Μετά τις βραβεύσεις σε Σάντανς και Βερολίνο το “Welcome to Chechnya” ήρθε και στη Θεσσαλονίκη. Το έργο του Αμερικανού Ντέιβιντ Φρανς συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 22ου Φεστιβάλ και τελικά κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο που του δίνει αυτομάτως συμμετοχή στην κούρσα για το OSCAR της κατηγορίας καλύτερου ντοκιμαντέρ. Κατά τα φασιστικά πρότυπα ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί λόγο στέρησης της ζωής κάποιου ανθρώπου. Δεν υπάρχει καμία κατανόηση, κανένας σεβασμός, κανένα δικαίωμα. Όταν τα φώτα σβήνουν, η “κάθαρση” ξεκινά.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Η Τσετσενία αποτελεί μία πολεμοχαρή, αυτόνομη σχετικά επαρχία στο νότιο κομμάτι της Ρωσίας. Αναγνωρίζεται από το Κρεμλίνο και τον Βλάντιμιρ Πούτιν, που ουσιαστικά έχει ορίσει ως κυβερνήτη τον Ραμζάν Καντίροφ. Κουβαλάει την κληρονομιά του δολοφονημένου πατέρα του, Αχμάτ από τους αντάρτες της περιοχής κι έχει τον χαρακτήρα του σκληρού ηγέτη που δε διστάζει να εκδικηθεί με τον πιο σκληρό τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι πως στην πλειοψηφία τους οι κάτοικοι της περιοχής είναι Μουσουλμάνοι κι όχι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Το να είσαι ομοφυλόφιλος σε αυτό το μέρος ισοδυναμεί με έγκλημα, που το πληρώνεις με σκληρά βασανιστήρια (“ξεπλένεται μόνο με αίμα”) στην καλύτερη περίπτωση ή ακόμα και με τον θάνατό σου.
Η σκληροπυρηνική διαχείριση της κατάστασης δεν άφησε περιθώρια και επιλογές στους άμεσα εμπλεκόμενους. Σύντομα στήθηκε ένα δίκτυο μεταφοράς ψυχών από τη “νοσηρή” επαρχία προς την Μόσχα. Εκεί θα διέμεναν σε καταφύγια μέχρι να κερδίσουν μία νέα ζωή με ασφάλεια στην Ευρώπη ή τον Καναδά. Καταδικασμένοι μέσα σε έναν κυκεώνα καταιγιστικών εξελίξεων τόσο οι ίδιοι, όσο κι οι οικογένειές τους που δέχονται προτροπές από το καθεστώς να τους σκοτώσουν. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκαν άνθρωποι με ευαισθησίες, ακτιβιστές και δημοσιογράφοι. Αυτό είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της πολυσυζητημένης ταινίας τεκμηρίωσης που τάραξε το κοινό της Θεσσαλονίκης και την κριτική επιτροπή.
Φράση κλειδί που μας παραπέμπει στη φασιστική ρητορική που σήμερα αναβιώνει είναι αυτή που επαναλαμβάνει ο Καντίροφ, “να καθαρίσει το ΕΘΝΟΣ μας”. Κατευθείαν φέρνει στο μυαλό σου τα λόγια του Χίτλερ. Ένα βράδυ απλά εξαφανίζεσαι. Ο ηγέτης ρίχνει την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους και αρνείται την ύπαρξη πόσο μάλλον την υποκίνηση από μέρους του αποτρόπαιων γεγονότων που βλέπουν σιγά σιγά τα φώτα της δημοσιότητας. Οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν τα τέκνα τους ακόμα και σε μία τόσο συντηρητική κοινωνία με τις επιλογές τους. Είναι κομμάτι τους, η συνέχειά τους.
Ο αγώνας για την αναζήτηση δικαιοσύνης συνεχίζεται. Είναι πλέον αυτοσκοπός. Πέφτει φως στο σκοτάδι ενός κράτους μυστηρίου. Η κατάθεση-συνέντευξη τύπου του Μαξίμ δείχνει πως ο κόσμος δεν είναι σίγουρα αγγελικός πλασμένος σε κανένα σημείο του. Ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο και συγχρόνως φοβάται για αυτό που ξημερώνει. Τίποτα δε θα είναι ίδιο. Η αθωότητα έχει χαθεί για πάντα. Η αγωνιώδης προσπάθεια εξασφάλισης ασύλου εξαντλεί τους εμπλεκόμενους. Η κόπωση, η κούραση, η γραφειοκρατία τους διαλύει. Οι πόροι εξαντλούνται. Μία αλυσίδα γεγονότων που ελάχιστους ευαισθητοποιεί πραγματικά. Μιλάμε όμως για έναν αγώνα για για ανθρώπινα δικαιώματα.
“Αν δε σε σκοτώσουν, είσαι ήδη νικητής”. Γενναία πράξη να αγωνιστείς, επαναστατική. Η ελάχιστη νίκη για την αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη υπόσταση. Κι εκεί που γίνεται ο επίλογος έρχεται η αναφορά στον Ντόναλντ Τραμπ για να επιβεβαιώσει τον οικουμενικό χαρακτήρα του προβλήματος συμπληρώνοντας τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Οι ηγέτες παγκοσμίως αποδέχονται το συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας κι η πλειοψηφία είναι αδύναμη να διαδηλώσει πια για το παρόν και το μέλλον της. Υπάρχουν όμως αυτές οι περιπτώσεις που δίνουν ελπίδα και θάρρος για τη δύσκολη συνέχεια …