Ήταν τόσο εκτεταμένη η φτώχεια και η πείνα στη διάρκεια του δεκάτου πέμπτου αιώνα που οι χορτάτοι των πόλεων κυκλοφορούσαν με φόβο καρδιάς στους δρόμους. Στο βλέμμα των υποσιτισμένων το μίσος είχε ρίξει άγκυρα ασήκωτη, και οι ξεματιάστρες των καλοζωισμένων δεν προλάβαιναν να ανταποκριθούν στα αιτήματα. Οι εύποροι, σκαρφίστηκαν τότε ένα κόλπο για να αποφεύγουν τα μνησίκακα βλέμματα. Πασάλειβαν τα μούτρα τους με θειάφι, για να πάρουν το χλεμπονιάρικο χρώμα του ταλαίπωρου και δυστυχή. Μύριζαν, βέβαια, όπως όλοι οι διάολοι της κόλασης αλλά αυτό έμοιαζε με διακοσμητική λεπτομέρεια μπροστά στα προφανή οφέλη της ασφάλειας που επιδίωκαν και κατάφερναν. Ύστερα, όπως συνήθως συμβαίνει, η συνήθεια μετεξελίχθηκε σε μόδα. Οι χορτάτοι βαφόταν στο χρώμα που ήξεραν καλά: στο χρώμα του φλουριού.
Στο απώτατο της όριο, η σύμβαση αυτή οδήγησε τους πλούσιους να βάφουν το πρόσωπό τους με λευκή πούδρα, ένα καλλωπιστικό στουπέτσι που έφτασε μέχρι τον προηγούμενο αιώνα σαν βαφή των παπουτσιών. Η ιστορία της μόδας του χρώματος που αποκτά η επιδερμίδα γνωρίζει μέχρι τις μέρες μας δόξες και μοιάζει να έχει μια κοινή συνισταμένη. Οι κονομημένοι επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν χαρακτηριστικά των φτωχών. Μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, είναι στη μόδα το μαύρισμα όχι μόνο για το καλοκαίρι αλλά στη διάρκεια όλων των εποχών. Μαυρισμένοι παλαιότερα ήταν όσοι έκαναν δουλειές εκτεθειμένοι συνέχεια στο φως του ήλιου, οι αγρότες και οι οικοδόμοι, κοινωνικές τάξεις που οι αστοί δεν άντεχαν λόγω της ταπεινής καταγωγής και φυσικά των «άξεστων» τρόπων τους. Ξεχώριζαν οι έρημοι σαν μύγα μες στο γάλα. Ύστερα, όμως, πάλι οι όροι άλλαξαν, εμφανίστηκαν και ειδικά λάδια που σε μαύριζαν σε μια μέρα, κι άλλα σε μερικές ώρες, το θειάφι ήταν μακρινή ανάμνηση και αντικαταστάθηκε από την μυρωδιά καρύδας. Κι αυτή η συνήθεια, όμως, έφτασε στα άκρα με το μαύρισμα καταμεσής του χειμώνα να γίνεται κάτω από ειδικές λάμπες, σολάριουμ καλούμενες, γυναίκες και άντρες κάθονται κάτω από αυτές σαν να είναι κλώσες σε ορνιθοτροφείο. Έχει μια διαρκή έλξη η φτώχεια για τους πλούσιους. Ο πλούσιος μπορεί να υποδυθεί τον φτωχό όποτε θέλει, μπορεί να δείξει όποτε θέλει ότι τον νοιάζεται, τον φροντίζει, ότι είναι φιλάνθρωπος και συμπονετικός, αλτρουιστής και ψυχοπονιάρης, ακόμη και γαλαντόμος μπορεί να φανεί ο πλούσιος που το θέλει. Η φτώχεια για τον πλούσιο είναι μια εξατομικευμένη συνθήκη, μια ατυχία, συμπτώσεις και αλληλουχία δυσάρεστων συμβάντων, αβλεψία ή θεία δίκη. Ο φτωχός φταίει για την φτώχεια του ο πλούσιος αξίζει τα πλούτη του, αυτό είναι το νόημα των πιστεύω όσων έχουν ξέχειλο λογαριασμό. Αν ο πλούσιος υποδύεται τον φτωχό βάφοντας τα μούτρα του είναι μόδα, αν ο φτωχός υποδυθεί τον πλούσιο είναι απάτη. Εκεί στο μεσαίωνα οι φτωχοί δεν έκρυβαν το πρόσωπό τους που αντανακλούσε την ανέχειά τους. Το πρόσωπό τους, πρόσωπο της δυστυχίας, ήταν ο εφιάλτης, η κόλαση επί της γης που τυραννούσε τα όνειρα των γαιοκτημόνων και των ευγενών. Η φτώχεια ήταν λέπρα, μια αρρώστια που την βάζανε σε σαπιοκάραβα και την ξαμολούσαν στα πέλαγα να θαλασσοπνίγεται ενώ, για όσους αργοπέθαιναν στην ξηρά ίσχυε εκείνη η φριχτή παροιμία που έλεγε για όσους παρέδιδαν το πνεύμα «γαμώτο, κι είχε λίγο αίμα ακόμα».
Συνειρμικά μου ήρθε αυτή η ιστορική αναπόληση μετά το χθεσινό γεγονός της δημοσιοποίησης του περιστατικού με την τετραμελή οικογένεια που βρέθηκε στο δρόμο και για 15 μέρες έκανε σπίτι της ένα αυτοκίνητο. Ράγισαν και κλάψαν στον αέρα ακόμη και οι επαγγελματίες, ψύχραιμοι και ψύχραιμες της τηλεόρασης. «Αν είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα» η μία, «ευτυχώς που υπήρχε η τηλεόραση» είπε άλλος και βρέθηκε λύση γιατί πολλοί ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν για να βοηθήσουν. Τα βιβλία των κοριτσιών 14 και 16 ετών αντιστοίχως, έχασκαν σαν βάραθρο ματαιότητας στο πίσω κάθισμα, βοηθούσαν να σκεφτούμε τι περνάνε αυτές οι έφηβες και από τι έχουμε γλυτώσει όσοι έχουμε γλυτώσει από την «ευλογία» του μνημονίου. Κι ακόμη: η μάνα, που μίλησε στα κανάλια με γυρισμένη πλάτη για να μην βρίσκει ο οίκτος στόχο, ο άντρας απών χαμένος στην ντροπή του που δεν μπορεί να δει την κρίση… σαν ευκαιρία. Και οι ψυχοπονιάρηδες «αχ τι πάθανε» και «πως τους συνέβη ετούτο» μαζί με το κυνικό «κι αυτοί δεν είχαν φροντίσει για μια δύσκολη στιγμή» ή το δήθεν ψύχραιμο «μα πώς συνέβη κάτι τέτοιο;». ; Απλό: άντρας και γυναίκα χάσαν τη δουλειά τους και τους πέταξαν στο δρόμο. Πήγαν στο ΑΤΜ μαζί με τον Άδωνη αλλά δεν βρήκαν τίποτα, κάποιοι είχαν σηκώσει τα λεφτά όλα από τον φόβο του ΣΥΡΙΖΑ. Χιλιάδες είναι σαν κι αυτούς και μπορεί να βρεθούν οποιαδήποτε στιγμή στο δρόμο με τα παιδιά τους. Στα σίγουρα δεν πήγαν στα γραφεία της Μεριλ Λυντς για να πάρουν δάνειο όμως οι Αγορές τους βρήκαν στο σπίτι τους και τους κατηγόρησαν ότι «είχαν μέσα τους έναν μικρό Τζοχατζόπουλο» και πρέπει να πληρώσουν γιατί δεν επέδειξαν ηθική ανωτερότητα, σαν της κα Κούρκουλα φερ’ ειπείν, που τον έκανε τ αλατιού τον μικρό Τσοχατζόπουλο εντός της. Τώρα όλοι μαζί οι καλοζωισμένοι κλαίνε στην τηλεόραση, χωρίς καμιά ντροπή επιδεικνύουν τον κομψό θυμό τους, τα δάκρυά τους που κυλάνε πάνω στην μακιγιαρισμένη επιδερμίδα τους και τα φώτα, α! τα φώτα στο στούντιο, κάνουν θαύματα στις μέρες μας, κρύβουν το ψέμα, το παπατζιλίκι, την επιτηδευμένη αδιαφορία και την υποκρισία. Μην γελιέστε, το μακιγιάζ τους είναι θειάφι το οποίο ακόμη και στις οθόνες πλάσμα μυρίζει το αφιλότιμο.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00- 12:00.
