Έβαλντ Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 156
Μα είναι δυνατόν να μας οδηγήσουν εκεί οι φιλοσοφικές λεξούλες; Όπως να πούμε, «ουσία», «ύλη», «συμπλέγματα στοιχείων»; […] Μα τι σας έπιασε αγαπητοί κύριοι και σύντροφοι; Αξίζει για τέτοια πράγματα να χαλάσετε τη φιλία;
ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ
Η αγωνιώδης έκκληση του Γκόρκι απευθύνεται κυρίως στον Λένιν. Βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1908 και ο Λένιν γίνεται όλο και περισσότερο έξαλλος με τους εμπειριοκριτικιστές, που ανήκουν στους μπολσεβίκους, ιδίως με τον Μπογκντάνοφ και τον Λουνατσάρσκι. Οι συγκεκριμένοι σύντροφοί του και όσοι άλλοι τους ακολουθούν ανήκουν στην αριστερή πτέρυγα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας. Ειδικά ο Μπογκντάνοφ, εξαιρετική φιγούρα στους κύκλους των επαναστατών, μάλιστα, είναι από τους στενότερους συνεργάτες του για χρόνια.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τόσο το μορφωτικό και διανοητικό τους επίπεδο όσο και την προσήλωσή τους στην υπόθεση της εργατικής επανάστασης. Ίσως, μάλιστα, αυτός είναι και ένας από τους λόγους, που, παρόλο που οι φιλοσοφικές τους προτιμήσεις είχαν εκδηλωθεί από καιρό πριν το 1908, ο ίδιος ο Λένιν δεν θεώρησε κρίσιμο να αντιπαρατεθεί μαζί τους. Η συντροφικότητα, η μεγάλη εκτίμηση και η στράτευση στον κοινό αγώνα, στο πλαίσιο της αριστεράς του κόμματος, εξηγούν, ίσως, την μέχρι τότε αδράνειά του –παρόλο που θα ανακύψουν και ισχυρές πολιτικές διαφωνίες, όταν οι μπολσεβίκοι εμπειριοκριτικιστές θα ταχθούν με τον οτζοβισμό, την άποψη, δηλαδή, πως το κόμμα θα έπρεπε να επιλέξει την αποχή τόσο από τις κοινοβουλευτικές εκλογές όσο και από τα υπάρχοντα συνδικάτα. Αυτός ο υπερ-αριστερισμός θα τους οδηγήσει μετά το 1910 εκτός κόμματος, όχι, όμως, και στην απόσυρση. Θα είναι ξανά μαζί με τον Λένιν τον Οκτώβρη και θα στηρίξουν, μ’ όλες τους τις «ιδιορρυθμίες», την επαναστατική προσπάθεια τα επόμενα χρόνια.
Η εκτίμηση και η συντροφικότητα, όμως, θα πάψουν να αποτελούν ανασχετική για την ανοικτή σύγκρουση δύναμη μετά από το 1908. Η ταραχώδης αντιπαράθεση σχετικά με τα συμπεράσματα της χαμένης επανάστασης του 1905, καθώς και η ανάγκη για υπερίσχυση έναντι των μενσεβίκων διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Λένιν θα επιτεθεί στους εμπειριοκριτικιστές μπολσεβίκους, αφιερώνοντας σε αυτήν την αντιπαράθεση το πρώτο του ουσιαστικά φιλοσοφικό βιβλίο, το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Όσοι από τους αναγνώστες έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο έργο δεν μπορεί παρά να εξεπλάγησαν αρχικά με τον εξαιρετικά έντονο πολεμικό τόνο της γραφής –στο όριο της υβριστικής λοιδορίας, πολλές φορές. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν για χρόνια ο ίδιος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε επιδείξει παροιμιώδη αδιαφορία (μ’ όλο που, με τα ίδια του τα λόγια, «είχε λυσσάξει από τον θυμό του», όταν, το καλοκαίρι του 1906, διάβασε τον Εμπειριομονισμό του Μπογκντάνοφ). Φαίνεται πως καθοριστικό στοιχείο υπήρξε η αυξανόμενη πιθανότητα να κερδίσουν σε αυτό το μέτωπο την μάχη οι μενσεβίκοι, ως «οι κατεξοχήν μαρξιστές στη φιλοσοφία», στο μέτρο που ο κύριος, μέχρι τότε, δημόσιος αντίπαλος των εμπειριοκριτικιστών ήταν ο Πλεχάνοφ, ο θεωρητικός ηγέτης της δεξιάς τάσης της Σοσιαλδημοκρατίας.
Δεν επρόκειτο, όμως, μόνο για το άμεσα πολιτικό επίδικο, πιστεύω. Ο Λένιν, αυτήν την περίοδο, φαίνεται, μέσω μιας μακράς προσωπικής διαδρομής να διακρίνει τη μεγάλη σημασία που έχει η φιλοσοφία στο πλαίσιο του εργατικού αγώνα. Η παρέμβασή του το 1908, με το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, υποσημειώνει και αυτή τη συνειδητοποίηση –που δεν είναι δεδομένη. Από εκεί κι έπειτα, για τον Λένιν, ισχύει απολύτως αυτό που θα αναδείκνυε με τον πιο πλήρη και συνεκτικό τρόπο αργότερα ο Λουί Αλτουσέρ: η φιλοσοφία είναι, εν τέλει, ταξική πάλη στο πεδίο της θεωρίας, η φιλοσοφία συνιστά πεδίο θεωρητικής ταξικής πάλης.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, όπως έτεινε να επικρατήσει στη συνέχεια, στο πλαίσιο της «ορθόδοξης» κομμουνιστικής παράδοσης, πως ο Λένιν «τα είπε όλα» και «τα είπε όλα καλά». Επ’ αυτού, το βιβλίο Ο Λένιν σαν Φιλόσοφος (εκδόσεις ύψιλον, 1981), του σπουδαίου επαναστάτη και αστρονόμου Άντον Πάνεκουκ, ηγέτη του συμβουλιακού κομμουνισμού μετά τη Ρωσική Επανάσταση, είναι ένα καλό συμπληρωματικό ανάγνωσμα. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι πόσο ολοκληρωμένα τοποθετήθηκε ο Λένιν, αλλά το γεγονός πως τέθηκε, με την πιο βίαιη σαφήνεια, η αξία της φιλοσοφικής σύγκρουσης για την επαναστατική υπόθεση.
Δεν θα εμβαθύνω ιδιαίτερα στις θέσεις που αντιπαρατέθηκαν –θα απαιτούσε, άλλωστε, πολύ περισσότερο χώρο. Φτάνει να σημειωθεί πως οι εμπειριοκριτικιστές, οπαδοί του μεγάλου φυσικού της εποχής Μαχ –εξού και μαχιστές- υποστηρίζουν εν πολλοίς πως ο δρόμος προς την ορθή φιλοσοφία, η οποία ορίζεται ως γενική θεωρία του είναι, δεν είναι παρά η εφαρμογή των πορισμάτων και των μεθόδων της επιστήμης –ιδίως της Φυσικής της εποχής τους- σε όλη την σφαίρα του επιστητού. Αποδεχόμενοι πως μια σειρά από συντακτικές, κατά την άποψή τους, αρχές της επιστημονικής δραστηριότητας, όπως η αναζήτηση της ισορροπίας (έναντι των αντιθέσεων, στις οποίες επέμενε η διαλεκτική), της οικονομίας και της απλότητας συνιστούν την υποχρεωτική βάση οποιασδήποτε σοβαρής και χρήσιμης φιλοσοφίας, η οποία γι’ αυτούς, στην πραγματικότητα, περιορίζονταν στο χώρο της γνωσιολογίας, θεωρούσαν πως η «αφηρημένη» διαλεκτική το μόνο που συνεισέφερε ήταν περισσότερη σύγχυση –ακόμη κι εκεί που οι φυσικές επιστήμες προσφέρουν βέβαιη γνώση. Αν κάτι απαιτείται να διερευνηθεί, από επιστημολογική άποψη, είναι πώς θα βοηθιόταν και οι κοινωνικές επιστήμες να προσομοιάσουν προς τις φυσικές.
Στην πραγματικότητα, ο εμπειριοκριτικισμός ή εμπειριομονισμός δεν είναι παρά μια πρώιμη εκδοχή του θετικισμού, ο οποίος, υπό διάφορες μορφές, θα κυριαρχήσει σε μεγάλο τμήμα του 20ου αιώνα συμβάλλοντας, μάλιστα, σε σημαντικό βαθμό, στην επικράτηση επιστημονιστικών και τεχνοκρατικών κοσμοαντιλήψεων.
Ο Λένιν, από αυτήν την άποψη, είναι εξαιρετικά καίριος και η παρέμβασή του πραγματικά μοναδική στα συμφραζόμενα της εποχής –ο διεθνής μαρξισμός εκείνη την περίοδο αγρόν ηγόραζε σχετικά με τα συγκεκριμένα επίδικα. Κι όσο κι αν πολλή κριτική θα μπορούσε να γίνει επί της λενινιστικής κριτικής –με δεδομένη, μάλιστα, την φιλοσοφική παραγωγή που ακολούθησε- η συμβολή του υπήρξε καθοριστική.
Βέβαια, νομίζω, οι εμπειριοκριτικιστές είχαν δίκιο σε ένα σημείο κεντρικής σημασίας: ο Χέγκελ δεν αποτελούσε τον καλύτερο σύμβουλο για τη διαμόρφωση μιας κομμουνιστικής, υλιστικής φιλοσοφικής πρακτικής. Κι αν ο Λένιν δεν το ήξερε τόσο καλά, σήμερα, μετά από τη δουλειά του Αλτουσέρ, εμείς δεν δικαιολογούμαστε να μην το ξέρουμε.
Ο Μαρξ δεν είναι εγελιανός –και αυτή η διαπίστωση έχει το ίδιο μεγάλη αξία όσο και το ό,τι η «φιλοσοφία του Κεφαλαίου» είναι η υλιστική διαλεκτική.
***
Ο Έβαλντ Βασίλιεβιτς Ιλιένκοφ (1924 -1979) παρουσιάζει αυτήν την αντιπαράθεση με γλαφυρό και βαθύ τρόπο στο τελευταίο βιβλίο που έγραψε το 1979, λίγο πριν τον θάνατό του. Ο Ιλιένκοφ είναι ο κορυφαίος φιλόσοφος της σοβιετικής περιόδου –το έργο του Η διαλεκτική του συγκεκριμένου και του αφηρημένου στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ (εκδόσεις Ένεκεν, 2017) είναι πραγματικά έργο αναφοράς.
Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού είναι βιβλίο μεροληπτικό –από κάποιες απόψεις, νομίζω, υπερβολικά μεροληπτικό. Στο μέτρο, ωστόσο, που ο συγγραφέας του είναι βαθύς γνώστης των σχετικών θεμάτων, το μειονέκτημα της μεροληψίας δεν είναι τόσο μεγάλο όσο θα ήταν αλλιώς. Εκτός αυτού, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο σε εξαιρετικό ύφος, παρουσιάζει επαρκώς τα ιστορικά συμφραζόμενα και –πράγμα, κατά τη γνώμη μου, πολύ ελκυστικό- δεν μένει στην τεχνική αντιπαράθεση, αλλά αξιοποιεί όλο το διαθέσιμο υλικό.
Από τις πιο σημαντικές σελίδες του βιβλίου έτσι είναι αυτές που αναλύουν τα λογοτεχνικά έργα του Μπογκντάνοφ –Το κόκκινο αστέρι και Ο μηχανικός Μένι- όπου έχουμε την περιγραφή της προωθημένης κομμουνιστικής κοινωνίας του πλανήτη Άρη, διαμέσου της οποίας τίθενται καίρια πολιτικά, οικονομικά και φιλοσοφικά επίδικα με έναν τρόπο χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων τύπων, όπως ήταν ο Λουνατσάρσκι και ο Μπογκντάνοφ – ο τελευταίος, χαρακτηριστικά, αφού ηγηθεί μετεπαναστατικά του κινήματος της Προλετκούλτ θα πεθάνει το 1828, στα 55 του, στη διάρκεια πειραμάτων, που πραγματοποιεί με αντικείμενο το αίμα του! Τύποι πραγματικά φοβεροί –επαναστατικές, φουτουριστικές φιγούρες.
Ο Ιλιένκοφ μας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε πόσο σημαντικά ζητήματα τέθηκαν στο πλαίσιο της ιστορικής διαμάχης, της οποίας βασικό γέννημα υπήρξε ο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Το βιβλίο του είναι πραγματικά πολύτιμο, έστω κι αν την ελληνική σχετική βιβλιογραφία κοσμεί εδώ και δεκαετίες η Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική (Δαίδαλος Ζαχαρόπουλος, 2001) του Ευτύχη Μπιτσάκη.