Το έργο του σπουδαίου Ούγγρου δημιουργού Μπέλα Ταρ είναι δύσκολο να περιγραφεί σε μερικές σειρές. Η τελευταία του ταινία, “The Turin Horse” αποτελεί ένα υστερόγραφο σχετικά με τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Αργυρή Άρκτος και Βραβείο FIPRESCI στο Βερολίνο το 2011, έχοντας στο πλευρό του τον Laszlo Krasznahorkai. Σε γκρι φόντο, απουσία χρωμάτων και των αποχρώσεών τους, όπως ακριβώς είναι η πραγματικότητά μας. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν πεσιμιστή, άλλοι δαιμονικό, ο ίδιος όμως πιστός στις αρχές του κάνει σπουδαίο σινεμά με όπλο τη φωτογραφία και τη συνεχή-ασφυκτική κινηματογράφηση που σε εγκλωβίζει.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Η ιστορική αναφορά στον Νίτσε αποτελεί σταθμό και πιο συγκεκριμένα την αφετηρία. Ο αφηγητής όμως μένει στο άλογο. Τι απέγινε; Αυτή η κατακλείδα κάνει την απαιτούμενη σύνδεση γέφυρα με την ταινία. Ένας ηλικιωμένος αγρότης κι η αγαπημένη του κόρη σε μία κατοικία μακριά από τα εγκόσμια. Μία διττή μάχη επιβίωσης. Βιολογικής και ψυχολογικής φύσης. Μία εξαντλητική ρουτίνα σωματικά και νοητικά. Τα βράδια μετά το δείπνο ο πατέρας κοιτάει από το παράθυρο σαν κάτι να περιμένει, μία ελπίδα μία σανίδα σωτηρίας κι η θυγατέρα το ταβάνι με μία πλήρη αποδοχή της μοίρας της ακρωτηριασμένη πνευματικά.
Μέχρι το εικοστό λεπτό οι πρωταγωνιστές δεν μιλούν. Σπασμωδικές κινήσεις και διαδοχικά βλέμματα. Υπόκωφο δράμα για την ματαιότητα της γήινης υπόστασης με έμφαση στη λεπτομέρεια και την πλοκή να ξεδιπλώνεται αργά και για πολλούς βασανιστικά με μία συνεχή επανάληψη του ίδιου σκηνικού-μοτίβου. Εκεί όμως κρύβεται η μαγεία. Το τέλος που έρχεται νομοτελειακά κρύβει μέσα του τη λέξη σκοπός και περιγράφει έναν πολύπλευρο, αργό θάνατο. Δημιουργείται ένα σκηνικό “Αποκάλυψης” που προκαλεί δέος. Η φιλοσοφία αγγίζει τις λεπτές χορδές του μεταφυσικού. Δυσκολεύεσαι να δεις τα όρια, να ξεχωρίσεις τον χρόνο. Χάνεται η αίσθηση της μέρας και της νύχτας.
Μετρ του φακού ο σκηνοθέτης. Κάθε του λήψη μπορεί να αναλυθεί ξεχωριστά. Μαθητής του είναι άλλωστε ο Λάζλο Νέμες που έκανε μεγάλο θόρυβο με τον “Γιο του Σαούλ” και λιγότερο με το “Sunset”. “Το σαράκι δεν τρώει, το ακούω 58 χρόνια τώρα”. Αυτή η φράση προοικονομεί έμμεσα όσα θα ακολουθήσουν. Η κλεψύδρα σιγά σιγά αδειάζει. Μία κοινή διαδρομή αμαξά κι αλόγου. Το ζωντανό αρνείται πεισματικά. Δεν μπορεί πλέον να φάει. Κι η κοπέλα τι θα απογίνει μόνη; Τώρα είναι αυτή που πλησιάζει στο παράθυρο. Οι ρόλοι αλλάζουν. Περιμένει το δικό της καράβι. Είναι αυτή που αναζητεί τη λύση στο αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Ήταν όμως το ηθικό της χρέος.
Ο ήχος του ανέμου στοιχειώνει τα πάντα. Το καντίλι αργοσβήνει. Μόνος γεννιέσαι και μόνος πεθαίνεις. Στο μυαλό μου έρχεται το “Lighthouse” του Ρόμπερτ Έγκερς. Δεν υπάρχει διαφυγή. Η πορεία όμως, η διαδρομή, το ταξίδι κατά τον Καβάφη είναι αυτό που έχει την μέγιστη αξία. Κι ας έχει έναν μακάβριο χαρακτήρα, όπως το κατευόδιο. Ο φόβος φυλάει τα έρμα. Εδώ όμως γίνεται μία προσπάθεια να τον ξορκίσουμε. Αυτοί είμαστε. Γεμάτοι “άρρωστες” προκαταλήψεις. Ο ερχομός των τσιγγάνων κι η αντίδραση του Μαγυάρου που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του αγγίζει το σήμερα και την Ουγγαρία του Όρμπαν.
“Όταν αρχίζεις να γυρίζεις μία καινούρια ταινία, ξεκινάς πάντα από το μηδέν” και βήμα βήμα χτίζεις. Πετυχαίνεις μικρές μικρές νίκες και κατακτάς στόχους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή. O Tαρ καταπιάνεται με θεμελιώδη ζητήματα και ύψιστους στοχασμούς για την πορεία της. Ούτε η θρησκεία, ούτε η ανθρώπινη σοφία που γίνεται κτήμα μέσα από την εμπειρία μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα με σαφήνεια. Αδιέξοδο. Σιωπή … νεκρική σιγή. Σκέφτεται; “Πάμε για ύπνο. Αύριο θα προσπαθήσουμε πάλι” …