Των Γιώργου Σπυριδάκη και Δημήτρη Λαβατσή
Ο φασισμός και τα φασιστικά κόμματα δεν είναι κακά γενικώς και αορίστως .
Αποτελούν ενέργημα, υποστηριζόμενο διαρκώς και αδιαλείπτως, του μεγάλου κεφαλαίου. Τη δική του φωνή εκπροσωπούν, τα δικά του συμφέροντα υπερασπίζουν. Τα φασιστικά κόμματα σε ακμάζουσες αστικές δημοκρατίες αφήνονται να φυτοζωούν, αλλά ανασύρονται από την αδράνεια σε περιόδους κρίσης του αστισμού.
Η Χρυσή Αυγή που εκφράζει σε αυτήν την περίοδο το τμήμα του φτωχού ταγματαλητισμού, ένα κομμάτι της λαϊκής δεξιάς ιστορικά προσδεμένο στον φασισμό από την δεκαετία του ’40 αποτελεί τυπική περίπτωση αυτής της ανάσυρσης.
Δύο πράγματα είναι σταθερά στον πολιτικό λόγο της Χ.Α:
Η αδιάκοπη εναντίωση απέναντι σε καθετί ανθρώπινο, αλληλέγγυο, μαχητικό και αξιοπρεπές υπάρχει μέσα στην ελληνική κοινωνία. Και η εργολαβική υποστήριξη των συμφερόντων του εφοπλιστικού – εκδοτικού συμπλέγματος. Αυτό έχει αποδειχθεί και αριθμητικά μέσα από το κοινοβουλευτικό “έργο” της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις ήταν τα σενάρια που ξεπήδησαν – διοχετεύθηκαν στο κοινό χθες για πιθανή στήριξη των νεοναζιστών της Χ.Α. στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή. Σενάρια των οποίων η προέλευση δεν βρίσκεται στον κόσμο της πολιτικής, αλλά γεννήθηκαν στην ιδεολογική μήτρα της σύγχρονης οικονομικής ολιγαρχίας, στο εκδοτικό σκέλος του σύγχρονου και πολυπλόκαμου ολιγαρχικού συμπλέγματος. Προσθέτουν ένα ακόμη επεισόδιο στην κωδικοποιημένη συζήτηση μεταξύ συμφερόντων και αστών πολιτικών: είναι μια προσπάθεια να υπενθυμίσουν επιθετικά στους δεύτερους σε ποιους οφείλουν την ύπαρξή τους και ποιους εκπροσωπούν.
Με άλλα λόγια, η κλασική μαζική επικοινωνία χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης στους παραδοσιακούς εντεταλμένους του εκδοτικού συμπλέγματος, δηλαδή αστούς πολιτικούς του διαμετρήματος ενός Μητσοτάκη, μιας Μπακογιάννη, ενός Παυλόπουλου, αν θέλουμε να αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα από το στοχευόμενο πολιτικό φάσμα.
Σε ένα τεκτονικά μεταβαλλόμενο κοινωνικοπολιτικό τοπίο οι σχέσεις – αμφίδρομες πάντα!- πατρωνίας ανάμεσα στο αστικό οικονομικό σύστημα και τους εκπροσώπους τους τείνουν να μεταβάλλονται . Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος της υπενθύμισης των πατρώνων προς τους εκπροσώπους τους, εξ’ ου και η οργισμένη αντίδραση μιας εμβληματικής οικογένειας, του Μητσοτακέικου, που πολιτεύεται πάνω από 60 χρόνια με βάση τις ανάγκες και την διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Και επειδή «όσο ψηλώνουν οι φράχτες βελτιώνονται και οι άλτες» οι εξελίξεις των επομένων ημερών είναι πιθανόν να αναδείξουν αυτήν την διαδικασία μεταβολών άμεσα. Σε κάθε περίπτωση η αρχή έγινε με τις δύο χιτλερικές ψήφους και δεν ακυρώνεται. Το εύρος αυτών των μεταβολών δεν έχει να κάνει τόσο με τις «δημοκρατικές ευαισθησίες» των βουλευτών του μνημονιακού τόξου. Αυτές «εφόσον δεν γίνεται αλλιώς» διατίθενται να θυσιαστούν, παρά τις συντεχνιακές δυσκολίες, για να έχουμε «σταθερότητα».
Το αν θα υπερισχύσει το «εφόσον δεν γίνεται αλλιώς» καθορίζεται εν τέλει από το κατά πόσον τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του κοινωνικού σώματος είναι ισχυρά ώστε να εμποδίσουν την συμπόρευση. Μόνο αυτά φοβούνται τόσο ο Δήμας όσο και οι Μητσοτάκηδες…μόνο αυτά μπορούν να «φωνάξουν» στους ίδιους ότι θα καταστούν αναλώσιμοι και στους πάτρωνες τους ότι η αντικατάσταση δεν θα ευτυχήσει.
Συμπερασματικά, η Χ.Α. είναι τμήμα της πολιτικής εκπροσώπησης του κεφαλαίου, θα έλεγα είναι ο πολιτικός βραχίονας του σε περιόδους δομικής κρίσης. Οι σχέσεις πολιτικής πατρωνίας μεταβάλλονται και ένα τμήμα της “δουλειάς” ανατίθεται σε ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς, αφού οι αστοί πολιτικοί δεν καταφέρνουν να ηγεμονεύσουν ή απλά να πλειοψηφήσουν σε κοινοβουλευτικές ή μη δοκιμασίες.
Αυτή όμως η διαδικασία δεν είναι αυτόματα νομιμοποιημένη. Η συναινετική είσοδος της Χ.Α. στο κέντρο της πολιτικής σκηνής χρειάζεται χρόνο, για την ακρίβεια χρόνια. Στη μεσοπολεμική Γερμανία τους πήρε χρόνια να επιβάλουν το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα ως πολιτικό σχηματισμό που δυνητικά περιλαμβάνει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Η κοινωνία χρειάστηκε χρόνο για να απορροφήσει το λόγο των ναζιστών σαν κάτι που δεν ήταν, σαν “μη ακραίο”. Δεν μπορεί να γίνει αυτό σε μερικές ημέρες, ειδικά τη στιγμή που Χ.Α. είναι φυλακισμένη και η δημοφιλία της παρουσιάζει τάσεις μείωσης.
Το πόσοι από τη Χ.Α. θα ψηφίσουν, αν ψηφίσουν, είναι καθαρά αποτέλεσμα των σχεδιασμών των αφεντικών της Χ.Α. αλλά και της δυνατότητας που έχουμε εμείς ως κοινωνία να απονομιμοποιούμε διαρκώς στον ρηματικό – συμβολικό και κινηματικό άξονα της πολιτικής όσα σχεδιάζονται.
