Με αφορμή τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου «22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι» των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου
Το βιβλίο «22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι» των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου συνυφαίνεται από μια σειρά αυτοτελών αναλύσεων, οι οποίες επιχειρούν να αποδομήσουν τον κυρίαρχο λόγο που αναπτύσσεται στην Ελλάδα, ιδίως από το 2010 και μετά, αναφορικά με την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας.
Εξαρχής θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί η αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου εκτιμάται ως τέτοιας σπουδαιότητας, ώστε οι δύο συγγραφείς, θεωρητικοί και μάχιμοι αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς, επιλέγουν να της αφιερώσουν σχεδόν αποκλειστικά το συγκεκριμένο έργο τους, αντί να γράψουν ένα βιβλίο επικεντρωμένο στην αριστερή προσέγγιση της κρίσης.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι όταν μιλάμε για τον κυρίαρχο λόγο, εννοούμε το νεοφιλελεύθερο λόγο. Αυτό που ενδεχομένως, όμως, δεν είναι τόσο σαφές είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μια συνέχεια, μια εξέλιξη της φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά εγκαθιδρύει μια διαφορετική συνθήκη. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει καινοτόμα χαρακτηριστικά που πολλές φορές συγκρούονται με τις αρχές του φιλελευθερισμού, όπως αυτές της ατομικής ελευθερίας, της τυπικής ισότητας, της ανοχής της διαφορετικότητας. Το πιο σημαντικό, δε, στοιχείο είναι ότι ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός δεν εκφράζει ούτε και επιδιώκει να πραγματώσει τη μυθική ιδέα των ελεύθερων αγορών, αλλά υποστηρίζεται και εγκαθιδρύεται μέσω της κρατικής παρέμβασης, δεν τάσσεται υπέρ του ελάχιστου κράτους, αλλά βασίζεται στους θεσμούς του κυβερνάν, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να εγκαθιδρυθεί σε δικαιοπολιτική βάση η παγκόσμια τάξη της αγοράς.
Η «πραγματικότητα» του νεοφιλελευθερισμού
Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται ως το μόνο εφαρμόσιμο μοντέλο διακυβέρνησης των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο ενσαρκώνει όλες τις μορφές της κοινωνικής ζωής, και την πολιτική και την οικονομική και την πολιτιστική. Το πλαίσιο αναφοράς της πολιτικής και κοινωνικής «πραγματικότητας» δομείται, λοιπόν, μέσα από σταθερούς κανόνες, καθώς η οικονομική πολιτική εμφανίζεται ως ουδέτερη, ως μία και μοναδική, ως μη επιδεχόμενη αλλαγές, με αποτέλεσμα οι πολίτες ούτε να προσμένουν κάποια αλλαγή, αλλά ούτε και να αντιλαμβάνονται ότι το πεδίο επιδέχεται αλλαγές, ή διαφορετικές προσεγγίσεις. Η μόνη επιτρεπτή ερώτηση στο δημόσιο διάλογο σήμερα είναι αυτή της ικανότητας διαχείρισης των «αναγκαίων αλλαγών», των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, των οποίων ωστόσο η έννοια ποτέ δεν εξειδικεύεται με όρους που να αφορούν την κοινωνία.
Οι «αναγκαίες» αυτές «αλλαγές», από την άλλη, υποτίθεται ότι εκπορεύονται από την υποχρέωση προσαρμογής σε «αντικειμενικά» standards. Έτσι ο πολίτης θεωρεί ότι λειτουργεί και αποφασίζει ελεύθερα μέσα όμως σε ένα πολύ συγκεκριμένο, σταθερό και αμετάβλητο πλαίσιο αναφοράς, οι προδιαγραφές του οποίου ποτέ δεν αμφισβητούνται. Έτσι, μακράν του να είναι μια οικονομική πολιτική ή μια ιδεολογία, ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται και ενσωματώνεται ως Λόγος, εμπεδώνεται ως «αλήθεια», μια «αλήθεια» που δομεί και οργανώνει όχι μόνο τις αποφάσεις των κυβερνώντων αλλά και αυτές των κυβερνώμενων.
Αποδομώντας το Λόγο
Η ενασχόληση, συνεπώς, με τον κυρίαρχο λόγο σήμερα δεν τίθεται επιτακτικά μόνο για λόγους ιδεολογικής ηγεμονίας, αλλά και για την κατανόηση της «πραγματικότητας» που μας περιβάλλει. Και στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών τάσσεται και το βιβλίο των Λάσκου – Τσακαλώτου. Μέλημά του είναι να αποδομήσει όχι απλώς τον αντίπαλο πολιτικό λόγο, αλλά τον Λόγο, τη γενική νόρμα από την οποία υποτίθεται ότι ο πρώτος απορρέει και η οποία μάλιστα παρουσιάζεται ως αυταπόδεικτη. Διότι τελικά μόνο μέσα από μια τέτοια αποδόμηση μπορεί να αναδειχθεί και μια στέρεα αντίσταση σε ένα σύστημα που συμπιέζει καταφανώς τις ζωές των πολλών.
Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο «22 πράγματα» οι συγγραφείς επιλέγουν να «δομήσουν» την αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου επερωτώντας μια σειρά από «αλήθειες» που μας περιβάλλουν, «22 πράγματα» όπως απλά τα ονομάζουν. Η δομή ανάλυσης των πραγμάτων είναι ενιαία, διακρίνεται, δε, σε δύο μέρη: (α) «τι μας λένε», ποια είναι δηλαδή η κυρίαρχη αφήγηση, ο κυρίαρχος λόγος για το ζήτημα, και (β) «πώς έχει το πράγμα», οπού αναπτύσσονται τα επιχειρήματα αποδόμησης του κυρίαρχου λόγου.
Μεταξύ των 22 πραγμάτων αναλύονται και αποδομούνται οι εξής «αλήθειες»: ότι ως χώρα δεν παράγουμε τίποτα ή ότι καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε· ότι η κουλτούρα των Ελλήνων ευθύνεται για την αποτυχία του εκσυγχρονισμού στη χώρα μας και για τη σημερινή κρίση· ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα και βασικός παράγοντας της κρίσης είναι οι συντεχνίες, ιδίως αυτή των δημοσίων υπαλλήλων· ότι η συμπίεση του κόστους εργασίας είναι αναγκαία για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας· ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι ανελαστική κ.ά.
Ένα παράδειγμα
Μας επιτρέπεται –κυρίως για λόγους έκτασης– να αναφερθούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, το οποίο ωστόσο από τη μια είναι ενδεικτικό της ισχύος των επιχειρημάτων και της επιτυχημένης αποδόμησης, και από την άλλη είναι θεμελιώδες σε σχέση με το ισχυρό πλήγμα που δέχονται τα τελευταία χρόνια οι δυνάμεις της εργασίας στην Ελλάδα από τις μνημονιακές πολιτικές. Στην ενότητα 16, οι συγγραφείς αντιμετωπίζουν το ευρέως διαδεδομένο επιχείρημα ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας περνάει μέσα από τη συμπίεση του κόστους εργασίας. Το επιχείρημα αυτό εξειδικεύεται από τον κυρίαρχο λόγο στην περίπτωση της Ελλάδας ως εξής: η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκτιμάται ως η βασική αιτία της κρίσης που διέρχεται η χώρα, θα αντιμετωπιστεί μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Το εργατικό κόστος με τη σειρά του συμπιέζεται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές τόσο με την περικοπή των μισθών, όσο και με την άρση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων, αλλά και τη συρρίκνωση του πεδίου του συλλογικού καθορισμού των όρων εργασίας, δηλαδή λειτουργίας της συλλογικής αυτονομίας. Η κυρίαρχη αυτή λογική διέπει στο σύνολό τους τους εκτελεστικούς νόμους των διαδοχικών μνημονίων. Κι ενώ ήδη η πλήρης επικέντρωση στο κόστος εργασίας ως το βασικό παράγοντα της παραγωγικότητας μιας οικονομίας δεν αποδεικνύεται ορθή, οι συγγραφείς προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και αποδεικνύουν ότι ακόμη και με αυτή την παραδοχή, το πράγμα δεν είναι έτσι.
Αντιθέτως, οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι αυτοί με το μεγαλύτερο ετήσιο αριθμό ωρών εργασίας, ενώ τα τελευταία πενήντα χρόνια υπάρχει μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα. Επομένως το επιχείρημα ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε λόγω της αύξησης των μισθών αποδεικνύεται απολύτως ανακριβές.
Αυτό που μένει
Επιπλέον οι συγγραφείς καταδεικνύουν ότι τα τελευταία 15 περίπου χρόνια πριν την κρίση η Ελλάδα σημείωνε μια πολύ σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με ρυθμούς αύξησης μεγαλύτερους από αυτούς που ίσχυαν στην πλειονότητα των μελών της ΕΕ των 15. Αποδεικνύουν, επομένως, ότι δεν πρόκειται ούτε για πρόβλημα χαμηλής εργασιακής παραγωγικότητας, όπως συνήθως λέγεται. Κι ενώ έτσι έχει το πράγμα, στη βάση ιδεοληπτικών προεπιλογών, που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα λήφθησαν τα τελευταία χρόνια σειρά μέτρων συγκρουόμενων με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Το βιβλίο «22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι» προσφέρει απλόχερα στον κριτικό αναγνώστη μια σειρά από εργαλεία με τα οποία μπορεί να ανασηκώσει το μανδύα ορθολογικότητας που καλύπτει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και τις εμφανίζει ως λογική απόρροια μιας υποτιθέμενης κανονιστικής δύναμης του πραγματικού. Ανασηκώνοντας, όμως, τον απατηλό αυτό μανδύα, το μόνο που απομένει είναι η αυταρχική επιβολή μιας πολύ συγκεκριμένης επιλογής, που αποσκοπεί στο να βεβαιώσει τη δικαιοπολιτική εγκαθίδρυση της λογικής της ανεξέλεγκτης από τη δημοκρατία αγοράς. Αυτό που απομένει δεν είναι παρά το πολιτικό πρόγραμμα συγκεκριμένων συμφερόντων, αντίθετων με αυτών της κοινωνίας, ένα πρόγραμμα που μπορεί και πρέπει να ανατραπεί.
* Η Έφη Αχτσιόγλου είναι υποψ. διδάκτορας εργατικού δικαίου στο ΑΠΘ και μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ Α’ Θεσσαλονίκης.
Αναδημοσίευση από την Εποχή.