Η αναμέτρηση με το καθεστώς που στηρίζει αυτή την ελεεινή κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς μπαίνει στο επόμενο στάδιο της και σε αυτή τη φάση το απόλυτα σημαντικό δεν είναι η, ας πούμε, επένδυση στα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται η απ’ εκεί πλευρά, αλλά η ενίσχυση του αξιόμαχου των δυνάμεων της απ’ εδώ πλευράς, δηλαδή τρία πράγματα.
Το πρώτο αφορά τους πολλούς καλούς ανθρώπους. Όσο περνάει ο καιρός αλλάζουν και τα αισθήματα τους, νιώθουν, όλο και περισσότερο, την ανάγκη για μία μεγάλη πολιτική αλλαγή και αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό βήμα προς την, απόλυτα αναγκαία, ριζοσπαστικοποίηση τους. Χωρίς αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση το αίτημα για την επιστροφή στην, προ του μνημονίου, εποχή θα παραμένει ζωντανό και θα κάνει το σχέδιο για μία «άλλη κατάσταση» να μοιάζει ξένο και παράξενο. Αυτό δεν σημαίνει πως όλος αυτός ο κόσμος δεν θα πει «πάμε!» όταν δοθεί το σύνθημα, θα το πει, αλλά δεν θα έχει ξεκάθαρο στις σκέψεις του το που θα πάει. Γι’ αυτό και είναι απόλυτα αναγκαίο από το ένα σημαντικό βήμα να πάμε σε μία συντονισμένη κίνηση, να νιώσει δηλαδή όλος αυτός ο κόσμος ότι βρίσκεται στο πεδίο της αναμέτρησης όχι ως θύμα «άδικων και αναποτελεσματικών» πολιτικών, αλλά ως πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ως πολεμιστής στη μάχη για να αλλάξει γεύση η ζωή.
Το δεύτερο αφορά τον ανταγωνιστικό χώρο. Με όλα τα κακά και τα στραβά του αυτός ο κόσμος έχει επαρκέστατη εκπαίδευση για να τα βγάλει πέρα σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, όπως αυτή που ζούμε και αυτή που θα ζήσουμε. Αυτός ο κόσμος δεν βλέπει μόνο πίσω από τα πράγματα που βρίσκονται μπροστά του, βλέπει πολύ μακρύτερα. Εξαιτίας της πολιτικής του διαπαιδαγώγησης δεν μπορεί μόνο να διακρίνει τους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από κάθε γωνία, αλλά είναι βέβαιος ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος πίσω από κάθε μία γωνία. Ξέρει ότι τις μάχες τις δίνεις με όποιο στρατό διαθέτεις και όχι με τον στρατό που θα ήθελες να έχεις και πολλά άλλα πράγματα για το πώς κερδίζονται οι μάχες. Το πρόβλημα, όχι το μόνο αλλά μάλλον το σημαντικότερο, είναι ότι αυτός ο κόσμος δεν αντιμετωπίζει αυτή την αναμέτρηση ως δική του αναμέτρηση, ότι πιστεύει πως η συμμετοχή του σε αυτή την αναμέτρηση θα οδηγήσει σε μία από – ριζοσπαστικοποίηση του. Γι’ αυτό και είναι απόλυτα αναγκαίο αυτός ο κόσμος να αντικαταστήσει τις βεβαιότητες του με αμφιβολίες και να δώσει αυτή τη μάχη, σχεδιάζοντας, προφανώς, την επόμενη και μετά την επόμενη.
Το τρίτο αφορά την ηγεσία της Αριστεράς που θέλει να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Από τις ευρωεκλογές και μετά αυτή η ηγεσία βασικά ασχολείται με την… απενεργοποίηση των ναρκών που βρίσκονται στο περιβάλλον στο οποίο θα κινηθεί μετά την εκλογική ήττα αυτής της ελεεινής κυβέρνησης της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς. Η πολιτική οικονομία αυτής της επιλογής είναι κατανοητή. Κατανοητή, επίσης, είναι και η πολιτική επένδυση στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και στη δέσμευση ότι αυτό θα εφαρμοστεί ανεξάρτητα από την πορεία, τη χρονική διάρκεια και τους σταθμούς της διαπραγμάτευσης για τη μείωση του δημόσιου χρέους και την… ανάταση της ελληνικής οικονομίας. Αρκούν αυτή η επιλογή και αυτή η επένδυση; Προφανώς και όχι. Πιθανά να αρκούσαν αν ο μόνος αντίπαλος της από εδώ πλευράς ήταν αυτή η ελεεινή κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς, αλλά εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μία αναμέτρηση με ένα καθεστώς. Η «κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα», προφανώς όχι μόνο στην Ελλάδα, χωρίς… σφαίρες, νερό και κονσέρβες είναι μόνο κούφιες λέξεις σε κείμενα αποφάσεων της νυσταλέας κομματικής γραφειοκρατίας. Γι’ αυτό και είναι απόλυτα αναγκαίο αυτή η ηγεσία να έχει στο μυαλό της αυτά που είπε ο Αραφάτ στον ΟΗΕ στις 13 Νοεμβρίου του 1973.
Ο alterthess ιανός