«Με τα σημερινά δεδομένα η εκτίμηση είναι ότι η ύφεση θα είναι πάνω από 3%, κοντά στο 4%. Η ύφεση είναι συνάρτηση της έκτασης του προβλήματος και της πιθανής επανάληψης του προβλήματος μέσα στη χρονιά. Δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις, οι περισσότερες προβλέψεις δείχνουν βαθιά ύφεση. Λαμβάνεται υπόψη και η επίπτωση στον τουρισμό το καλοκαίρι. Σχεδιάζονται και στοχευμένες δράσεις για το χώρο του τουρισμού. Πρόκειται για μαραθώνιο όχι αγώνα ταχύτητας, να μείνουμε μακριά από μαξιμαλισμούς. Χρειάζεται σχεδιασμός σε βάθος μηνών και ετών».
Αυτές ήταν οι δηλώσεις του υπουργού οικονομικών κ. Σταϊκούρα τον Απρίλη του 2020, με το lockdown να είναι ήδη σε ισχύ και το πράγμα να έχει ήδη ξεκαθαρίσει. Ήταν τότε που το success story εμφανιζόταν ως η θεωρία “ν” που θα εκτόξευε σε λίγους μήνες την ελληνική και παγκόσμια οικονομία. Αργότερα ήρθε η πανηγυρική υποδοχή των τουριστών, οι κάθε είδους διευκολύνσεις για τις επιχειρήσεις, οι πανηγυρισμοί για τις επιδοτήσεις και τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. που στη πλειοψηφία τους δε θα αφορούν τις τσέπες των φτωχώτερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και οι αγορές πολεμικού εξοπλισμού ή οι μαζικές προσλήψεις αστυνομικών και στρατιωτικών την ίδια ώρα που η υγεία και η παιδεία φάνταζαν βαρίδιο που κρατούσε πίσω την οικονομία που έτρεχε προς την ανάπτυξη.
Το 4% έγινε σταδιακά 8% και το 8% έγινε σύμφωνα με την νέα έκθεση του ΔΝΤ 9,5% κάτι που η κυβέρνηση δειλά-δειλά παραδέχεται, ενώ μένουν τρεις γεμάτοι μήνες ακόμη για να γίνει η τελική σούμα, όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Στην έκθεση του ΔΝΤ, ταυτόχρονα με τις μεταρρυθμίσεις που σημειώνεται πως πρέπει να γίνουν από τη κυβέρνηση – και τις οποίες προφανώς θα πράξει άμεσα, όσο τουλάχιστον αφορούν τη διευκόλυνση των ιδιωτικοποιήσεων, της αναπροσαρμογής των εργασιακών σχέσεων κλπ- γίνεται και μνεία για την ανάγκη στήριξης του συστήματος υγείας.
Κάτι που μάλλον μετατίθεται για ένα αόριστο μέλλον, όπως άλλωστε προέβλεπε και ο σχεδιασμός σε βάθος μηνών και ετών που έγινε, ήδη από τον Απρίλη. Ή και όχι.