Ακούω συχνά σε συζητήσεις με περιεχόμενο την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί η χώρα τα τελευταία χρόνια, παρατηρήσεις που έχουν να κάνουν με το πόσο διαφορετικό είναι τόσο το βίωμα της κρίσης όσο και η έκφρασή της σε σχέση με τα όσα έχουν ζήσει περασμένες γενιές. Πόσο διαφορετικός είναι ο φτώχος, ο ανέστιος, ο πεινασμένος και ο διωκόμενος από τους κυνηγημένους, άστεγους και υφιστάμενους βία περασμένων καιρών. Πόσο, δηλαδή, η καλούμενη νεωτερικότητα έχει εγκαταστήσει ένα σκηνικό στο οποίο με δυσκολία ξεχωρίζεις στους δρόμους τα θύματα από τους θύτες. Η λογική όσων υποστηρίζουν αυτή τη θέση κατατείνει στο συμπέρασμα ότι άλλο πράγμα ήταν τα βάσανα των γονιών και των παπούδων μας, τα σημερινά είναι υποδεέστερα. Υποστηρίζω ακριβώς το αντίθετο και, εντοπίζω την διαφορά που υπάρχει, στο γεγονός πως, όντως, το σκηνικό έχει αλλάξει αλλά έχει γίνει αποκρουστικότερο. Σήμερα η εξορία έχει ατομικά χαρακτηριστικά, είναι «περιπτώσεις», κυκλοφορούν ανάμεσά μας, έχει χαρακτήρα σιωπηλής διαπόμπευσης που δεν αναγγέλεται, παρά, την υφίστανται τα θύματα λες και πρόκειται για κάποιο είδος θεϊκής τιμωρίας. Οι «τιμωρημένοι» σύρονται σε συσσίτια, χάνουν τα σπίτια τους και αυτοκτονούν μόνοι. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται, δεν είναι politically correct, το απαγορεύει το ραδιοτηλεοπτικό, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ο πόνος και η δυστυχία τους δεν έχει φωνή γι αυτό και η κοινωνία συμπεριφέρεται σαν να μην ακούει τις οδύνες τους. Άλαλα τα θύματα, ευτυχείς, μακροημερεύοντες κωφοί οι υπόλοιποι.
Το περασμένο Σάββατο, στη διάρκεια του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου, προβλήθηκε το φιλμ, «Η φυλή», του ουκρανού Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι, στην οποία παίζουν κωφάλαλοι ηθοποιοί. Το Κακό δεν κάνει διακρίσεις και έχει εισχωρήσει στην κοινότητα τους ένα οικοτροφείο κωφαλάλων, η ανεξέλεγκτη βία, το μπούλινγκ, οι βιασμοί, οι φόνοι και η πορνεία είναι ο πυρήνας της ζωής τους. Καμμιά εξιδανίκευση. Μόνο που, στο κρεσέντο της βίας και στις σκηνές με σεξ, δεν υπάρχει κανένας άλλος ήχος από τον φυσικό του περίγυρου καθώς, από τα στόματα των θυμάτων δεν είναι δυνατό να ακουστεί ούτε καν ο ψίθυρος της αγωνίας, του πόνου και του φόβου τους. Στην αγριότερη ίσως σκηνή, μια κοπέλα δεμένη πάνω σε ένα τραπέζι υφίσταται την διαδικασία της έκτρωσης. Ένας θεατής της ταινίας στο Ολύμπιον δεν άντεξε και λιποθύμησε ευτυχώς χωρίς περαιτέρω επιπλοκές.
Η ταινία μου θύμισε την αποκρουστικότερη μυθιστορηματική σκηνή που έχω διαβάσει. Προέρχεται από το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, «Το δέρμα». Ο συγγραφέας καταγράφει την αγριότητα του Β Παγκόσμιου Πολέμου, συμπτωματικά με το φιλμ, στο μέτωπο της Ουκρανίας, με παράλληλες χρονικές αναστροφές και αναμνήσεις συμβάντων των προπολεμικών χρόνων. Σε μια από αυτές, ο συγγραφέας επιστρέφει στο νησί Λίπαρι, όπου βρισκόταν εκτοπισμένος και ζει με μοναδική παρέα τον σκύλο του τον Φοίβο. Όταν ο σκύλος χάνεται, οι έρευνες του Μαλαπάρτε, τον οδηγούν σε ένα νοσοκομείο στο οποίο κλεμμένα ζώα πουλιούνται για ιατρικά πειράματα. Βρίσκει τον Φοίβο «ξαπλωμένο ανάσκελα, με την κοιλιά του ανοιχτή κι έναν καθετήρα βυθισμένο στο συκώτι του». Από το στόμα όμως του ζώου δεν ακούγεται κανένα βογγήτο. Κι αυτό διότι οι γιατροί που κάνουν τα πειράματα κόβουν τις φωνητικές χορδές των άτυχων ζωντανών για να μην έχει έκφραση η οδύνη τους. Η φρίκη λαμβάνει τέλος με την ευθανασία του ζώου.
Έχω την εντύπωση ότι βρισκόμαστε ακριβώς στην κατάσταση που βρίσκονται τα θύματα της ταινίας και ο σκύλος του Μαλαπάρτε. Υπάρξεις «απάγωνται» χάρην υπόσχεσης και εν αναμονή ενός μελλοντικού… καλού και υποβάλονται σε οικονομικά πειράματα αφού τους αφαιρεθούν πρώτα οι φωνητικές χορδές. Ντρέπονται όσοι χάνουν το σπίτι τους και όχι όσοι τους το αρπάζουν. Δεν μιλάνε οι άνεργοι παρά φωνασκούν μεγαφωνικά τα χρυσά νομίσματα στις κάσες πρατιτωριανών μάνατζερ και των αφεντικών τους. Δεν ακούγεται το γουργουρητό στο στομάχι του πεινασμένου αλλά το ακόνισμα του μαχαιριού στον πάγκο των εκδοροσφαγέων. Δεν ακούγονται οι λυγμοί των δυστυχισμένων αλλά τα θυμιατήρια των «ευλαβών φιλάνθρωπων». Κωφοί αποδεικνύουν με λύσεις εξισώσεων ότι δεν ακούνε την αγωνία των πνιγμένων στη Μεσόγειο διότι τις ικεσίες τους τις σκεπάζουν τα κύματα.
Ως ταινία λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου έχει επιλεγεί η ταινία του Ρόι Άντερσον, με τίτλο «Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του». Συλλογίζομενος πάνω στην θανατερή γαλήνη μας, καταφεύγω στην ανάμνηση ενός μέρους από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος Σταθμός»:
Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες∙
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
