O Kεν Λόουτς αποτελεί κόσμημα για το πολιτικό-ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σινεμά. Κάθε του ταινία με κάνει πλουσιότερο, με γεμίζει θάρρος κι ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, για έναν ανθρώπινο μέλλον. Ανέτρεξα στο “Jimmy’ s Ηall”, μία ταινία του 2014 που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες και κατέκτησε την καρδιά των σινεφίλ. Μετά το “Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι” που τιμήθηκε με Χρυσό Φοίνικα και πριν το “Ι, Daniel Blake” που επίσης κέρδισε το κορυφαίο Βραβείο, ο αειθαλής σκηνοθέτης-πάντα μαζί με τον σεναριογράφο Πωλ Λάβερτι επιστρέφουν στην Ιρλανδία και διηγούνται μία αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε μεταξύ 1920 και 1932.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Τζίμυ Γκράλτον. Μία αντισυμβατική φιγούρα που είναι αποφασισμένη να έρθει σε κόντρα με το υπάρχον κατεστημένο. Μετά από έναν ιδιαίτερα επώδυνο εμφύλιο σπαραγμό είναι αφοσιωμένος σε μία καινοτομία, να φέρει μαζί με τους δυναμικούς συνοδοιπόρους του μία νότα πολιτισμού στην περιοχή που κατοικεί. Σύντομα όμως οι συνθήκες θα τον φέρουν στην Νέα Υόρκη ως πολιτικό μετανάστη. Το να είσαι κομμουνιστής εκείνη την εποχή ήταν σαν να διέπρατες το μεγαλύτερο έγκλημα. Περίπου δέκα χρόνια μετά επιστρέφει στον “τόπο του εγκλήματος”. Φέρνει μαζί του βινύλια τζαζ και σουίνγκ κι είναι αποφασισμένος να ζήσει ήσυχα με την ηλικιωμένη μητέρα του. Κάτι είχε αφήσει όμως στην μέση.
Καλλιεργήθηκε η εικόνα ενός ειδώλου, του αρχηγού. Η αποχώρησή του άφησε εκκρεμότητες και ανοιχτούς λογαριασμούς. Τώρα που είναι πίσω, οι “πιστοί” του θέλουν το πολιτιστικό κέντρο να πάρει σάρκα κι οστά. Φυσάει αέρας αλλαγής. Γνωρίζουν άπαντες πως θα βρεθούν αρκετά εμπόδια στην πορεία. Δεν είναι τόσο οι πολιτικοί αντίπαλοι όσο η πανίσχυρη εκκλησία. “Αντίπαλοί μας οι αφέντες κι οι ιερείς”. Σκοταδισμός. “Δε θα ανεχτώ από ένα κομμουνιστή να επέμβει στην ενορία μου”. Αναβιώνει μία αιώνια ταξική πάλη. Η φτώχεια των τίμιων εργατών από την μία και το κεφάλαιο με το κλήρο από την άλλη. “Οι επίσκοποι καραδοκούν κι έχουν στο τσεπάκι τους την κυβέρνηση”.
Οι ορίζοντες του Τζίμυ (Μπάρι Γουόρντ) έχουν διευρυνθεί από την παραμονή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. “Ζούμε σε μία εποχή που αν ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του, θα αφανιστούμε”. Θα προσπαθήσει να κάνει ένα άνοιγμα στην τοπική ενορία. Ερμητικά κλειστές πόρτες. Την ίδια ώρα με την ανοχή της οι φασίστες προελαύνουν. Κάνουν σημαία τους την πίστη και την αγάπη για την πατρίδα κι οι λύκοι μοιάζουν με αρνάκια. Σας έρχεται μήπως στο μυαλό η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη; Θυμάστε τι συνέβη πέρυσι στα γεγονότα για το “Μακεδονικό”;
Παράλληλα ο σκηνοθέτης καταφέρνει να βάλει στο κάδρο την αληθινή αγάπη και τον έρωτα. Ο πρωταγωνιστής μας επιστρέφει για να φροντίσει την μητέρα του και συναντάει τον μεγάλο του νεανικό έρωτα, με τον οποίο θα καλλιεργήσει μία σχέση βαθιάς ανιδιοτελούς αγάπης. Αυτή είναι η δύναμη μεταξύ των ανθρώπων. Το συναίσθημα, η άμεση επικοινωνία, η ψυχή. Κι έρχεται ένας κομμουνιστής να πει την μεγαλύτερη αλήθεια στον παπά (Τζιμ Νόρτον). “Γεμίζετε τις ψυχές των πιστών περισσότερο με μίσος, παρά με αγάπη”. Το μεγαλείο δε της δύστυχης μάνας φαίνεται από το γεγονός ότι βάζει τσάι και στους τέσσερις αστυνομικούς που πάνε να συλλάβουν και να απελάσουν άδικα τον υιό της. Αυτή είναι η αριστερή φιλοσοφία και ευγένεια. Στην ουσία κι όχι στους τύπους. Είναι κάτι που δε θα βρεις στην τηλεόραση, αλλά μόνο σε μεγάλα έργα, όπως αυτά του Λόουτς.
Φοβάται λέει ο κληρικός (την ώρα που πιθανώς τον κατατρέχουν οι τύψεις) πως η νεολαία θα στραφεί ενάντια στην εκκλησία. Μάλλον θα έχει τους λόγους του, που γίνονται ξεκάθαροι σε αυτό το φιλμ. Ο μεγάλος μαέστρος αφήνει παρακαταθήκη ένα τεράστιο δημιούργημα με διαχρονική κι οικουμενική ισχύ, όσο ο κόσμος δε λέει να αλλάξει. Το μεγαλύτερο δράμα είναι μάλιστα πως για να γίνει το θαύμα και να δει καθαρά η μάζα πρέπει να έρθει η κλιματική αλλαγή με τις οδυνηρές συνέπειές της να μας χτυπήσει την πόρτα ή μία πανδημία, όπως αυτή που μαστίζει την ανθρωπότητα στις ημέρες μας. Η κλεψύδρα γυρίζει ανάποδα, η ελπίδα μένει ζωντανή …