Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν σε μια μεγάλη πόλη, ένας σκύλος ο Τόνυ και ένας γάτος ο Βανζέλ. Θανάσιμοι εχθροί. Όπως ο σκύλος με τη γάτα.
Ο Τόνυ ήταν άκρως συντηρητικός. Πιστός στον αρχηγό της αγέλης, υπεύθυνος για τα διοικητικά της καθήκοντα. Άξιος και διαβασμένος. Μάλιστα, κάποια στιγμή η αγέλη, επιβραβεύοντας τις αρετές του, τον έστειλε ως αντιπρόσωπο- για πέντε χρόνια- στη μεγάλη σύνοδο των Ζώων στη Λαχανούπολη. Αργότερα ο Τόνυ κατάφερε να επιβληθεί και να γίνει αρχηγός της αγέλης. Οι συνοδοιπόροι του, σκυλιά από όλες τις ράτσες, τον αποδέχθηκαν ως αναγκαίο κακό. Δεν είχαν ξεχάσει βέβαια ότι κάποτε –πεισμωμένος- μίλαγε μονάχα με κανίς της απολύτου επιλογής του, σε ιδιαίτερα σαλόνια.
Ο Βανζέλ από την άλλη ήταν γάτος με τα όλα του. Για είκοσι χρόνια περιφερόταν με φλέγμα και πνεύμα μέσα στη γατοκοινωνία, καταφέρνοντας να τσιμπάει από όλα τα πιάτα χωρίς να τον παίρνουν χαμπάρι .
Σε αυτό τον βοηθούσε η χαριτωμένη σκυλίτσα Λουλού, σύντροφος (ω, του θαύματος!) της ζωής του.
Οι γάτες αν και δεν τον συμπαθούσαν τον έκαναν αρχηγό, εφόσον σε μια δύσκολη στιγμή που τους στρίμωξαν οι σκύλοι κατάφερε να υπογράψει ανακωχή, εξασφαλίζοντας απρόσκοπτη πρόσβαση στους σκουπιδοτενεκέδες.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, στα σοκάκια και τις λεωφόρους της πόλης γίνονταν αδιάλειπτες οδομαχίες. Σκύλοι και γάτες πολεμούσαν σκληρά για τον έλεγχο των δρόμων. Μια νικούσε ο ένας, μια ο άλλος.
Πολύτιμος σύμμαχος και στους δύο αντιπάλους υπήρξαν οι δεκαοχτούρες. Πουλιά απαρηγόρητα, με πολλούς αρχηγούς: τον Μπόμπο, τον κόκκινο Κοκό και το Λάμπρο. Αν και οι δεκαοχτούρες κουτσουλούσαν και λέρωναν παντού, οι σκύλοι και οι γάτες προσπαθούσαν να τα πάνε καλά μαζί τους μια και τα πουλιά αυτά διακινούσαν τα νέα και τις πληροφορίες σε όλη την πόλη.
Οι κουβέντες τους βρωμούσαν χειρότερα από τις κουτσουλιές τους, αλλά ως βρώσιμο μπαλσάμικο καταπίνονταν από την κοινωνία των ζώων. Σε αυτό βοηθούσαν και οι παπαγάλοι που αν και ήταν εξωτικά πτηνά είχαν προσαρμοστεί στο κλίμα της πόλης και μπορούσαν με την αδιάκοπη επανάληψη να πείθουν και τον πλέον δύσπιστο. Πρότυπα του είδους, η Τρετρέ και ο Πρεπρέ. Η πρώτη, μεταλλαγμένη γατούλα με ένα μόνιμο σαρδαμικό σικ στην εκφορά του λόγου της κι ο δεύτερος, λάτρης της λέξης «πρέπει», γεγονός που του χάρισε και το όνομα του.
Οι μάχες καλά κρατούσαν, οι γάτες και οι σκύλοι εναλλάσσονταν στον έλεγχο της τροφής που παρείχαν οι σκουπιδοτενεκέδες. Στην πορεία βέβαια, κάποιοι κατάφεραν να κάνουν μικρές συμμαχίες ώστε οι γάτες να δίνουν περισσεύματα στους σκύλους και αντίστροφα.
Ο Τόνυ και ο Βανζέλ διακρίθηκαν στις μάχες για την ετοιμότητα, την ευελιξία και τη διπλωματική τους ευστροφία.
Και τότε ήρθε το κακό. Το έλεγαν οι λύκοι χρόνια πριν, αλλά κανείς δεν τους πίστευε. Εμφανίστηκαν ελλείψεις στα σκουπίδια, οι κοινότητες άρχισαν να αποδεκατίζονται…
Τότε έσπευσαν τα τσακάλια. Παραβίαζαν πάντα τους σκουπιδοτενεκές με θαυμαστή μαεστρία. Ήταν τόσο καλοί στη δουλειά τους ώστε είχαν εξαπλωθεί σε όλες τις πόλεις του κόσμου, με ταυτόχρονες προσβάσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Χωματερή. Τα τσακάλια λοιπόν ζήτησαν από τις γάτες -που τότε διοικούσαν- να πάρουν σκληρά μέτρα. Τους είπαν ότι τα απορριμματοφόρα θα ερχόταν πάλι στη πόλη, αρκεί να μείωναν τις μερίδες στα υπόλοιπα ζώα. Οι γάτες υπάκουσαν, μια και οι δικές τους μερίδες παρέμειναν σταθερές.
Την ίδια ώρα οι λύκοι ούρλιαζαν στο σκοτάδι αλλά κανείς δεν ήθελε να τους ακούσει. Και πώς να τους πιστέψει κανείς; Οι δεκαοχτούρες βερμπάλιζαν μύθους τρομακτικούς. Μια ψευδής καταγγελία από την Κοκκινοσκουφίτσα ήταν αρκετή για να τους δώσει το προσωνύμιο «κακοί». Τα τρία γουρουνάκια μιλούσαν για παράνομη κατεδάφιση ενώ στην πραγματικότητα το κτίσμα ήταν αυθαίρετο. Του κάκου λοιπόν ούρλιαζαν στην πανσέληνο. Το ουρλιαχτό τους ακουγόταν στα υπόλοιπα ζώα σαν απειλή και όχι σαν προειδοποίηση.
Τα τσακάλια πήραν την πόλη σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Οι σκύλοι και οι γάτες έπραξαν από την πλευρά τους το αδιανόητο. Συναντήθηκαν στο υπόγειο κτίριο πάνω από τη μεγάλη πλατεία και συναποφάσισαν. Εν τη ενώσει η ισχύς. Ο Τόνυ αρχηγός και ο Βανζέλ υπαρχηγός. Για πρώτη φορά σκύλοι και γάτες μαζί θα εφορμούσαν με συμπαραστάτη τα τσακάλια .Η Ανμέ, η αρχηγός των τσακαλιών, χαμογελώντας με τη χάρη αέρα ανατολικού, επισφράγισε τη συμφωνία.
Όμως, τα υπόλοιπα ζώα ήταν νηστικά. Έβλεπαν την πίτα ολόκληρη, τους σκύλους και τις γάτες χορτάτους. Για πρώτη φορά θυμήθηκαν τον Τσιλούπους, τον επικεφαλής της αγέλης των λύκων. Ίσως είχε δίκιο.
Ερχόταν και εκλογές …στο κρύο πεζοδρόμιο.
Ο Τόνυ και ο Βανζέλ από την άλλη, επιστράτευαν το ύστατο όπλο: τα ποντίκια, απλωμένα σε όλες τις γειτονιές. Για χρόνια αυτοί οι τάχα ορκισμένοι εχθροί των γάτων, χρηματοδοτούνταν από σκύλους και γάτες. Άψογοι συνεργάτες τους δε δίσταζαν να φοράνε στολή γάτας ή σκύλου, ανάλογα με την περίσταση. Τώρα όμως τα τρωκτικά, καλά εκπαιδευμένα στη μεταμφίεση θα φορούσαν μια καινούρια στολή, σύμφωνα με τις εντολές του Τόνυ και του Βανζέλ. Περιστέρια…
Στην πόλη σχεδόν κανείς δεν είχε δει περιστέρι. Λευκά και καθαρά είχαν χαθεί εδώ και χρόνια. Ανεξάρτητα και κάτασπρα φτερά λοιπόν, πάνω στο γκρίζο τρίχωμα και τα κοφτερά δόντια -ροκανιστές αιώνιους του ιστού της κοινωνίας. Επιστρατεύοντας τους δεξιούς κοπτήρες, θα έκαναν τη βρώμικη δουλειά στις μικρές και μεγάλες γειτονιές της πόλης.
Ταυτόχρονα με τα ποντίκια, πανούκλα στην ψυχή καλοκάθισε κι ο φόβος. Αγριόσκυλα δολοφονικά, με αρχηγό το γνωστό Κασδόπερμαν, χρόνια ολόκληρα στρατολογημένα και εκπαιδευμένα από τη ΖΥΠ (Ζωική Υπηρεσία Πληροφοριών) διεκδικούσαν μέρισμα στα σκουπίδια. Αργότερα -ποιος ξέρει- τον πλήρη έλεγχο των πεζοδρομίων… Ή ίσως και τον αέρα … και το φως…
Τώρα ο Τόνυ και ο Βανζέλ ήταν βέβαιοι ότι είχαν βρει τη χρυσή τομή. Θα συνέχιζαν να ελέγχουν το σύστημα με πρόσχημα τη λέξη «δημοκρατία».
Οι δεκαοχτούρες έραβαν φτερά αγνών και άδολων περιστεριών στα ποντίκια. Συγχρόνως, διέδιδαν φήμες πως οι λύκοι ήταν η άλλη όψη των αγριόσκυλων. Το ζωτικό τους ΨΕΥΔΟΣ. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένουν τα αποτελέσματα μιας παρτίδας σκακιού: την 26η Μαΐου.
Την έναρξή της θα τιτίβιζαν τα περιστέρια. Οι λύκοι γρούμφιζαν στα τείχη της πόλης, ανήσυχοι. Δεν ξέρουν σκάκι. Με άγρια αλήθεια πορεύονται πάντα. Εκτός παιχνιδιού. Και πώς να ξαναγράψεις το παραμύθι για τον «κακό λύκο» ΑΛΛΙΩΣ;
Ο μύθος αυτός κρατάει χρόνια. Όμως, κάθε φορά που ένα περιστέρι ακροφτερουγίζει στα «σκούρα» της πόλης καλό είναι να το τηράμε δυο φορές.
