Η συνεχής πορεία σήψης του κυρίαρχου, ακόμη, παραδείγματος διακυβέρνησης γίνεται μέρα με τη μέρα αντιληπτή και στους ίδιους τους εναπομείναντες υποστηρικτές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Η δομική καταστροφή (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και τελικά πολιτική) που προκαλεί η μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική βρίσκεται πλέον στα όρια του να εδραιωθεί ως μη αναστρέψιμη. Από το γενικό πολιτικό κλίμα απορρέει ως αυτονόητη πλέον αναγκαιότητα η αλλαγή κυβερνητικής πολιτικής, η αλλαγή πολιτικού προσωπικού, η αλλαγή του τρόπου διαχείρισης της κρίσης.
Το κυρίαρχο, όμως, μπλοκ εξουσίας έχει εξαντλήσει τις εναλλακτικές του. Ο μύθος της δικομματικής εναλλαγής έχει καταρριφθεί από την αναγκαία πια ταύτιση στάσεων και πρακτικών των παραδοσιακών συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών τάσεων συμπαρασύροντας και τις όποιες τραγελαφικές προσπάθειες επανίδρυσης ενός νέου κέντρου από το ίδιο, όμως, χρεοκοπημένο πολιτικό προσωπικό.
Η μόνη ορατή σήμερα εναλλακτική πρόταση από το μπλοκ εξουσίας είναι η φασιστική και νεοναζιστική τρομοκρατία, εκτίμηση που ανάγει σε μέγιστη προτεραιότητα την άμεση ιδεολογική και πολιτική αντιμετώπιση της.
Με την υπόθεση, λοιπόν, μιας «κανονικής» εξέλιξης των πραγμάτων, η κυβέρνηση της αριστεράς φαντάζει ήδη ως η μόνη πιθανή λύση για την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής. Η βαρύτητα της ευθύνης μπροστά σε αυτή την κατάσταση αναδεικνύει μια σειρά υποθετικών ερωτημάτων:
Μήπως πρέπει να αφεθούν στην άκρη τα οράματα ανατροπής και να αρκεστεί η κυβέρνηση της αριστεράς στην αυτονόητα καλύτερη διαχείριση της κρίσης;
Μήπως για να εδραιώσει τη βάση της πρέπει να κάνει άμεσα ανοίγματα προς την κεντροαριστερά;
Μήπως για να διευρύνει τη βάση της πρέπει να στρογγυλέψει το λόγο της, να συνεργαστεί με τα κυρίαρχα ΜΜΕ, να μπει τελικά στο ίδιο κάδρο με τον πολιτικό κόσμο που καταρρέει, εφόσον έχει το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα να στελεχώνεται από άφθαρτο και τίμιο πολιτικό προσωπικό;
Μήπως στη θέση ουτοπικών οραμάτων θα πρέπει το πρόγραμμα της να αποτελέσει τη συνισταμένη συντεχνιακών συμφερόντων, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη επιμέρους κοινωνικών ομάδων, όπως μηχανικών, γιατρών, δικηγόρων, κ.λπ.;
Μήπως τελικά η ανάγκη για τη διασφάλιση μιας πραγματιστικής διακυβέρνησης, η οποία θα πρέπει να απαντήσει στα άμεσα και επείγοντα προβλήματα και να σταματήσει την καταστροφή, επιβάλλει την προσγείωση σε άμεσες αποφάσεις και δράσεις άσχετα από στρατηγικούς στόχους και ιδεοληψίες;
Σύγκρουση μέχρις εσχάτων
Η ίδια η πραγματικότητα ακυρώνει τη βιωσιμότητα αυτών των ερωτημάτων. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Χρήστος Λάσκος, «κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Χωρίς μεγάλα περιθώρια τόσο στις επιλογές όσο και στους ρυθμούς» (στο πρόσφατο σημείωμά του με τίτλο «2014: Χρόνος της Αριστεράς»).
Μια κυβέρνηση η οποία θα προσπαθήσει να διαχειριστεί την κρίση και να απαλύνει τον πόνο και την καταστροφή στηριζόμενη στα παραπάνω ερωτήματα, ακόμη και αν έχει άφθαρτα στελέχη, δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει ούτε τα ελάχιστα. Η προσπάθεια να ευχαριστήσει τους πάντες, θα οδηγήσει γρήγορα στην ταύτισή της με το προηγούμενο καθεστώς, χωρίς βεβαίως την ηθική του κατάπτωση.
Η σωστή προσέγγιση της κρίσης από τις αποφάσεις του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, ως δομικής κρίσης του καπιταλισμού, καθορίζει και την ανάγκη για υλοποίηση από σήμερα της στρατηγικής ανατροπής του. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να συμβάλει στην υπέρβαση της κρίσης, αν δεν επιλέξει είτε την καταστροφική βαρβαρότητα είτε την ανατροπή του καπιταλισμού με όραμα τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Μια κυβέρνηση της αριστεράς με στρογγυλεμένους στόχους θα απομονωθεί ταχύτατα από το μαζικό κίνημα. Και μια κυβέρνηση της αριστεράς χωρίς μαζικό κίνημα το οποίο να στηρίζει, να απαιτεί και να επιβάλει τις θέσεις του, δεν θα έχει μακρύ χρόνο επιβίωσης.
Πέρα απο την οξεία κριτική
Εκτός, λοιπόν, από την οξεία κριτική στη σημερινή κυβέρνηση και την αποκάλυψη της καταστροφής που αυτή προκαλεί, είναι απαραίτητη η προβολή των οραμάτων και των αξιών της αριστεράς και η σύνδεση των άμεσων μέτρων με αυτές.
Στη θέση μιάς αδιέξοδης προσπάθειας απάντησης σε επιμέρους συντεχνιακά αιτήματα επαγγελματικών ομάδων, που θέλουν συχνά να διασφαλίσουν προνόμια του διαπλεκόμενου παρελθόντος, είναι απαραίτητο να προβάλλεται το όραμα μιας κοινωνίας στην οποία κυριαρχεί η αρχή «ο καθένας με βάση τις δυνατότητες του, στον καθένα με βάση τις ανάγκες του».
Στη θέση της καλλιεργούμενης αντίληψης για την ανάθεση της διαχείρισης της κρίσης σε μια κυβέρνηση της αριστεράς, είναι απαραίτητο να τονίζεται ότι το σημερινό αδιέξοδο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνον από ένα μαζικό, πολύχρωμο και δυναμικό κίνημα που «τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα».
Στη θέση του ευθυνόφοβου κυβερνητισμού και της πολιτικής του μέσου όρου, είναι απαραιτητο να ξεκαθαριστεί από τώρα ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς οφείλει, ιδιαίτερα την περίοδο των πρώτων ημερών, να αποδείξει την αποφασιστικότητα της στη λήψη άμεσων μέτρων που να απαντούν ξεκάθαρα και έμπρακτα στις ανάγκες των πολλών.
Να εφαρμόσει, δηλαδή, μια πολιτική σαφώς προκατειλημμένη. Να αντιμετωπίσει π.χ. την ανθρωπιστική κρίση και την κρίση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, όχι προσπαθώντας να διαχειριστεί την αγορά, αλλά στηριζόμενη στον ορισμό της υγείας και της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας καθώς και της παιδείας ως κοινωνικών δικαιωμάτων. Να δώσει το μήνυμα σε όλους, με τα άμεσα μέτρα που θα πάρει, ότι παλεύει έμπρακτα να εφαρμόσει την κοινωνική αλληλεγγύη ενάντια στη βαρβαρότητα, τη συλλογική και κοινωνική αναφορά ενάντια στον ατομοκεντρικό εγωισμό, την αναδιανομή του πλούτου και την κοινωνική δικαιοσύνη ενάντια στην κερδοσκοπία και τη διαπλοκή.
Η προβολή των οραμάτων της αριστεράς και η έμπνευση που αυτά ενδυναμώνουν, θα αποτελέσει και το κύριο όπλο στα χέρια μιας κυβέρνησης της αριστεράς, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, στην οποία θα υποστεί ένα λυσσαλέο πόλεμο από τον καταρρέοντα κόσμο.
Τα οράματα, λοιπόν, της αριστεράς και η έμπνευση που απορρέει από αυτά είναι όντως θεμελιώδη συστατικά πραγματιστικής διακυβέρνησης.
Αναδημοσίευση από την Εποχή.
