Το ζήτημα των συμμαχιών συνιστά διαρκώς επίδικο ερώτημα για οποιονδήποτε πολιτικό οργανισμό κι ακόμα περισσότερο για οποιοδήποτε αριστερό κόμμα. Η συνάρθρωση διαφορετικών συμφερόντων, στοχεύσεων και προσδοκιών είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση του ιστορικού συνασπισμού, που κάνει εφικτή και διεκδικήσιμη μια ισχυρή πλειοψηφία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Είναιταυτόσημη με την κατάκτηση της ηγεμονίας, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο για την ανάπτυξη οποιασδήποτε συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής.
Η κεντρικότητα του ζητήματος για τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι προφανής και, συνεπώς, είναι πολύ λογικό να μας απασχολεί ζωηρά. Το κακό, κατά τη γνώμη μου, είναι πως, το τελευταίο διάστημα, η σχετική συζήτηση παραέγινε επιφανειακή, για να είναι ωφέλιμη. Ίσως λόγω του άγχους που προκαλεί, σε ορισμένους συντρόφους, η δημοσκοπική «στασιμότητα» του ΣΥΡΙΖΑ ή οι εκλογικές «αποτυχίες» σε συλλόγους, π.χ., μηχανικών και δικηγόρων.
Η συζήτηση, λοιπόν,έχει αδικηθεί κι αυτό θα έπρεπε να προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από ό,τι τα προηγούμενα. Έτσι, διατυπώνονται απόψεις που, εν πολλοίς, υποστηρίζουν πως η αιτία των σχετικών «προβλημάτων» μας βρίσκεται, στην πραγματικότητα, στο γεγονός πως δεν έχουμε «ανοίξει» όσο θα έπρεπε σε πασοκογενείς δυνάμεις και πρόσωπα. Πρόσφατακείμενα, που απέκτησαν, μάλιστα, και σημαντική δημοσιότητα, αφιερώνουν εκατοντάδες λέξεις για να πουν μοναχά αυτό: ν’ «ανοίξουμε» κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Ο λόγος της «στασιμότητάς» μας είναι η σκαντζοχοιρίαση,περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.
Δεν συμφωνώ καθόλου. Πράγμα, βέβαια, που καθόλου δεν σημαίνει πως έχω οποιαδήποτε εκτίμηση στα αριστερόμετρα ή ρέπω προς την ιδέα ότι οι μόνοι «καλοί» πολιτικοί σύμμαχοι είναι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτός του ότι οι τελευταίοι, στο προβλεπτό μέλλον, ελάχιστα προσφέρονται να συνδράμουν στην προσπάθειά μας για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών υπάρχει και το δεδομένο πως το κοινωνικό εύρος μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας είναι εξαιρετικά κοντά στα όρια της αποκλειστικής δικής μας κομματικήςαναφοράς.
Έχει δίκιο, έτσι, ο Χ. Γεωργούλας («Εποχή», 16 Μαρτίου), όταν λέει για τους υποστηρικτές της άποψης πως προνομιακός -αποκλειστικός, στην πραγματικότητα- σύμμαχος είναι η «λοιπή Αριστερά» πως «δοκιμάζ[ουν] έναν κατ’ όνομα συντηρητικό αριστερισμό, που μοιάζει πιο πολύ με γεροντική πάθηση παρά με παιδική ασθένεια». Γιατί, στην πράξη, αυτή η στάση είναι αποφυγή αναζήτησης της λύσης στο πραγματικό και επιτακτικό πρόβλημα που τίθεται και σημείωσα στην αρχική παράγραφο.
Εξίσου και περισσότερο, όμως, δίκιο έχει όταν συνεχίζει αναφερόμενοςσε ένα άλλο τμήμα του κόμματος, που «φαίνεται να πιστεύει ότι η ανάγκη πρόσβασης [και στα μεσοστρώματα] μπορεί να καλυφθεί με δυο- τρεις έξυπνες κινήσεις “διευρυντικές”, που κάτι σηματοδοτούν (τι μαγική λέξη κι αυτή…)».Κανείς, βέβαια, δεν θα αποδεχτεί πως αυτή είναι η αντίληψή του. Από πρακτική άποψη, ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σημασία.
Το πραγματικό ζήτημα
Ας το πιάσουμε από την αρχή. Για τη διακυβέρνηση απαιτούνται ευρύτατες συμμαχίες. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να επιτευχθούν; Νομίζω, πως η πρώτη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση του κοινωνικού «υποκειμένου», που θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο θα συγκροτηθούν οι ευρείες συμμαχίες.Αυτό, από την οπτική της Αριστεράς, δεν μπορεί να είναι άλλο από τους μισθωτούς εργαζόμενους με κέντρο την εργατική τάξη η οποία, ό,τι και αν ισχυρίζονται οι «μεταβιομηχανικοί» και «μεταμοντέρνοι», παραϋπάρχει και επεκτείνεται.Αυτό σημαίνει πως η πρώτη επιδίωξη είναι να συγκροτηθεί το εργατικό υποκείμενο, να κατακτήσει την ταξική του αυτονομία και έτσι να αποτελέσει βάση για τα ευρύτερα. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο -και κακώς φαίνεται – η ταξική αυτονομία αποτελεί πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση για την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών.
Ως προς αυτό, ο δρόμος για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτός. Ήδη από τα μέσα του 2012, φαίνεται πως ένα μεγάλο μέρος των ανέργων, των επισφαλώς εργαζόμενων, της παραδοσιακής εργατικής τάξης, των ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και των γιατρών και των εκπαιδευτικών του δημόσιου αναγνωρίζονται εκλογικά στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ένα πρώτο στοίχημα είναι αυτό το μέρος να γίνει ακόμη μεγαλύτερο, ισχυρά πλειοψηφικό στις κοινωνικές αυτές κατηγορίες. Όπως έχω γράψει άλλοτε, αν μας ψηφίζει το 40% των ανέργων, πρώτο μας μέλημα πρέπει να είναι να μας ψηφίζει το 80%. Ανάλογαστις υπόλοιπες, μισθωτές, κατηγορίες. Αυτό έχει ως αναγκαία προϋπόθεση πως η ατζέντα της πολιτικής μας και του αντίστοιχου δημόσιου λόγου θα μιλάει κατά απόλυτη προτεραιότητα για τα προβλήματα των ανέργων, όσων δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία, όσων δουλεύουν και πληρώνονται όποτε δεήσουν τα μικρά και μεγάλα αφεντικά τους. Η επιμονή στη δέσμευση για άμεση επίλυση των προβλημάτων αυτών των κοινωνικών ομάδων, η επιμονή, όπου κι αν βρισκόμαστε, πως αυτή είναι η πραγματική ατζέντα σε ανυποχώρητη αντίθεση με αυτήν που θέτουν τα μέσα, οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και συνεργατικής εμπλοκήςείναι ο τρόπος που έχουμε για να το πετύχουμε.
Αυτό, περισσότερο από οποιαδήποτε «διεύρυνση», θα καθορίσει την πορεία των συμμαχιών. Κανένας «ευρύτερος» συνδικαλιστής δεν πρόκειται να αυξήσει την πρόσβασή μας στον κλάδο από όπου προέρχεται. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η παρουσία του μπορεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη συκοφάντηση της προσπάθειάς μας.
Θέλω να πω, δηλαδή, το μότο μας δεν μπορεί παρά να είναι το: «από του κοινωνικού άρξασθαι».Δηλαδή, πρώτα εντοπίζεις με σαφήνεια αυτό που επιδιώκεις κοινωνικά και στη συνέχεια βλέπεις ποιοίείναι οι προνομιακοί πολιτικοί συμβαλλόμενοι.
Μεσοστρώματα
Η επίκληση να ξεκινάμε από την ανάγκη για ταξική αυτονομία δεν σημαίνει, όμως, πως αδιαφορούμε προγραμματικά για τα κοινωνικά στρώματα, που δεν ανήκουν στη μισθωτή εργασία, σε σημαντικό, ωστόσο, βαθμό πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση. Κάθε άλλο. Η διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων που αφορούν μεγάλα τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, ελευθεροεπαγγελματικής και μικροϊδιοκτητικής, είναι απαραίτητη.
Με δύο «γνωστικές» προϋποθέσεις.
Η πρώτη, είναι πως κατανοούμε ότι η απεύθυνση σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, ειδικά στις σημερινές συνθήκες ανθρωπιστικής καταστροφής, να υπαινίσσεται πως τους επιφυλάσσεται η προνομιακή θέση, που οι αστικές δυνάμεις τους πρότειναν, στις «καλές μέρες», για να τις έχουν ως υποστηρίγματα του δικού τους συνασπισμού εξουσίας.
Η δεύτερη, πως αντιλαμβανόμαστε -κάτι που για το μαρξισμό είναι παλιά και ελεγμένη «αλήθεια»- ότι η μικροαστική τάξη, ακόμη και στις ώρες της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής πίεσης, της προϊούσας φτωχοποίησής της είναιεξαιρετικά ευεπίφορη στην ιδέα πως δεν είναι σαν τους «από κάτω», αλλά της «αξίζουν» οι ανοδικές προσδοκίες.
Αν τα ξέρουμε αυτά, δεν θα εκπλησσόμαστε από τις μέτριες επιδόσεις των παρατάξεών μας στους μηχανικούς και τους δικηγόρους, ιδίως όταν μεγάλο μέρος τους, οι νεότεροι και οιονεί προλεταριοποιημένοι, δεν εμφανίζονται καν στις εκλογικές διαδικασίες. Ούτε θα εντοπίζουμετο βασικό ζήτημα στο τι δεν κάναμε καλά εμείς -χωρίς να σημαίνει πως τα κάνουμε όλα καλά. Απλώς, καταλαβαίνουμε πως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορούμε να τους έχουμε όλους μαζί μας και δεν βγάζουμε εσφαλμένα συμπεράσματα υποτιμώντας τη δυναμική της ανατροπής που εμπεριέχει η περίοδος, παρόλα τα προηγούμενα.
Καταληκτικά σχόλια
Κάποιοι,βέβαια, θα αντιδράσουν στην «ανάλυσή» μου επικαλούμενοι την τύφλωσή μου μπροστά στο, προφανές κατά τα άλλα, γεγονός πως το 40% που ψηφίζει Αριστερά αποτελείται σε πολύ μικρό ποσοστό από αριστερούς. Νομίζω πως αυτή η αντίρρηση είναι έωλη, στο μέτρο που, πρώτο, έχει μια πολιτικίστικη ανάγνωση της «αριστεροσύνης», και, δεύτερο και σημαντικότερο, δεν κατανοεί πως πρωτεύουσα στόχευση της παρέμβασής μας δεν μπορεί παρά να είναι η διαμόρφωση όλο και περισσότερων «αριστερών» αλλιώς αυτά που επαγγελόμαστε, δεν θα γίνουν.
Σοβαρότερη, νομίζω,αιτίαση είναιαυτή που προσάπτει στην αντίληψη, που αναπτύχθηκε και κυριαρχεί σε σημαντικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιου είδους κοινωνιολογισμό.Λέει: Ανάγοντας τα πάντα στον ταξικό διχασμό, κάνοντας αφαίρεση της σύνθετης πραγματικότητας στο όνομα της ταξικής χαρτογράφησης, χάνοντας τις αναγκαίες διαμεσολαβήσεις και τις πολιτισμικές σταθερές, που λειτουργούν σχετικά αυτόνομα, δαιμονοποιώντας κάθε σοσιαλδημοκρατία, δημιουργεί αυταπάτες και, τελικά, αδυνατεί να ανταποκριθεί, ακριβώς,στις αναγκαιότητες μιας ηγεμονικής πολιτικής.
Ο αναγωγισμός και ο χύδην κοινωνιολογισμός υπήρξαν ιστορικά, όντως, μεγάλοι εχθροί αποτελεσματικής αριστερής πολιτικής. Γι’ αυτό κάνουν καλά όσοι είναι ευαίσθητοι και μας προσφέρουν σχετικές κριτικές επισημάνσεις.
Δεν είναι αλήθεια, όμως, πως είμαστε ανυποψίαστοι. Ας μείνουμε εδώ προς το παρόν, με πρόθεση να το συζητήσουμε εκτενώς σε επόμενη ευκαιρία.
Πηγή: Εποχή