«Οι πολιτικοί της ευρωζώνης βρίσκονται αντιμέτωποι με τρεις επιλογές: να προχωρήσουν σε πολιτική ένωση, να αποδεχτούν το καθεστώς μιας χρόνιας στασιμότητας, να διαλύσουν την ΟΝΕ. Έχοντας αποκλείσει την πρώτη επιλογή, δύο είναι τα πιθανά ενδεχόμενα: ύφεση και αποτυχία. Ή και τα δύο διαδοχικά». Αυτά έγραφε, πριν δύο εβδομάδες, ο Wolfgang Munchau στους Financial Times, ενδεικτικά για το πώς το πρόσφατο «μίνι κραχ» άνοιξε ξανά τη συζήτηση για ένα νέο επεισόδιο ύφεσης στην ευρωζώνη, σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον με όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά «μόνιμης στασιμότητας».
Στο πλαίσιο της δομικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το κυνήγι της ανάπτυξης δεν είναι απλή υπόθεση, ιδιαίτερα όταν κατ’ εξακολούθηση σκοντάφτει στις δομικές αντιφάσεις του συστήματος. Για την Αριστερά, όμως, το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο. Δικός μας στόχος δεν είναι η επαναφορά της δυναμικότητας του καπιταλισμού, αλλά εκείνες οι αναδιαρθρώσεις στο παραγωγικό μοντέλο και τις εσωτερικές του σχέσεις που θα αλλάξουν σταδιακά τον ρόλο της κοινωνίας στον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών που την αφορούν. Η σύνδεση της ανάπτυξης με την ανάγκη του κοινωνικού μετασχηματισμού βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής μας και πρέπει να μπολιάσει κάθε προγραμματική και κινηματική μας πρωτοβουλία: η ίδια η έννοιά της αποκτά νόημα μόνο ως κομμάτι μιας συνολικότερης διαδικασίας, αυτής που ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να περιγράψει με τον όρο «παραγωγική ανασυγκρότηση».
Παραγωγική Ανασυγκρότηση: ένας ορισμός. Η χρήση του όρου «παραγωγική ανασυγκρότηση» έχει τρεις στόχους: α) να αναδείξει τη συνθετότητα του ζητήματος, β) να συνδέσει την ανάλυση της Αριστεράς για τον τρόπο με τον οποίο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού διαμόρφωσαν το ελληνικό μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για υπέρβαση της κρίσης, γ) να περιγράψει τη συνάρθρωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων με τις μεσοπρόθεσμες διαδικασίες της μετάβασης (δημοσιονομική και φορολογική πολιτική, κοινωνική πολιτική, πολιτική απασχόλησης, μετασχηματισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης) και τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς του στόχους. Στη λογική αυτή, η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια διαδικασία μετασχηματισμού και αναδιανομής όχι μόνο εισοδήματος, αλλά πόρων, ισχύος, συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, πρόσβασης στα δημόσια και τα κοινώς παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
Ωστόσο, οι λόγοι για τους οποίους η μετατόπιση της συζήτησης πέρα από τους ρυθμούς μεγέθυνσης ή τους όρους επανατοποθέτησης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας είναι απαραίτητη δεν περιορίζονται στο πλαίσιο που δημιούργησε η κρίση. Στην πραγματικότητα, η κρίση ανέδειξε τα πεδία στα οποία η Αριστερά οφείλει σήμερα να δώσει τις δικές της απαντήσεις, περιγράφοντάς τες αναλυτικά, σε οραματικό αλλά και πρακτικό επίπεδο. Στο πεδίο της οικονομίας, οι απαντήσεις αυτές πρέπει να είναι πειστικές ως προς τις βασικές διαχωριστικές γραμμές του αξιακού της κώδικα απέναντι σε εκείνον του καπιταλισμού: τη συνεργασία ενάντια στον ανταγωνισμό, τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό ενάντια στην αγοραία ρύθμιση, τη χρησιμοποίηση της οικονομίας για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Επιπλέον, όμως, πρέπει να είναι εφαρμόσιμες και κατανοητές ως προς τη λειτουργικότητα και την κοινωνική τους αποτελεσματικότητα.
Περί αυτοδιαχείρισης και μεικτής οικονομίας. Μια από τις βασικές αναλυτικές και πολιτικές διαφορές μας με την οικονομική λογική του νεοφιλελευθερισμού σχετίζεται τόσο με τους φορείς και τα υποκείμενα που συμμετέχουν στη διαδικασία της παραγωγικής ανασυγκρότησης, όσο και με τον τρόπο συμμετοχής τους.
Τα σημαντικότερα πειράματα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού κατά τον «σύντομο 20ό αιώνα» προσπάθησαν να βρουν σημεία ισορροπίας μεταξύ κεντρικής οργάνωσης και μορφών αυτοδιαχείρισης στο πεδίο της οικονομίας. Το ερώτημα που μας αφορά είναι με ποιον τρόπο στη σημερινή Ελλάδα ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν να συμμετέχουν ουσιαστικά στον προγραμματισμό, τον έλεγχο και τη λειτουργία των επιμέρους πεδίων της οικονομίας.
Η βασική μας θέση είναι ότι μια αριστερή κυβέρνηση στον 21ο αιώνα πρέπει να υπερβεί ιστορικές μορφές γραφειοκρατίας στις οποίες τα εργαζόμενα στρώματα δεν έχουν πρόσβαση στην εξουσία, αλλά και μορφές σοσιαλισμού των αγορών, όπου η «ελεύθερη» αγορά παραμένει ο βασικός μηχανισμός (μη) σχεδιασμού της οικονομίας. Η άσκηση εξουσίας πρέπει να αφορά όλα τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, δεν μπορεί να περιορίζεται στον χώρο μιας συνεργατικής επιχείρησης ή ενός εργοστασίου. Η αυτοδιαχείριση, δηλαδή, είτε θα αφορά ευρύτερες σφαίρες της κοινωνικής ζωής –άρα και το κράτος– είτε δεν θα είναι αυτοδιαχείριση (Ε. Μαντέλ· βλ. goo.gl/5TMqHk).
Ένα παράδειγμα: καινοτομία στον ενεργειακό τομέα. Στον ενεργειακό τομέα, ο συντονισμός δικτύων μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις του κλάδου, τα πανεπιστημιακά-ερευνητικά ιδρύματα, δίκτυα συνεργατικών επιχειρήσεων και μελετητικών γραφείων ή εταιρειών εξοπλισμού μπορεί να ξεκινά από την καταγραφή και αξιολόγηση διαθέσιμων πόρων και αναγκών σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, με σκοπό την κατάθεση σεναρίων-προτάσεων ενεργειακού σχεδιασμού στις διαδικασίες διαβούλευσης σε ανώτερα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης με τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και φορέων καταναλωτών. Θέματα όπως η τιμή, ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, οι εξαγωγές, οι επενδύσεις προτεραιότητας και οι τεχνολογικές επιλογές πρέπει να συζητώνται στα όργανα διαβούλευσης εθνικής κλίμακας, ενώ θέματα καταγραφής των αναγκών, των πόρων και ζητήματα κατανομής υποδομών μεταξύ των δημόσιων, των ιδιωτικών και των κοινωνικών υποκειμένων μπορούν να καθορίζονται τοπικά. Η κλιμάκωση αυτή θα μπορούσε να γίνει καταρχάς σε γεωγραφικές ενότητες (π.χ. ανά περιφέρεια) συγκροτώντας ξεχωριστά παραγωγικά οικοσυστήματα: ενεργειακό, βιομηχανικό, γεωργικό, κτηνοτροφικό, υπηρεσίες, τηλεπικοινωνιακό κ.ο.κ. Η διαδικασία απαιτεί ανοιχτότητα και διαφάνεια στα δεδομένα, πρακτικές ανοιχτών βιβλίων και αλυσίδων προμηθειών για τις εταιρείες που εμπλέκονται, ελεύθερη πρόσβαση σε ολόκληρη την πληροφορία σχετικά με τους άλλους συμμετέχοντες. Η συγκρότηση και σχεδιασμένη ενίσχυση τέτοιων οικοσυστημάτων δημιουργεί συνθήκες καινοτομίας όσον αφορά το σχεδιασμό, τη συμμετοχή της κοινωνίας και τις εφαρμογές της τεχνολογίας ανά τομέα.[1]
Η ανάγκη συντονισμού, διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων σε διαφορετικές κλίμακες, ανάλογα με τον τομέα, δεν προκύπτει από εκλεκτικές επιλογές στο πεδίο της ιδεολογίας, αλλά από την αναρχία που επικρατεί σήμερα σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Κριτήριο για το επίπεδο στο οποίο θα γίνονται οι διαβουλεύσεις είναι η κοινωνική αποτελεσματικότητα και η δυνατότητα αποδοτικής εφαρμογής. Υπάρχουν ανάγκες σχεδιασμού και αποφάσεων που πρέπει να λαμβάνονται στο κρατικό-κεντρικό επίπεδο και δεν μπορούν να αποσυντεθούν σε επιμέρους κομμάτια, ακόμα και αν τα προϋποθέτουν στο αρχικό στάδιο διαβούλευσης (λ.χ. στον ενεργειακό σχεδιασμό, τη βιομηχανική πολιτική κ.ά.).
Σχεδιασμένη αυτοδιαχείριση. Η σχεδιασμένη αυτοδιαχείριση είναι η μεθοδολογία άσκησης κρατικής πολιτικής που ενισχύει τη συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό αφενός, τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των κοινωνικών αναγκών αφετέρου. Είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία εκπαίδευσης στη συμμετοχή και μια μέθοδος καθορισμού των κριτηρίων με τα οποία προκρίνεται η ενίσχυση του δημόσιου, του ιδιωτικού ή του κοινωνικού πυλώνα της οικονομίας, ανάλογα με τον τομέα της παραγωγής, τους φορείς που εμπλέκονται σε αυτόν και τις συνέργειές του με άλλους τομείς. Η μέθοδος αυτή έχει στον πυρήνα της όχι μόνο ιδέες και αξιακές αρχές, αλλά πρακτικές, εργαλεία και θεσμούς που εξασφαλίζουν συνεχείς ρήξεις στρατηγικού χαρακτήρα με το ισχύον σύστημα[2] και, υπ’ αυτή την έννοια, αποτελεί διαρκή διαδικασία καινοτομίας.
Σε μια μεικτή οικονομία, όπου οι συνέργειες και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους φορείς του δημόσιου, του ιδιωτικού και του κοινωνικού τομέα θα συνυπάρχουν, η πολιτική κατεύθυνση που θα δίνει περιεχόμενο στο εγχείρημα του μετασχηματισμού, όπως το περιγράψαμε, είναι η επικράτηση όρων και χώρων συνεργασίας σε βάρος του ανταγωνισμού. Στόχος μας λοιπόν είναι να εμφυτεύσουμε σε σφαίρες του κράτους που αφορούν τον σχεδιασμό, τη δημόσια διοίκηση και τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και της παραγωγής μεθοδολογίες που θα αυτοαναπαράγονται και θα διευρύνουν διαρκώς τη δυνατότητα συμμετοχής της κοινωνίας στις σημαντικές αποφάσεις που την αφορούν.
Σχεδόν έξι χρόνια κρίσης έχουν εδραιώσει μια πεποίθηση αδυναμίας στην κοινωνία να ενεργοποιηθεί, να συντονίσει και να σχεδιάσει τη δράση της για τα μεγάλα θέματα της οικονομίας, συμπαρασύροντας κάθε δημιουργική σκέψη και προσπάθεια. Πιστεύουμε ότι η κίνηση και οι κανόνες της αυτοδιαχείρισης μπορούν να αντιστρέψουν αυτή την αρνητική δυναμική, ενεργοποιώντας εκείνες τις κοινωνικές διεργασίες που θα δώσουν περιεχόμενο στις έννοιες της ανάπτυξης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και, τελικά, του κοινωνικού μετασχηματισμού που επιδιώκουμε.
Ο Γιάννης Μάργαρης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής ΕΜΠ, επιστημονικός συνεργάτης ΕΑΠ.
Η Έλενα Παπαδοπούλου είναι οικονομολόγος, επιστημονική συνεργάτις της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ.
[1] Το εκτεταμένο νησιωτικό σύμπλεγμα στο Αιγαίο και το Ιόνιο προσφέρει μοναδικό χώρο εφαρμογής νέων τεχνολογιών αλλά και θεσμικών καινοτομιών, ειδικά στον ενεργειακό τομέα.
[2] Βλ. Χρ. Λάσκος-Ευ. Τσακαλώτος, «Κομμουνισμός, που σημαίνει μετάβαση», Η Εποχή, 20.10,2014