Νιώθω για πολλούς λόγους χαρούμενη που βρισκόμαστε εδώ σήμερα για την παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Λάσκου. Με τιμά πολύ η πρόσκλησή του, τον ευχαριστώ πολύ και θέλω να του πω πως πολλές φορές ανέτρεξα στα γραπτά του για να μπορέσω να συγκροτήσω τη σκέψη μου και να απαντήσω ως βουλευτής σε διάφορα ζητήματα.
Σήμερα, στη ζοφερή πραγματικότητα της μνημονιακής ερήμωσης που ζούμε από τη μια, και της ελπίδας για μια αριστερή κυβέρνηση από την άλλη, τα ζητήματα που πραγματεύεται στα άρθρα που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό το βιβλίο είναι κάτι περισσότερο από κρίσιμα. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι ένα όπλο στα χέρια μας. Και, προφανώς, ο Χρήστος δεν είναι ο μοναδικός που πραγματεύεται δύσκολα ζητήματα και δίνει απαντήσεις. Σήμερα, όμως, μιλάμε για το δικό του βιβλίο. Κι ενώ μπορεί να μην είναι ο μοναδικός, είναι από τους λίγους επίμονους εργάτες του πνεύματος: είναι ένας οργανικός διανοούμενος σε άμεση σχέση με την κοινωνική κίνηση και τα κινήματα, σε άμεση σχέση με το ταξικό ζήτημα. O Xρήστος δεν κινείται στη σφαίρα μιας αφηρημένης διανόησης, αλλά μιλάει πρακτικά πολιτικά, με βάση τις ιδέες της Αριστεράς.
Μια βασική θέση του με την οποία συμφωνώ πολύ, μια ιδέα που διαπερνάει όλα του τα κείμενα, είναι ότι ο δρόμος της Αριστεράς μπορεί να είναι μόνο αριστερά. Η Αριστερά, όπως λέει ένας άλλος σύντροφος, είναι σαν το ποδήλατο: δεν μπορεί να μείνει στάσιμη, δεν μπορεί να πάει πίσω. Αυτή είναι η κόκκινη κλωστή που συνδέει τα κείμενα του βιβλίου, κείμενα που αφορούν την αριστερή πολιτική σήμερα, την αριστερή κυβέρνηση, τις συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ, τον κυρίαρχο λόγο περί έθνους, το πού θα βρούμε τα λεφτά, τα πρώτα μέτρα μιας αριστερής κυβέρνησης, τη συζήτηση για το νόμισμα. Κείμενα που αφορούν, επίσης, τον κομμουνισμό και τη σημασία του.
Θα ‘θελα ως γενικό σχόλιο να χρησιμοποιήσω κάτι που έγραψε ο Χρήστος για τα πρώτα μέτρα μιας αριστερής κυβέρνησης (σελ. 175). Ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ «αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία σε ό,τι αφορά την ταχύτητα της πολιτικής του εκτίναξης». Ίσως, λέει ο ίδιος, μόνο οι Μπολσεβίκοι στην περίοδο Φεβρουαρίου-Νοεμβρίου 1917 να κατέκτησαν με αντίστοιχη ταχύτητα τέτοια επιρροή-κι αυτό, όμως συνέβη σχεδόν αποκλειστικά στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ρωσίας. Κι όπως επισημαίνει στη συνέχεια, η σύγκριση είναι κάθε άλλο παρά «ιερόσυλη»: οι υλιστές αντιλαμβάνονται την βασιμότητά της.
Στέκομαι λοιπόν εδώ για να πω πως και στη δική μου αντίληψη είναι κάτι τεράστιο και ιστορικό αυτό που συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ και την αλλαγή αυτή του κοινωνικού συσχετισμού σε τόσο μικρό διάστημα. Και η σύγκριση που κάνει ο Χρήστος με κάνει (μας κάνει) να στεκόμαστε με δέος απέναντι στα καθήκοντα που θέτει αυτή η ιστορική πρωτοτυπία. Για να αντεπεξέλθουμε χρειάζεται να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα των ζητημάτων, να διαβάσουμε και να συζητήσουμε πολύ, να εξοπλιστούμε και να ακολουθήσουμε συλλογικές διαδικασίες. Σε όλα αυτά συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό αυτό το βιβλίο. Δίνει τροφή για συζήτηση και προτείνει απαντήσεις σε πολλές απ’ αυτές τις προκλήσεις, με επιχειρήματα και στοιχεία, πέρα από τις ιδεολογικές αναφορές του.
Θέλω να σταθώ σε κάποια από τα κομβικά ζητήματα που θίγονται στο βιβλίο και είναι κυρίαρχα στο πολιτικό γίγνεσθαι σήμερα, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτα, θα σταθώ στην αποδόμηση που κάνει ο Χρήστος στο κορυφαίο ζήτημα της εθνικής, υποτίθεται, αφήγησης για την κρίση. Σ’ ένα κείμενο που έγραψε το 2010, διαβάζω:
«“Εμείς” φταίμε, “εμείς” οι Έλληνες αδιακρίτως, που τρώγαμε με χρυσά κουτάλια κι “εμείς” πρέπει να πληρώσουμε. Όλοι “εμείς”, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες -και, ακόμη πιο πολύ, οι μετανάστες. Άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο φταίμε όλοι, ο φοροπληρωτής και ο φοροκλέφτης, ο τραπεζίτης και η πωλήτρια, η παρθένα και ο σατανάς. Το γεγονός, ας πούμε, πως ένα μέρος του δημόσιου χρέους οφείλεται στη βοήθεια προς τις τράπεζες δεν έχει σημασία. Φταίμε και που πληρώσαμε. Ας ανασκουμπωθούμε, λοιπόν, γιατί είναι και η Ε.Ε. που δεν αστειεύεται. Ως έθνος θα πρέπει να ανταποκριθούμε -υπάρχει και η παραλλαγή που λέει πως ως έθνος, ή οιονεί έθνος, θα πρέπει να “αντισταθούμε”, πράγμα που, νομίζω, δεν κάνει ουσιαστική διαφορά» (σ. 40).
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επιχειρηματολογήσω πολύ, γιατί αυτό είναι ένα από τα κομβικά ζητήματα με το οποίο το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να ενοχοποιήσει τους «από κάτω», να εγκαταστήσει ως μονόδρομο τα μνημόνια και να ευνοήσει μέσω αυτής της επιχειρηματολογίας τους ισχυρούς. Δουλειά μας, λοιπόν, είναι να απευθυνθούμε στον κόσμο και τους εργαζόμενους με τρόπο που να θέτει το ζήτημα στην πραγματική, δηλαδή την ταξική του βάση. Γράφει επ” αυτού ο Χρήστος:
«Η κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, επιθυμεί μια πολιτική απολύτως συμβατή με όσα την “εξαναγκάζουν” να κάνει. Εάν αυτός ο “εξαναγκασμός” έλειπε, θα έπρεπε να εφευρεθεί. Το κεφάλαιο στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού -και όχι μόνο το “ξένο”, όχι μόνο το “μεγάλο”- με πολύ συνειδητό τρόπο επιτίθεται στην ελληνική εργατική τάξη επιχειρώντας μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή της να “αντιμετωπίσει” την καπιταλιστική κρίση. Επιδιώκει, με άλλα λόγια, να μετατρέψει ακόμη περισσότερο την κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας. Το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι επιθετικές δηλώσεις, οι αξιολογήσεις, η στάση της Ε.Ε. υπηρετούν αυτήν την επιδίωξη και, μ’ αυτήν την έννοια, ο “εξαναγκασμός” είναι όχι μόνο καλοδεχούμενος για το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, είναι πραγματικά ευχής έργο. Η Ε.Ε. αυτό που κάνει είναι να αξιοποιεί την ελληνική περίπτωση με την πρόθυμη κυβέρνησή της για να δώσει το μήνυμα στο σύνολο της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης» (σ. 41).
Πιστεύω, συντρόφισσες και σύντροφοι, πως ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να κυριαρχήσουμε εμείς ιδεολογικά και πολιτικά σε πολλά ζητήματα, αλλά και σε αυτό που μόλις ανέφερα, και που το θεωρώ κομβικό. Ακόμα οι ενοχές κατατρώγουν μέρος των πληττόμενων τάξεων. Και ως προς το ίδιο ζήτημα, σε ένα κείμενο του Χρήστου του 2012 («Μηνιαίος μισθός 90 ευρώ»), διαβάζουμε:
«Με άλλα λόγια, να ποιά είναι η σωστή αφήγηση για όσα μας συμβαίνουν: Το ελληνικό κατεστημένο, στο σύνολό του, επιθυμούσε εξαρχής μια πολιτική απολύτως συμβατή με όσα “εξαναγκάστηκε” να κάνει. Εάν αυτός ο “εξαναγκασμός” έλειπε, θα έπρεπε να εφευρεθεί. Το κεφάλαιο, στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού –και όχι μόνο το “ξένο”, ούτε μόνο το “μεγάλο”–, με πολύ συνειδητό και συστηματικό τρόπο επιτίθεται στην ελληνική εργατική τάξη, επιχειρώντας μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή της να “αντιμετωπίσει” την καπιταλιστική κρίση.
Η σαφήνεια, ως προς αυτό, είναι προϋπόθεση για τη δράση. Γιατί, εδώ και λίγο καιρό, τα αφεντικά “μιλάνε για το Έθνος και πάλι”. Ιδίως μετά τα σενάρια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όλο και περισσότεροι θέτουν ζητήματα “υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας” και καλούν σε αγώνες εναντίον του κινδύνου “αφελληνισμού της ελληνικής οικονομίας”.
Η άνεργη, όμως, που διαβάζει την αγγελία των 90 ευρώ δεν μπερδεύεται, αλλά ενδυναμώνει το ταξικό της ένστικτο. Όποιος πολιτικός φορέας δεν συντονιστεί με αυτό το ένστικτο, κάνοντάς το θεωρία και πολιτική παρέμβαση, στις παρούσες συνθήκες είναι απλώς εντελώς άχρηστος και θα εκλείψει».
Πολλοί άνθρωποι τριγύρω μας, αλλά και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουν ότι είμαστε μια αποικία και ότι η κυβέρνηση απλώς υλοποιεί εντολές. Προσωπικά, όποτε χρειάστηκε αντιτάχθηκα σε αυτή την λογική απενεχοποίησης της εθνικής μας κυβέρνησης. Σε αυτό με βοήθησαν σκέψεις και επιχειρήματα σαν αυτά που περιλαμβάνει το βιβλίο. Χρειάζεται ένας δημιουργικός διάλογος που ταυτόχρονα θα κάνει προφανές ότι η επίκληση εθνικών και πατριωτικών τσιτάτων από τους αντιπάλους είναι εκ του πονηρού. Ξέρουν οι άνθρωποι τι κάνουν, και ως εκ τούτου, εμείς πρέπει να πετάμε αλλού τη μπάλα …σε άλλο γήπεδο. Συγχωρέστε μου τον ποδοσφαιρικό όρο, αλλά είναι στην επικαιρότητα. Στο δικό μας, λοιπόν, γήπεδο, στο γήπεδο του αντικαπιταλισμού, όπως σωστά αναφέρει ο Χρήστος στα κείμενά του -χωρίς βέβαια αυτός να χρησιμοποιεί γηπεδικούς όρους…
Εδώ λοιπόν, στο ζήτημα του αντικαπιταλισμού, υπάρχει ένα κομβικό σημείο χρήσιμο για κάθε αριστερό και αριστερή, αγωνιστή και αγωνίστρια, και για κάθε κόμμα που θέλει να δώσει αριστερή απάντηση στην κρίση. Και αυτό το σημείο κωδικοποιείται στην φράση «Να πληρώσουν οι πλούσιοι»! Ακριβώς εδώ ο Χρήστος αναπτύσσει επιχειρηματολογία και απαντά στο τί σημαίνει αριστερό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, απαντώντας ταυτόχρονα και στο προβοκατόρικο ερώτημα των media και των αφεντικών τους «πού θα βρείτε τα λεφτά;». Ερώτημα κρίσιμο, ή καλύτερα, απάντηση κρίσιμη, γιατί αφορά και τον εσωτερικό διάλογο, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς.
Απαντά, λοιπόν, ο Χρήστος με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και με στοιχεία. Διαβάζω στη σελίδα 52:
«Ζούμε σε μια καπιταλιστική οικονομία, η οποία για πολλές δεκαετίες παρουσίασε ποσοστά κέρδους αξιοζήλευτα σε διεθνές επίπεδο και, ταυτόχρονα, μια από τις περισσότερο άνισες διανομές εισοδήματος στον κόσμο, η οποία έχει, μάλιστα, ραγδαία επιδεινωθεί τα τρία τελευταία χρόνια.
– Η σχέση εισοδήματος του ανώτερου προς το κατώτερο 20% από 7:1 στην περίοδο της “ευημερίας” προσεγγίζει ήδη το 10:1 (Έκπληξη! Δεν χάνουν όλοι στην κρίση!).
– Στα τρία τελευταία χρόνια ο ιδιωτικός ιατροφαρμακευτικός τομέας έχει δει τον διπλασιασμό των κερδών του, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς ανακοίνωσε κέρδη στο πρώτο εξάμηνο αρκετών δισεκατομμυρίων (Να τι κάνει η διάλυση του δημόσιου τομέα υγείας και η ανακεφαλαίωση των τραπεζών με χρήματα των συνταξιούχων).
– Μέσα στην κρίση και στη χλαπαταγή, έτσι, ο μόνος δείκτης με “θετικό” πρόσημο είναι ο λόγος του διαθέσιμου εισοδήματος των εταιριών προς τις αμοιβές της εργασίας, ο οποίος, μετά, μάλιστα, από τη φορολογία κερδών και περιουσίας, είδε αύξηση 38%.
– Βάσει της περσινής έκθεσης του ΣΔΟΕ, μεταξύ 2001 και 2006, 200 δισεκατομμύρια “μετανάστευσαν” στο εξωτερικό, ενώ σύμφωνα με στοιχεία, που ο Γ. Σταθάκης ανακοίνωσε στο Οικονομικό Επιμελητήριο, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες διαθέτουν ακίνητη περιουσία μεγαλύτερη των 700 δισεκατομμυρίων –και, προφανώς, αντίστοιχη είναι και η κινητή, που κατέχουν. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξος ο ισχυρισμός, που δεν έχει διαψευστεί ποτέ, πως η συνολική περιουσία των Ελλήνων πλουσίων υπερβαίνει τα 2 τρισεκατομμύρια (11 φορές το σημερινό ελληνικό ΑΕΠ).
– Παρ’ όλες τις εθνικοανεξαρτησιακές παρόλες το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι απολύτως ταξικό στο μέτρο που η δημιουργία του οφείλεται στην ακραία απροθυμία των Ελλήνων πλούσιων να πληρώσουν, έστω και στο ελάχιστο».
Δε νομίζω πως χρειάζεται εδώ εγώ να προσθέσω, τίποτα περισσότερο. Θα πω μόνο αυτό στο οποίο ο ίδιος καταλήγει: «Γίνεται;» αναρωτιέται (στο ερώτημα “να πληρώσουν οι πλούσιοι”). Και απαντάει: «Νομίζω πως τα παραπάνω δείχνουν πως ΝΑΙ. Αν πάντως δε γίνεται αυτό, τότε δε γίνεται τίποτε. Ή θα πληρώσουν οι πλούσιοι ή θα μας γδάρουν ζωντανούς!» (σελ 54).
Κλείνοντας, για να μην σας κουράσω, θα αναφερθώ σε τρία πράγματα που αναφέρει σε ένα άρθρο του με τίτλο «Η αδιαλλαξία και η ριζοσπαστική Αριστερά», τα οποία με ενθουσίασαν, και τα οποία αφορούν τη δική μας Αριστερά, την Αριστερά του 21ου αιώνα. Τρία στοιχεία που κάποιοι τα θεωρούν μειονέκτημα και μας κατηγορούν γι’ αυτά, ενώ ο συγγραφέας απλά και περιεκτικά αποδεικνύει πως είναι εντελώς απαραίτητα για μια αριστερή πολιτική:
Το πρώτο από αυτά είναι ο αντισυστημισμός, ως απαραίτητο συστατικό της Αριστεράς απέναντι σ’ ένα σύστημα που προσπαθεί να τα πάρει όλα πίσω και απέναντι στον καπιταλισμό που εδώ και καιρό έχει μετατραπεί σε «ύβρη πλανητικών διαστάσεων» όπως διαβάζουμε στο κείμενο (σελ 100).
Δεύτερο συστατικό στοιχείο «η κινηματική φαντασίωση»: Σωστά λέει ο Χρήστος πως ποτέ τα χειραφετητικά εγχειρήματα δεν πλήρωσαν αυτού του είδους τις φαντασιώσεις, όσο πλήρωσαν την κυρίως θεσμική πολιτική ή ευρύτερα τον περιορισμό τους στο «κυρίως πολιτικό». Να μην υποκύψουμε, θα έλεγα εγώ, σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Και τρίτο συστατικό στοιχείο η αδιαλλαξία. Σας διαβάζω από την σελίδα 101 γιατί έχει και αναφορά στο Ναζισμό την οποία θεωρώ πολύ σημαντική… Λέει λοιπόν ο Χρήστος ως προς αυτή την αδιαλλαξία:
«Νομίζω πως κι εδώ τα πράγματα είναι αρκετά σαφή. Για ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, η δυνατότητα να συμμετάσχει σε έναν “πολιτισμένο διάλογο” είναι μηδενική. Είναι τέτοιος ο βιασμός και η δολοφονική επίθεση την οποία υφίσταται, που η επιθετική συμπεριφορά από μέρους του συνιστά στάση δεόντως ορθολογική. Αν η ριζοσπαστική Αριστερά επέλεγε μια κομ ιλ φο στάση, είναι βέβαιο πως οι νεοναζιστές θα είχαν μετατρέψει σε πάρτι την επέλασή τους. Επιπλέον, το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό έχει επιλέξει τη δολοφονική πολιτική: δεν του επιβλήθηκε, όπως πολλοί καθεστωτικοί ισχυρίζονται. Πράγμα που σημαίνει πως δεν του αποδίδεται ευθύνη για “λάθη και παραλείψεις”, αλλά για μια πολύ συνειδητή προσπάθεια ταξικής εξόντωσης. Κι αυτό δεν συνιστά, όπως και να ‘χει, “λαϊκιστική” ανάλυση. Αντίθετα, η μόνη ελπίδα είναι να ληφθούν σοβαρά υπόψη και τα αισθήματα των ανθρώπων, να ληφθεί υπόψη η οργή των άνεργων και των κατεστραμμένων, ώστε να μετουσιωθεί σε θετική δράση για την αλλαγή της κατάστασης και της ζωής. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν θα πάψει να είναι οργή».
Λέω να κρατήσουμε, συντρόφισσες και σύντροφοι, και τον αντισυστημισμό και την κινηματική μας φαντασίωση και την αδιαλλαξία μας. Γιατί μόνο έτσι εγώ θεωρώ ότι μπορούμε να απευθυνθούμε -όπως και ο Χρήστος λέει στο βιβλίο του- στην κοινωνία και στην τάξη, για να βρούμε τους συμμάχους που θα μας πάνε στην αριστερή κυβέρνηση και οι οποίοι, ταυτόχρονα με ‘μας, θα βρίσκονται κι αυτοί εκεί. Μαζική είσοδος, όπως λέει και ο συγγραφέας, των ανθρώπων στην πολιτική με πρώτο στόχο την επέκταση της επιρροής μας ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες για τις οποίες η Αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει.
Θα σταματήσω εδώ, φίλες και φίλοι, κάνοντας μια πρόταση στον Χρήστο που εμπεριέχει και ένα στοιχείο κριτικής, για να μη λέμε μόνο καλά λόγια. Και αυτή η πρόταση είναι να ασχοληθεί παραπάνω μ’ ένα ακόμα ταξικό όσο και αντικαπιταλιστικό ζήτημα, αν το επεξεργαστούμε όπως εμείς μπορούμε, ένα ζήτημα, που ταυτόχρονα είναι και ουσιωδώς ανθρώπινο και πολιτισμικό. Αναφέρομαι στο οικολογικό και περιβαλλοντικό. Χρειαζόμαστε, νομίζω, και σ’ αυτό να βαθύνει η αντισυστημική συζήτηση.
Πηγή: Rednotebook
