ήταν η εκκένωση των χωριών από το στρατό, μια κυριολεκτικά τεράστια επιχείρηση πληθυσμιακής μηχανικής. Η μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών στις πόλεις είχε σοβαρές συνέπειες για τον ΔΣΕ. Η ερήμωση εκτεταμένων περιοχών στην ύπαιθρο του στέρησε την κοινωνική βάση που θα επέτρεπε την περαιτέρω ανάπτυξή του. Έχασε τις μελλοντικές δεξαμενές στρατολόγησης, τις πηγές τροφοδοσίας και τα δίκτυα πληροφοριών. Με τη μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών στις πόλεις το κράτος έθεσε υπό τον έλεγχό του μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της υπαίθρου, το οποίο μέχρι τότε θεωρούνταν πιθανότατα εχθρικό προς την κυβέρνηση, και, ταυτόχρονα, το υπέβαλε σε σχέση εξάρτησης από το κράτος, στο βαθμό που η επιβίωση των εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών προσφύγων βασιζόταν στην κρατική βοήθεια.
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένας πόλεμος της υπαίθρου, και μάλιστα των ορεινών περιοχών. Πίσω από αυτήν τη διαπίστωση κρύβεται μια άλλη, σύμφωνα με την οποία, όπως σωστά έχει επισημανθεί και σε άλλες μελέτες, ο πληθυσμός των πόλεων και η Αριστερά των πόλεων έμειναν μακριά από τη σύγκρουση. Εάν η επιτυχία των επαναστάσεων στηρίζεται στη σύμπηξη κοινωνικών συμμαχιών ανάμεσα στα αγροτικά και τα αστικά στρώματα, αυτή η συμμαχία στην περίπτωση του ελληνικού εμφύλιου πολέμου δεν τελεσφόρησε. Η Αριστερά των πόλεων έμεινε έξω από την ένοπλη σύγκρουση για δύο λόγους. Πρώτον, το ασφυκτικό πλαίσιο των εκτάκτων μέτρων, η αστυνομοκρατία, η βίαιη χειραγώγηση του συνδικαλιστικού κινήματος από την κυβέρνηση και οι μαζικές συλλήψεις εξουδετέρωσαν τα συνδικάτα και διέλυσαν τις οργανώσεις της Αριστεράς στις πόλεις. Ο συνδυασμός νόμιμης πολιτικής δράσης στις πόλεις και ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο αποδείχτηκε αλυσιτελής· στην πράξη ο ένοπλος αγώνας περιόρισε όλο και περισσότερο τα περιθώρια πολιτικής δράσης και έγινε τελικά ο μοναδικός τρόπος δράσης. Δεύτερον, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ήταν πολύ λιγότερο εξοικειωμένοι με το αντάρτικο σε σχέση με τους κατοίκους της υπαίθρου, που είχαν την εμπειρία του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ. Το αντάρτικο μπορεί να προκαλούσε το θαυμασμό των αριστερών της Αθήνας, αλλά δεν αποτελούσε οικεία μορφή δράσης· ο κόσμος των βουνών παρέμενε μακρινός και απρόσιτος.
Ο ΔΣΕ, όπως οι περισσότεροι επαναστατικοί στρατοί στον 20ό αιώνα, ήταν ένας στρατός αγροτών. Αυτό θα πρέπει να στρέψει την προσοχή μας στο γεγονός ότι μέσα σε διάστημα λίγων ετών τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του επαναστατικού υποκειμένου δεν μένουν σταθερά, αλλά αλλάζουν. Μία από τις βασικές μέριμνες της κομματικής ηγεσίας μετά την Απελευθέρωση ήταν η αποκατάσταση του ταξικού χαρακτήρα του κόμματος, ο οποίος είχε αλλοιωθεί στα χρόνια της Κατοχής με την προσχώρηση σε αυτό κυρίως αγροτών, αλλά και υπαλλήλων, επαγγελματιών κ.ά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, και για να τονωθεί ο προλεταριακός χαρακτήρας του ΚΚΕ ως κόμματος της εργατικής τάξης, οι αγρότες που ήταν κομματικά μέλη «μεταφέρθηκαν» στο ΑΚΕ. Λίγα χρόνια αργότερα, στον εμφύλιο πόλεμο, το κόμμα αποτελούνταν ξανά κυρίως από αγρότες, καθώς οι οργανώσεις των πόλεων είχαν διαλυθεί και τα μέλη τους είχαν φυλακιστεί ή αδρανοποιηθεί. Η «αγροτοποίηση» του υποκειμένου φαίνεται στην κοινωνική σύνθεση του ΔΣΕ, στην κουλτούρα και τις αξίες που καλλιεργούνταν μεταξύ των ανταρτών, στην αρθρογραφία των εφημερίδων του, στα μέτρα της ΠΔΚ. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο ΔΣΕ άλλαξε στη διάρκεια του Εμφυλίου. Οι παλαιοί καπετάνιοι του ΕΛΑΣ παραμερίστηκαν, στη λογική της στρατιωτικοποίησης του ΔΣΕ, ενώ εξαιτίας της πορείας του πολέμου αυξήθηκε το ειδικό βάρος των γυναικών και των Σλαβομακεδόνων. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο δεν έμεινε στατικό και ενιαίο, αντίθετα, άλλαξε από την ίδια τη δυναμική και την εξέλιξη του εμφύλιου πολέμου.
Το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ διέγραψαν μια πορεία συρρίκνωσης της δύναμής τους στα χρόνια του Εμφυλίου. Αυτή η κάμψη εκδηλώθηκε πρώτα στις πόλεις, με την εκμηδένιση της πολιτικής δράσης της Αριστεράς, εξαιτίας της καταστολής, και στη συνέχεια στην ύπαιθρο, με την μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών από το στρατό. Παράλληλα, η βοήθεια των σοσιαλιστικών χωρών, η οποία έπαιξε ρόλο στην απόφαση της ηγεσίας του ΔΣΕ να κλιμακώσει τον εμφύλιο πόλεμο το χειμώνα του 1946, ποτέ δεν ήταν τέτοιας έκτασης ώστε να του επιτρέψει να γίνει ένας καλά εξοπλισμένος, μαζικός λαϊκός στρατός. Με τη βοήθεια που λάμβανε μπορούσε να συνεχίζει να πολεμά, αλλά δεν μπορούσε να νικήσει. Η αδυναμία του να αυξήσει τις δυνάμεις του και η προσφυγή στην πρακτική της στρατολογίας έδειχναν τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του και την εξασθένηση της κοινωνικής δυναμικής της επανάστασης. Η «φυγή προς τα εμπρός» του ΚΚΕ αποδείχτηκε αδιέξοδη. Η αδιαλλαξία της κυβέρνησης και των Ηνωμένων Πολιτειών απέκλειε την αναζήτηση ενός ειρηνικού συμβιβασμού και καθιστούσε τον ένοπλο αγώνα μονόδρομο, την ίδια στιγμή που η κλιμάκωση του στρατιωτικού αγώνα επιδείνωνε τη θέση του ΔΣΕ· όσο συνέχιζε τη στρατιωτική σύγκρουση τόσο έχανε δυνάμεις, εδάφη και κοινωνική υποστήριξη. Ο εγκλωβισμός του στα απομακρυσμένα, φτωχά ορεινά εδάφη της Βορειοδυτικής Μακεδονίας αποτυπώνει ανάγλυφα τα όρια της κοινωνικής δυναμικής του και επισφραγίζει την αποτυχία της επανάστασης.
πηγή: Rednotebook.gr
